ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ
Οἱ ἀποκλίσεις στὶς ἀναλογίες τῶν ἀντικειμένων, ἀπὸ τὶς πραγματικές, γίνονται μόνο σκοπίμως καὶ μὲ ἐξήγηση. Δυσαρμονίες καὶ στρεβλώσεις ἀναίτιες καὶ ἀκαλαίσθητες εἶναι ἁπλῶς λάθη, τὰ ὁποῖα δὲν χρειάζονται διαιώνιση. Σ’αὐτὸ τὸ σημεῖο μποροῦμε ν’ ἀναφέρωμε παραδείγματα λανθασμένης ἐκτίμησης στὴ σχέση τεχνικῆς καὶ πνευματικότητας.
1) Τὸ στόμα στὶς ἁγιες μορφὲς ἀποδίδεται πάντα κλειστὸ καὶ σχετικὰ λεπτὸ. Ἔτσι συμβολίζεται ἡ ἐγκράτεια ποὺ ἐπέδειξαν, στὴν ὁμιλία καὶ στὴν τροφή. Ὅμως ἕνα στόμα «ἐξαφανισμένο», ὑπερβολικὰ στενὸ ἢ μικρό, εἶναι ἀντιαισθητικό, ἴσως μάλιστα προσδίδει ἔκφραση δυσπιστίας ἢ τσιγκουνιᾶς, ποὺ φυσικὰ δέν ἁρμόζουν σὲ Ἅγιο.
2) Τὸ χέρι σὲ στάση εὐλογίας εἶναι ἄλλο πολύπαθο σχεδιαστικὰ θέμα. Ὁ συμβολισμὸς ἀποδίδεται μὲ τὴν θέση τῶν δακτύλων, ἀλλὰ τὸ παράδοξο τὴς ἀπεικόνισης τῆς παλάμης κατενώπιον καὶ τῶν δακτύλων στραμμένων πλαγίως μπορεῖ νὰ διορθωθῇ μετὰ τὴν ἁπλὴ παρατήρηση ἑνὸς (ζωντανοῦ) χεριοῦ εὔκολα, χωρὶς τὴν ἐλάχιστη θεολογικὴ ἀλλοίωση.
3) Τὰ καλύμματα τῆς κεφαλῆς (μανδῆλες, στέμματα, μίτρες κ. ἄ.) κάποτε εἰκονίζονται τελείως δυσανάλογα μὲ τὸ μέγεθός της, δίνοντας τὴν ἐντύπωση ὅτι στηρίζονται στὸν ἀέρα.
4) Οἱ κινήσεις τῶν ὑφασμάτων, ἐπίσης, ἀντιμετωπίζονται ἐπιπόλαια. Βλέπομε σὲ ὕφασμα ποὺ πέφτει μόνο μὲ τὸ βάρος του, τσαλακώματα καὶ πτυχὲς ὁριζοντίως, διαγωνίως, ἀκόμη καὶ πρὸς τὰ πάνω, ροῦχα μὲ πτυχές οἱ ὁποῖες ἀφήνουν ἀνεπηρέαστα τὰ διακοσμητικά τους (τρέσες, σχήματα κ. ἄ.), διπλώματα σὲ σημεῖα ὅπου τὸ ὕφασμα κανονικὰ τεντώνεται, φλύαρη παράθεση (ἀτέχνων) πτυχῶν κ.ἄ.
Γενικῶς, παρατηρεῖται κάποτε ἔλλειψη ὄχι μόνο φυσικότητος μὰ καὶ λογικῆς, σὲ πεδία ὅπου ἡ κατάργησή τους δὲν προσφέρει σὲ θεολογικὸ περιεχόμενο, ὅμως στερεῖ ἀπὸ τὸ αἰσθητικὸ ἀποτέλεσμα.
Φυσικά, ἡ ὅποια κριτικὴ καὶ ἀποδοχὴ ἢ μὴ τμημάτων εἰκόνων ἢ καὶ ὁλοκλήρων αὐτῶν, ἀποτελεῖ δικαίωμα καὶ ὑποχρέωση τῶν ἐπαϊόντων. Ὅπως σὲ κάθε τέχνη καὶ ἐπιστήμη, ὑπάρχουν στὴν ἁγιογραφία πολλοὶ κανόνες, ὄχι κάθε φορὰ αὐτονόητοι κι εὐνόητοι. Ἡ «κοινὴ λογικὴ», χωρίς ἐξειδικευμένες γνώσεις δὲν ἐπαρκεῖ πάντα. Ὁ ἀμαθὴς, ὁ ἡμιμαθὴς κι ὁ μαθητευόμενος μποροῦν νὰ ρωτοῦν «γιατί;» χιλιάδες φορές, μὰ ὄχι καὶ ν’ ἀπαντήσουν, διότι, ἁπλά, δε γνωρίζουν.
Τροποποιεῖ ὁ ἁγιογράφος τοὺς κανόνες τῆς ζωγραφικῆς κοσμικῶν παραστάσεων, γιὰ ν’ἀποδώσῃ μαζὶ τὸ αἰσθητὰ ἀντιληπτὸ καὶ τὸ ὑπερβατικὸ κ’ ἐξιδανικευμένο. Δὲν τοὺς καταργεῖ ἀναίτια, ἀφοῦ παριστᾷ μὲν μορφὲς καὶ σκηνὲς ἰδιαιτέρας θρησκευτικῆς βαρύτητος, μὰ ὅπως ἔζησαν ἢ διαδραματίστηκαν στὸν ὑλικὸ κόσμο. Προσθέτει συμβολικὰ στοιχεῖα μὲ νόημα ἄλλοτε προφανὲς, ἄλλοτε ἀντιληπτὸ μόνο στοὺς μυημένους τῆς θρησκείας, ὄχι αὐθαίρετα ἢ βασισμένα σὲ ἀντιλήψεις ποὺ φθάνουν στὰ ὅρια δεισιδαιμονιῶν, μὰ σύμφωνα μὲ τὸ ὀρθὸ δόγμα καὶ τὴν ἀποδεκτὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Μιὰ ζωγραφιὰ καμωμένη μὲ τὴν βυζαντινὴ τεχνική, στὴν ὁποῖα τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο ἔχει π.χ. ἔκφραση ὑπεροπτική, ἢ θυμωμένη, στρυφνή, ἡδυπαθή, ἀποχαυνωμένη, χαζοχαρούμενη, ξένη πάντως πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ψυχικὴ ὡριμότητα, δὲν εἶναι ’’περισσότερο εἰκόνα’’ ἀπὸ μιὰ που ἀκολουθεῖ ἄλλη τεχνοτροπία μὰ ἀποδίδει γλαφυρὰ τὰ πνευματικὰ χαρίσματα τοῦ εἰκονιζομένου. Δηλαδή, ὁ ὁλοκληρωμένος ἁγιογράφος δὲν εἶναι ἕνας κακομοίρης ἀντιγραφέας, ἀλλὰ καλλιτέχνης καὶ θεολόγος ταυτόχρονα.
Μελέτη μόνο τοῦ πρακτικοῦ σκέλους ἢ μόνο τοῦ θεωρητικοῦ, δίνει ἔργα φλύαρα, κακότεχνα, ἀθεολόγητα. Σπουδὴ καὶ τριβὴ σὲ ἀμφότερα φέρνει τὴν ἀναγέννηση. Ἔτσι ἡ ἁγιογραφία θ’ ἀναπνεύσῃ, θ’ἀποβάλῃ τὰ σαθρὰ στοιχεῖα ποὺ εἰσήγαγαν ἁγιογράφοι ἐλλιπῶς κατηρτισμένοι, θὰ ξαναζωντανέψῃ καὶ θ’ ἀποδώσῃ νέα ἀριστουργήματα. Ἡ αἰσθητικὴ ποιότητα καὶ ἡ θεολογικὴ ἀρτιότητα σὲ ἰσοῤῥοπία εἶναι ὅ,τι θαυμάζομε στὰ ἐμπνευσμένα ἔργα ποὺ θεωροῦμε πρότυπα καὶ πρέπει νὰ ἐπιδιώκουν οἱ νέοι δημιουργοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου