Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ

μέρος Β΄


Πρῶτο καὶ αδιαφιλονίκητο καλλιτεχνικὸ κέντρο ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς ἀνεδείχθη ἡ Κωνσταντινούπολη καὶ δευτερευόντως ἡ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔφθασαν δημιουργοὶ ἀπ’ὄλη τὴν αὐτοκρατορία. Μετὰ τὸ πέρας τῶν ζυμώσεων ποὺ γέννησαν τὸ βυ-ζαντινὸ ὕφος καὶ μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἔξοδο ἀπ’ τὴν εἰκονομαχία, τὰ ἐργαστήρια, ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ Παλατιοῦ, παράγουν ἔργα ἐντυπωσιακά, μνημειακά, μὲ ἐπιμελημένη καὶ κομψὴ τεχνική, ζωηρότητα χρωματισμῶν καὶ συναισθημάτων, ἁρμονία συνθέσεων ἐπηρεασμένων, τουλάχιστον ὡς τὸν 10ο αἰ. ἀπὸ τὴν κλασσικὴ ἑλληνιστικὴ τέχνη. Ἡ Βυζαντινή τέχνη εἶναι ἔτοιμη γιὰ τὸν μεγάλο προορισμό της. Πλουσιώτερη σὲ θέματα, ἐμπνευσμένη ἀπὸ εὐρύτερη δογματικὴ ἀντίληψη, λιγότερο μονότονη καὶ αὐστηρή, ἐντυπωσιακώτερη ἀκόμη, θὰ δώσῃ τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες τὰ χαρακτηριστικώτερά της ἀριστουργήματα. Οἱ διώξεις καὶ οἱ καταστροφὲς ποὺ ὑπέστη, δυνάμωσε τοὺς ἐργάτες της, ποὺ ἡ ἐπιθυμία τους τώρα ἦταν νὰ δώσουν οὐσιαστικώτερο καὶ πρὸ πάντων πνευματικώτερο ἔργο. Τώρα ἐπὶ πλέον ἡ τέχνη δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ παραστήσῃ στοὺς πιστοὺς τὴν ἐξωτερικὴ φύση τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας γιατὶ εἶναι σὲ ὅλους γνωστὴ καὶ δὲν ἀμφισβητεῖται. Ὅπως τονίζει ὁ σοφὸς Βυζαντινολόγος Brehier: «σκοπὸς τῆς Ἁγιογραφίας εἶναι στὸ ἐξῆς νὰ καταστήσῃ ὀρατὰ τὰ μυστήρια τοῦ ὑπερφυσικοῦ κόσμου πρὸς ὄφελος τῶν πιστῶν». Ἐπίσης καθιερώνονται ὁ συμβολισμὸς κάθε χώρου τοῦ Ναοῦ καὶ κανόνες γιὰ τὴν τοποθέτηση κάθε εἰκονογραφικοῦ θέματος σ’αὐτόν. Ὡς τὸν 13ο αἰ. ἀνθεῖ, παράλληλα μὲ τὴν νωπογραφία, τὸ ψηφιδωτό, ποὺ μὲ τὴν ἁπλότητα τῶν γραμμῶν καὶ τὴν ἔνταση τῶν χρωμάτων, ἀντανακλᾷ τὴ μεγαλοπρέπεια καὶ δόξα τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, ἡ ὁποία συνειρμικὰ παραπέμπει στὴν ἐπουράνιο δόξα. Ἀργότερα (13ο αἰ. καὶ ἐξής), ὑποχωρεῖ ποσοτικὰ τὸ ψηφιδωτὸ μὰ ἐξευγενίζεται ποιοτικά, καὶ ἡ ἁγιογραφία, τοιχογραφία καὶ φορητὴ εἰκόνα, ἁκμάζει ἐκ νέου, μνημειώδης μὰ πιὸ ἐκλεπτυσμένη. Κύριος ἐκφραστὴς αὐτῆς τῆς μεγαλειώδους τεχνικῆς, τῆς λεγομένης Μακεδονικὴς σχολῆς, μὲ τὸν ἐξωστρεφὴ καὶ φωτεινὸ χαρακτῆρα, τὴ δραματικὴ ἔνταση τῶν θεμάτων, τὴν εὐγένεια κι ἐκφραστικότητα τῶν μορφῶν, ὁ κὺρ Μανουὴλ Πανσέληνος (13ος αἰ.).


Ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα, ὅταν ρίχνονται οἱ πρῶτοι σπόροι ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Ῥώσων, καὶ ὕστερα, μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῶν σχέσεων τῶν δύο λαῶν οἱ εἰκόνες ἔφθασαν στὴν ὀρθόδοξη Ῥωσία. Μετὰ τὸν γάμο τοῦ Ῥώσου ἡγεμῶνος Βλαδιμήρου μὲ τὴν πριγκήπισσα Ἄννα, ἀδελφὴ τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορος Βασιλείου Β΄, ὁ Χριστιανισμὸς ἐπεκτάθηκε στὴ Ῥωσία, ἡ ὁποία, μαζὶ μὲ τὴ θρησκεία, δέχθηκε καὶ καλλιέργησε καὶ τὸν βυζαντινὸ πολιτισμό. Μὲ τὴν καθοδήγηση βυζαντινῶν τεχνιτῶν διακοσμοῦνται σπουδαῖοι Ῥωσικοὶ ναοί, ὁ κορυφαῖος Ῥώσος ἁγιογράφος Ἀντρέι Ῥουμπλιὼφ μαθήτευσε πλάι στὸν Θεοφάνη τὸν Ἕλληνα, ὁ ὁποῖος δραστηριοποιήθηκε ὡς καλλιτέχνης στὴ Ῥωσία, μὰ σταδιακὰ ἡ χώρα αὐτή, ἀφομοιώνοντας τὶς βυζαντινὲς ἐπιρροές, δημιουργεῖ τὴ δική της σχολὴ στὴν ἁγιογραφία. Τὸ ὕφος της εἶναι κατανυκτικὸ ἀλλὰ χωρὶς τὶς ἔντονες χρωματικὲς ἀντιθέσεις τῆς Κρητικῆς σχολῆς, ἐνῷ ἡ διακόσμηση τοῦ κάμπου καὶ τῶν ἐνδυμάτων κάποτε γίνεται ἐντυπωσιακὴ σὲ λεπτομέρεια καὶ ποσότητα.


Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὸ κέντρο τῆς Ἁγιογραφίας γίνεται ἡ Κρήτη. Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 14ου αἰ. ἔχει ἐμφανιστεῖ μία νέα τεχνοτροπία, ἡ Κρητικὴ σχολή, μὲ χρωματισμοὺς πιὸ ταπεινούς, μορφὲς ψιλόλιγνες, ἀσκητικές, περισσότερο ἐξαϋλωμένες, ὕφος κατανυκτικώτερο. Δὲν ἀποδίδει τὰ θέματά της ὑπὸ τὴν ἄπλετο φωτοχυσία τῶν ἀνακτόρων, τῶν μεγάλων Ναῶν τῆς Πρωτευούσης ἢ ἄλλων ἀστικῶν κέντρων, μὰ ὑπὸ τὸ διακριτικό, χαμηλὸ φῶς τῶν λίγων κεριῶν ἑνὸς μοναστικοῦ καθολικοῦ ἢ κελλιοῦ. Στὸν Ναό, οἱ ἐπιμέρους σκηνὲς τῶν τοιχογραφιῶν διακόπτονται ἀπὸ πλαίσια, συνδυάζοντας τὴν ἐμφάνιση φορητῶν εἰκόνων μὲ τὴν ἀρχιτεκτονική του. Κύριος ἐκπρόσωπός της ὁ Θεοφάνης Στρελίτζας Μπαθᾶς ἢ Θεοφάνης ὁ Κρῆς (16οςαἰ.).


Ἔτσι οἱ τρεῖς αὐτὲς περιοχὲς ἔγιναν πηγὲς τροφοδοσίας ὅλου τοῦ Ὀρθοδόξου κόσμου καὶ τῶν νεωτέρων, μὲ ἔργα ἀφθάστου μεγαλείου.
Συνεχίζεται…


Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

                                ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ  ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ

Συχνὰ  ἀναφερόμαστε στὴν πολιτιστική μας κληρονομιὰ  ἢ ἀκοῦμε καὶ διαβάζομε γι’ αυτήν. Κάποτε γνωρίζομε κάτι ἤ τίποτα, μᾶς συγκινεῖ ἤ μᾶς ἀφίνει ἀδιάφορους. Ἄλλοτε μᾶς συναρπάζει τὸ μεγαλεῖο ποὺ ἀνακαλύπτομε καὶ μᾶς ἀνεβάζει ψυχικὰ καὶ πνευματικά. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι εἴμαστε τυχεροὶ ποὺ ζοῦμε  σὲ μιὰ χώρα μὲ τέτοιον καὶ τόσο πλοῦτο κληρονομιᾶς σὲ κάθε κομμάτι πολιτισμοῦ. Βέβαια ὅπως κατὰ καιροὺς συμβαίνει, ἔτσι καὶ τώρα ζοῦμε σὲ χρόνους ἀμφισβήτησης ἀξιῶν πνευματικῶν καὶ ἠθικῶν, ὄχι διότι μᾶς λείπουν, ἀλλὰ διότι παραβλέψαμε ἀρκετά.

Ἕνας ἀκοίμητος πνευματικὸς ὁδηγὸς σὲ καλὲς ἀλλὰ καὶ δύσκολες ὧρες, ὑπῆρξε  γιὰ τὸν τόπο μας ἡ Ορθοδοξία. Κράτησε καὶ κρατᾷ ἑλληνισμὸ καὶ πίστη, παράδοση καὶ δημιουργία μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ προσφορά, ἐκτὸς τῶν πνευματικῶν, καὶ ὑλικῶν κάποτε ἀγαθῶν. Ὕψωσε τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἔδειξε  τὸ σημεῖο προορισμοῦ του ἀπὸ τὸν Πλάστη του :  κόσμημα, στολίδι τῆς γῆς καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του. 


Μοναδικὴ ζωγραφικὴ τεχνοτροπία στὸν κόσμο, ποὺ παριστᾷ θεῖες καὶ ἁγιασμένες μορφὲς τῆς Ὀρθοδόξου θρησκείας, αὐθεντικὸ καὶ ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς πολιτιστικῆς μας κληρονομιᾶς εἶναι καὶ ἡ βυζαντινὴ ἁγιογραφία. Κομμάτι δύσκολο γιὰ ὅποιον θὰ τὸ κοιτάξει μόνο ἐπιδερμικὰ καὶ ἀδιάφορα, ἀλλὰ γλυκύ, ὁλόλαμπρο, γι’αὐτὸν ποὺ θὰ θελήσῃ νά δῇ τὸν πλοῦτο, τὸ κάλλος, τὴν ἀξία του.
   
Ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους ἐγεννήθη αὐτὴ ἡ τέχνη, ποὺ σκοπὸ εἶχε νὰ βοηθήσῃ τὸν Χριστιανὸ στὴν ἐπικοινωνία του μὲ τὸ Θεῖο, παράλληλα μὲ τὸν προφορι-κὸ λόγο. Ἐσωτερική, πνευματικὴ ἀνάγκη ὑπαγόρευσε τὴ δημιουργία της, γι’αὐτό κι ὁ σκοπός της πνευματικός.  Ἀφορᾷ στὸν ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει στὸ ἀνώτερο , ποὺ ψάχνει γιὰ ἀνάταση καὶ ἀνάσταση,  καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ πιστὸς Χριστιανός.
 
Ἁγιογραφία [ < ἅγιος (ἐκ τοῦ ἅζω, ἅζομαι  = τιμῶ, σέβομαι), ποὺ  εἶναι ὁ ἄξιος τιμῆς,   + γράφω] ὀνομάζεται  ἡ τέχνη, εἰκόνα (ἐκ τοῦ εἴκω = ὁμοιάζω,  φαίνομαι) τὸ ἀποτέλεσμά της.  « Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες…» Τί εἶναι,  λοιπόν, ἡ εικόνα γιὰ τὸν πιστό; Εἶναι ἀντικείμενο ἐκδηλώσεως εὐσεβείας καὶ τιμῆς, θείας λατρείας καὶ προσευχῆς, εἴτε βρίσκεται στὴν Ἐκκλησία εἴτε στὸ σπίτι, ἢ ὀπουδήποτε ἀλλοῦ, ὄχι ἀπλὰ ἕνα ἔργο θρησκευτικῆς τέχνης, οὔτε διακοσμητικὸ μέσον. Προσκυνᾷ ὁ πιστὸς  μὲ εὐλάβεια, μὲ πίστη, ὄχι εἰδωλολατρικὰ τὰ ὑλικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι κατασκευασμένη, ἀλλὰ τιμητικὰ τὸ  ἅγιο εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Ἀπ’ αὐτὴ τὴν πίστη ξεκίνησε ἡ χάραξη τῆς μορφῆς τοῦ Ἁγίου. Ὁ πιστὸς ἤθελε νἄχῃ κοντά του τὸν Ἅγιό του φύλακα καὶ νὰ τοῦ μιλάῃ, νὰ τὸν παρακαλῇ, νὰ τὸν εὐχαριστῇ. Ἔτσι ξεκίνησε καὶ ὡρίμασε καὶ διαδόθηκε στοὺς πιστοὺς ἡ εἰκόνα.                                             
Ἡ ἀρχή της ἀνάγεται στὶς ρωμαϊκὲς κατακόμβες μὰ καὶ σὲ περιοχὲς τῆς ἐγγὺς καὶ μέσης Ἀνατολῆς, ὅπου συνεκεράσθη ἡ ἑλληνικὴ τέχνη, ἡ ὁποία ἔφθασε ὡς ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς ἐπιγόνους τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, μὲ τὴν ἀνατολική. Ὅμως σὰν τέχνη ἦταν ὑποτυπώδης καὶ ἀδιαμόρφωτος, μὲ παραστάσεις ἀλληγορικές,  κατανοητὲς μόνο σ‘ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν μυηθῇ  στὴ νέα θρησκεία,  καὶ  κάποιες  μορφὲς  Ἁγίων ἀορίστου τύπου.  Ὡς τὸν ἔκτο (6ο) αἰῶνα περίπου εἶναι  συμβολική, ἱστορικὴ τέχνη. Σταδιακὰ ἐξελίσσεται καὶ ἀποκρυσταλλώνεται σὲ τύπους μορφῶν καὶ συνθέσεων ποὺ ἀποτελοῦν τὸν εἰκονογραφικὸ κύκλο, ὁ ὁποῖος παραλλάσσει ἀπὸ ἐποχῆς εἰς ἐποχήν. Ἀπὸ τὸν δέκατο (10ο) αἰῶνα  ὁ κύκλος αὐτὸς καὶ οἱ τύποι θεμάτων γίνονται θετικώτεροι καὶ σταθερώτεροι. Βαθμηδὸν διαμορφώνεται σὲ κατ’ἐξοχὴν ἱερὰ τέχνη, τοῦτο γίνεται ἐμφανέστερο κυρίως ἀπὸ τὸν ἐνδέκατο (11ο) αἰῶνα.



Ἀναπτύχθηκε στὴ  Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, στὰ ἀπέραντα ὄριά της ἀπὸ τὰ Βαλκάνια ὡς τὶς ἐσχατιὲς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κι ἀπ’τὶς βορειοαφρικανικὲς ἀκτὲς ὡς τὸν Δούναβη. Πῆρε στοιχεῖα  ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ κυρίως πολιτισμό, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὴν ρωμαϊκὴ τέχνη, τὴν αιγυπτιακή, τὴν ἀνατολική, τὰ ὁποῖα προσάρμοσε στὴν ὅλο καὶ ἐξελισσόμενη τεχνική. Μὲ τὴ σειρά της, ἐπηρέασε τὴν τέχνη γειτονικῶν ἀλλὰ καὶ πιὸ ἀπομεμακρυσμένων λαῶν (Φράγκων, Λογγοβάρδων, Σλάβων, Βουλγάρων, Ἀράβων κ. ἄ.).



Συνεχίζεται...

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016


Αὐτὴ ἡ σελίδα γίνεται μὲ σκοπὸ τὴν προβολὴ τῶν Βυζαντινῶν Τεχνῶν, ἑνὸς τμήματος τέχνης στὸν καιρό μας παροπλισμένου, ἀγνώστου στὸ πλῆθος, παρ’ ὅτι πολιτιστικὴ κληρονομιά μας.

Θὰ ἀναφερθοῦμε σ’ ὅλες τὶς τέχνες ποὺ συνθέτουν αὐτὸ τὸ ἴσως παρεξηγημένο, λόγῳ ἀγνοίας τῆς ἱστορικῆς περιόδου κατὰ τὴν ὁποία ἄνθισε,  κομμάτι πολιτισμοῦ. Θ’ ἀναπτύξωμε πτυχὲς γνωστὲς ἀλλὰ καὶ ἄγνωστες, μὲ συμμετοχὴ καλλιτεχνῶν τοῦ εἴδους ἀπὸ κάθε χώρα.

Παρατηροῦμε ὅτι ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, ἡ ἑλληνικὴ τέχνη ἔχει περιέλθει σὲ μαρασμό. Ἀυτὸ συμβαίνει ἐπειδὴ ἡ τέχνη σταμάτησε ν’ ἀποτελεῖ  μέρος τῆς καθημερινότητάς μας καὶ θεωρήθηκε σὰν κάτι ἐξεζητημένο καὶ ἀχρείαστο, ποὺ ἀπασχολεῖ λίγους.  Ἐμεῖς, στὴν Ἀκαδημία Βυζαντινῶν Τεχνῶν «Ἁγιὰ Σοφιὰ», πιστεύοντας τὸ ἀντίθετο,  θέλομε καὶ προσπαθοῦμε  νὰ  τὴν κάνωμε καθημερινὸ βίωμα, θέλομε τὰ ἔργα της νὰ γίνουν οἰκεία σ’ ὅλους τους συνανθρώπους μας. Θέλομε οἱ Βυζαντινές τέχνες, εὐθαλεῖς ἀπόγονοι τῶν ἀρχαιοελληνικῶν τεχνῶν καὶ  «γῆ ἀγαθὴ» ἀπὸ τὴν ὁποία βλάστησαν πλῆθος κατοπινῶν ἀξιόλογων τεχνοτροπιῶν, νὰ βγοῦν στὸ ἄπλετο φῶς καὶ νὰ ἔρθουν κοντὰ στὸν κόσμο, ὄχι σὰν ξεπερασμένες ἢ  μουσειακὸ εἶδος, ἀλλὰ σὰν σπόρος ὑγιής,  δυνατός, καθαρός, ποὺ θὰ φυτρώση καὶ  θ’ ἀποδώση πληθώρα καρπῶν.

Ποιὲς εἶναι  ὅμως, αὐτὲς οἱ τέχνες ποὺ ἔχουν τόση δύναμη ἀλλὰ ὁ πολὺς κόσμος δὲν  γνωρίζει;

Ἡ Ἁγιογραφία       
Τὸ  ψηφιδωτό
Ἡ γλυπτική
Ἡ μουσική
Ἡ ποίηση
Ἡ ἀρχιτεκτονική
Ἡ διακοσμητική
Ἡ παλαιογραφία και
Ἡ μικροτεχνία.

Γι’ αὐτὲς τὶς τέχνες ποὺ προκαλοῦν τὸν παγκόσμιο θαυμασμό, σημειώνομε,  ἐνδεικτικά, κάποια σχόλια: «Εὐτυχῶς ποὺ ἔχετε τὸ Βυζάντιο…», ὁ Διευθυντὴς τοῦ Μητροπολιτικοῦ  Μουσείου Ν. Ὑόρκης , μὲ ἀφορμὴ ἔκθεση Βυζαντινῶν ἔργων ποὺ ἔγινε ἐκεῖ. Ὁ δὲ  Κάρολος Ντίλ : «Τὸ καταδικασμένο εἰς μοιραῖον  μαρασμὸν Βυζάντιο τῶν Παλαιολόγων ἀνακτᾶ  κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους συνείδηση τοῦ ἑλληνισμοῦ του, τοῦ ρόλου του, τοῦ μεγαλείου του,  καὶ πραγματοποιεῖ εἰς μίαν ὑστάτην προσπάθειαν , ἔργον ἀληθῶς δημιουργικόν, τοῦ ὁποίου τὴν ἀξία καὶ τὴν σημασία, τώρα μόλις ἀρχίζομε ν’ ἀντιλαμβανόμεθα».


Σήμερα, ποὺ ὅλος ὁ κόσμος μελετᾷ  καὶ θαυμάζει τὰ Βυζαντινὰ ἔργα, ἡ αἴγλη καὶ ἡ ἰσχὺς τῶν ὁποίων δὲν ἔσβησαν ποτέ, ἐμεῖς, φυσικοὶ κληρονόμοι αὐτῶν, ὀφείλομε σεβασμό, ἄριστη γνώση καὶ συνετὴ διαχείριση. Ἔτσι ἡ παράδοσή μας θὰ μείνη ἀνόθευτη καὶ ἀναλλοίωτη γιὰ  νὰ διδάσκη ἀπλά, γνήσια, καὶ θ’  ἀναδειχθῇ  ἡ ἰδιαιτέρως ὑψηλῆς ποιοτικῆς στάθμης ἑλληνικὴ καλλιτεχνικὴ φλέβα, ποὺ μὲ νέα δημιουργικὴ πνοὴ θὰ προσφέρῃ καινούργια καλλιτεχνικὰ ἀριστουργήματα.