«Χαῖρε, Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ…» Μιὰ ἑορτὴ μὲ ξεχωριστὴ χαρά, ἕνα
εἰκονογραφικὸ θέμα μὲ ἰδιαίτερη χάρη: ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου. Τὸ γεγονὸς
περιγράφεται στὸ κατὰ Λουκαν Εὐαγγέλιο (α΄, 26-38), πρὸ τοῦ 431 ἤδη ἔχει
καθιερωθεῖ ὁ ἑορτασμός του, καί, ἐξαιτὶας
τῆς ἁπλότητας καὶ τῆς μεγίστης θεολογικῆς ἀξίας του, ἐνέπνευσε καλλιτέχνες
πολλούς, ὄχι μόνο ἁγιογράφους, πρωτογενῶς καὶ δευτερογενῶς.
Εἰκονογραφικὴ ἀπόδοσή του ἀπαντᾶται στὶς κατακόμβες, ὅπου ὁ Ἀρχάγγελος
παρουσιάζεται ἄπτερος, ἑπομένως ἀποτελεῖ μία τῶν παλαιοτέρων παραστάσεων. Στὴ
βυζαντινὴ ἁγιογραφία, ἀργότερα, μονιμοποιεῖται ἡ σύνθεση καὶ οἱ κατὰ καιροὺς ἐρμηνεῖες
παρουσιάζουν μικρὲς ἀποκλίσεις, σ’ἀντίθεση μὲ τὴ δυτικὴ τέχνη, ὅπου, ἐνίοτε, ἐμφανίζονται
πλῆθος αὐθαιρεσιῶν, ἀκόμα κι ἀναχρονισμῶν. Ὁ βασικὸς τύπος τῆς συνθέσεως κατὰ τὴ
βυζαντινὴ τεχνοτροπία ἔχει ὡς ἐξῆς: ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, στὴν ἀριστερὰ πλευρά, μὲ ἀρχαιοελληνικὴ ἐνδυμασία (εἶναι φανερὸ καὶ
τὸ «σημεῖον», ταινία στὴ δεξιὰ χειρίδα), φέρει τὸν χαιρετισμὸ εὐλογῶν μὲ τὸ δεξὶ χέρι
καὶ στὸ ἀριστερὸ κρατεῖ ῥάβδο, δεῖγμα τῆς
θεϊκῆς ἐξουσίας του. Κάποτε αὐτὴ ἡ ῥάβδος ἔχει στὴν κορυφὴ ἀνθόσχημο κόσμημα, τὸ
ὁποῖο παρερμηνεύθηκε καὶ σὲ δυτικότροπες εἰκόνες ἐμφανίζεται (ἐσφαλμένως) ὁ Ἀρχάγγελος
μὲ κρίνο. Ἡ Παρθένος Μαρία, στὴ δεξιὰ πλευρὰ τῆς εἰκόνας, συνήθως καθισμένη καὶ
νήθουσα, δέχεται τὸ ἄγγελμα μὲ ἀνάλαφρη κίνηση ἐκπλήξεως ἢ δισταγμοῦ. Ἀπὸ τὸ ἄνω
μέρος τῆς εἰκόνας, φωτεινὴ ἀκτινα ποὺ φθάνει ὡς τὴν Παναγία συμβολίζει τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα ποὺ τὴν «ἐπισκιάζει πρὸς σύλληψιν». Ἡ ἀπεικόνισή Του, ἐντὸς τῆς ἀκτινος,
ὡς περιστερᾶς εἶναι ἐσφαλμένη, κατὰ τὸν
Εὐαγγελισμὸ δὲν συνέβη ὁρατὴ ἐμφάνισή Του. Στὸ βάθος τῆς εἰκόνας φαίνονται οἰκήματα,
συχνὰ μ’ἕνα ἐρυθρὸ ὕφασμα ἀπλωμένο ἀπ’ἄκρου εἰς ἄκρον στὸ ἀνώτερο μέρος τους,
δηλωτικὸ τοῦ ὅτι ἡ σκηνὴ διαδραματίζεται σὲ ἐσωτερικὸ χῶρο. Ἡ παράσταση
τιτλοφορεῖται «ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου», ἤ, σπανιότερα, «ὁ Χαιρετισμός»,
καθὼς εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ὁ Θεὸς στέλλει τὸ μήνυμα «χαῖρε» σὲ ἄνθρωπο (καὶ
μάλιστα σὲ γυνάικα, τὴν ὁποία ἀπαλλάσσει πλέον ἀπ’τὴ λύπη ποὺ βάραινε τὴν Εὔα
καὶ τὶς ἀπογόνους της), μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων. Στὸν Ναὸ ἀπαντᾶται
συχνὰ στὰ φύλλα τῆς Ὡραιας Πύλης ἢ στὸ Ἱερὸ, κάτω ἀπὸ τὴν Πλατυτέρα, χωρίς, πάντως,
τὴ δέσμευση κάποιου κανόνα ὡς πρὸς τὴν τοποθέτησή της σὲ ὁποιοδήποτε σημεῖο
του.
Εὐαγγελισμός, ἔργο Θεοφάνους τοῦ Κρητός (15ος αἰ.)
Αὐτὸ τὸ μοναδικὸ γεγονὸς ἐνέπνευσε
κ’ἕνα τῶν σπουδαιοτέρων ἔργων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνολογίας, τὸ κοντάκιο τοῦ Ἀκαθίστου
Ὕμνου, μὲ τοὺς 24 οἴκους ποὺ σχηματίζουν ἀλφαβητικὴ ἀκροστιχίδα. Τὸ «χαῖρε» ἐπαναλαμβάνεται
84 φορὲς καὶ οἱ πρῶτοι 4 οἶκοι
περιγράφουν μὲ ποιητικὸ τρόπο τὸν Εὐαγγελισμό. Δευτερογενῶς, λοιπόν, ὁ ἁγιογράφος
ἐμπνέεται πὰλι ἀπὸ τὴν ἴδια ἑορτή, εἰκονογραφωντας τώρα τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο. Ἔτσι,
ὄχι τόσο συχνὰ ὅσο ὁ Εὐαγγελισμός, ἀναπαριστῶνται οἱ 24 οἶκοι του, μὲ εἰκόνες
πρωτότυπες, ποὺ δημιουργήθηκαν βάσει τοῦ Ὕμνου (ὅπως, π. χ. γιὰ τοὺς οἴκους 15,
21, 22) καὶ δὲν ἐμφανίζονται μεμονωμένες, ἢ ὁρισμένες ποὺ προϋπάρχουν τοῦ Ἀκαθίστου
καὶ ἐμφανίζονται αὐτοτελῶς, ὑπὸ ἄλλον τίτλο, ὅπως ὁ «ἀσπασμὸς τῆς Θεοτόκου μετὰ
τῆς Ἐλισάβετ» ( 5ος οἶκος), ἡ «προσκύνησις τῶν Μάγων» (9ος οἶκος),
καὶ εἰκόνες τοῦ Δωδεκαόρτου ποὺ ἔχουν ἐνταχθεῖ στὴν ἐνότητα τῶν 24, ὅπου
τιτλοφοροῦνται μὲ τὴν ἐναρκτήριο φράση
τοῦ οἴκου πλέον, π. χ. ὁ Εὐαγγελισμὸς γιὰ τὸν 1ο οἶκο ἐπιγράφεται «Ἄγγελος
πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη», ἡ Ὑπαπαντὴ γιὰ τὸν 12ο ἐπιγράφεται
«Μέλλοντος Συμεῶνος τοῦ παρόντος αίῶνος» κ.ο.κ. Τὸν εἰκονογραφημένο Ἀκάθιστο θὰ
τὸν συναντήσωμε σὲ τοιχογραφίες Ναῶν, ὡς
ἀνεξάρτητες εἰκόνες ἀλληλοδιαδόχως, ἢ σὲ
φορητὲς εἰκόνες εἴτε πλαισιώνοντας περιμετρικῶς σὲ μικρογραφίες τὸ κεντρικὸ
θέμα, ποὺ συνήθως εἶναι Θεομητορικό, εἴτε καταλαμβάνοντας ἡ κάθε παράσταση τὸ
1/24 τῆς ἐπιφανείας. Τοιχογραφίες μ’αυτὸ τὸ θέμα ὑπάρχουν στὸν Ἅγ. Νικόλαο τὸν Ὀρφανὸ
Θεσσαλονίκης (ἀρχὲς 14ου αἰ.), μεταβυζαντινὲς στὴ Μονὴ Βαρλαὰμ
Μετεώρων, στὴ Μονὴ Ἁγ. Ἰωάννου στὸ Λιβάδι Καρυᾶς, στὴ Μονὴ Ἁγ. Ἰωάννου
Λαμπαδιστῆ, ἀλλὰ καὶ πιὸ σύγχρονες σ’ἄλλους
Ναούς. Ἄλλοτε εἰκονογραφοῦνται καὶ μεμονωμένοι στίχοι τῶν οἴκων, π. χ. ὁ «Χαῖρε,
κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός».
φορητὴ εἰκόνα τοῦ Ἀκαθίστου (μεταβυζαντινή)
Θεωρῶντας καὶ ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία τῆς ἁγιογραφίας τὴν ὁλόλαμπρη αὐτὴ ἑορτὴ
τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἔχομε ἕνα ἐξαιρετικὸ παράδειγμα τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο ἡ
πίστη ἐμπνέει τὴν τέχνη. Ἡ ἀκριβὴς ἐξιστόρηση καὶ ἡ ποιητικὴ ἀπόδοση, ἡ ἐπιστράτευση
λεπτῶν ἐκφραστικῶν μέσων, ἔδωσαν διέξοδο στὴ δημιουργικότητα τοῦ ἁγιογράφου, ποὺ
ὕμνησε μὲ τὴ δική του γλῶσσα, αὐτὴ τῶν σχεδίων καὶ τῶν χρωμάτων.
Εὐαγγελισμὸς ἀναγεννησιακῆς τεχνοτροπίας, ἔργο τοῦ Λεονάρντο ντὰ Βίντσι (15ος αἰ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου