Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα συνοπτικὴ ἱστορία ἁγιογραφίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα συνοπτικὴ ἱστορία ἁγιογραφίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ
μέρος Δ΄



Τρίτο κρίσιμο σημεῖο, οἱ χρόνοι μετὰ τὴν Ἅλωση. Τὸ «κεντρικὸν πῦρ», ἡ Κωνσταντινούπολη, σβήνει, ἀλλὰ μεταλαμπαδεύεται ἡ δημιουργικὴ φλόγα σὲ ἑστίες ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς κατακτημένης αὐτοκρατορίας. Στὰ ἐδάφη τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος, ἡ νοσταλγία γιὰ τὶς περασμένες δόξες τοῦ Βυζαντίου καὶ ἡ ἀπόῤῥιψη τῶν δυτικοευρωπαϊκῶν καλλιτεχνικῶν ῥευμάτων, ἐξαιτίας τῶν δογματικῶν διαφορῶν, ὁδηγοῦν τὴν εἰκονογραφία σὲ στασιμότητα. Δημιουργοῦνται ἔργα μεγαλειώδη, μὰ βασισμένα σὲ παλαιότερα πρότυπα καὶ παράλληλα με τὴ δράση ἐμπνευσμένων ἁγιογράφων ἐμφανίζονται εἰκόνες μὲ τεχνικὴ «ἀπεξηραμμένη», σὲ φθίνουσα πορεία. Στὴν Κρήτη, στὴν Κύπρο καὶ στὰ Ἑπτάνησα, ἀργότερα, ἡ αὔρα τῆς Ἀναγέννησης ποὺ φθάνει ἐκεῖ ἀνεμπόδιστα, σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς τουρκοκρατούμενες περιοχές, εὐνοεῖ τὴν καλλιτεχνικὴ παραγωγὴ μὰ μὲ ἔντονες δυτικὲς ἐπιδράσεις, ἄλλοτε περισσότερο κι ἄλλοτε λιγώτερο ἁρμονικὰ ἐνσωματωμένες στὴν βυζαντινὴ τεχνοτροπία. Πάντως, ἡ ἁγιογραφία ἐπιζεῖ καὶ, μέσῳ τῶν καλλιτεχνῶν ποὺ μετὰ τὴν ἅλωση καταφεύγουν σὲ ἄλλες χῶρες, ταξιδεύει στη Ῥωσία, στὴν Ἰταλία, στὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες καὶ ἀλλοῦ. Ἐξακολουθεῖ τὴν πορεία της, ἐπηρεάζει κ’ ἐπηρεάζεται, περιμένοντας τὴν ἀπελευθέρωση τῶν γαιῶν ἀπὸ τὶς ὁποῖες βλάστησε καὶ τὴ δική της ἄνοιξη (19ος -20ος αἰ.).






Γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα ἡ ἁγιογραφία μένει στὴ σκιά, παραγκωνίζεται ὡς μὴ ἔχουσα πέραν τοῦ Θείου νὰ ἐπιδείξῃ ὑψηλὴ τεχνική. Τεχνοτροπίες ἦλθαν, παρῆλθαν, χάθηκαν μαζὶ μὲ τὸν δημιουργὸ τους, ἡ ἁγιογραφία ἔλαμπε καὶ μέσα στὴ σκιά της, ἔως ὅτου καὶ οἱ δῆθεν μὴ βλέποντες ἀναγκάστηκαν νὰ παραδεχθοῦν τὴν θαυμαστὴ τεχνικὴ τῶν ἔργων της.



Ἡ ἐκκλησία μας ἀγκάλιασε τὴν ἁγιογραφία κ’ ἔδωσε ἀνέκαθεν μεγάλη σημασία στὴν τέχνη αὐτή, τὴν ὁποία θεωρεῖ ἔργο ἱερό, τοὺς δὲ  ἀσχολουμένους μ’ αὐτὴ τοὺς ἀποκαλεῖ διακόνους της καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἱσοτίμους τῶν Εὐαγγελιστῶν. Ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης  γράφει γιὰ κάποια εἰκόνα τῆς θυσίας τοῦ Ἀβραάμ: «εἶδον πολλάκις ἐπὶ γραφῆς εἰκόνα τοῦ πάθους καὶ οὔκ ἀδακρυτὶ τὴν θέαν παρῆλθον, ἐναργῶς ( = σαφῶς, εὐκρινῶς ) τῆς τέχνης ὑπ’ὄψιν ἀγούσης τὴν ἱστορίαν» . Ἐπίσης ἀναφέρει : «ζωγραφία σιωπῶσα ἐν τοίχῳ, λαλεῖ πλείονα καὶ ὠφελιμώτερα» . Κατὰ τὴν παράδοση, πρῶτος Ἁγιογράφος ὑπῆρξε ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ὁ ὁποῖος ἐζωγράφισε τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο, κατ’ ἄλλους καὶ τὸν Ἰησοῦ.



Συνεχίζεται...

Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ
μέρος Γ΄



Σὰν τέχνη ζωντανὴ καὶ μὲ πληθωρικὴ παρουσία, ἡ γιογραφία διῆλθε περιόδους παρακμῆς καὶ κρίσεων, οἱ ὁποῖες συνέπιπταν μὲ τις πολιτικὲς καὶ κοινωνικές. Πρώτη ἐξ αυτῶν, ἡ εἰκονομαχία. Μὲ αἰτίες ποικίλες, ὄχι μόνο θρησκευτικές (σύγκρουση ἀνθρωποκεντρικῶν αἰσθητικῶν ἀντιλήψεων μὲ ἰουδαϊκῆς, μουσουλμανικῆς καὶ μονοφυσιτικῆς καταβολῆς ἀνεικονικῶν, προσπάθεια ὑποταγῆς τῆς θρησκευτικῆς ἐξουσίας στὴν κοσμική, δυσάρεστο κλῖμα λόγῳ ἀπωλείας ἐδαφῶν τῆς αὐτοκρατορίας), ἀνέκοψε γιὰ τουλάχιστον ἕναν αἰῶνα τὴν πρόοδο τῆς γιογραφίας. Μὲ ἀφορμὴ τὶς ὑπερβολές, ὡς τὰ ὅρια δεισιδαιμονιῶν, μερίδας κόσμου στὶς λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις πρὸς τὶς εἰκόνες καὶ ἄλλα ἱερὰ ἀντικείμενα, οἱ ὁποῖες γεννοῦν, ἐκ μέρους τῶν Ἀράβων, τὴν κατηγορία περὶ εἰδωλολατρείας τῶν Χριστιανῶν, ἐκδίδονται ἀπαγορευτικὰ διατάγματα, γιὰ τὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων. Ἀργότερα διατάσσεται ἡ πλήρης ἀπομάκρυνσή τους ἀπὸ τοὺς ναοὺς κ’ ἔτσι ἔρχεται ἐπισήμως ἡ διαίρεση τοῦ κόσμου ὑπὲρ καὶ κατὰ τῶν εἰκόνων. Τότε ἔχομε καταστροφὲς εἰκόνων ἀνεξαρτήτως θέματος καὶ τέχνης, βανδαλισμούς, διάλυση τῶν μοναστηριῶν καὶ βασανισμοὺς μοναχῶν. Οἱ τεχνῖτες ἀναδιπλώνονται. Κάτω ἀπ’ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ἦταν φυσικὸ ἡ βυζαντινή τέχνη, τουλάχιστον φαινομενικῶς, νὰ ἐξαφανιστῇ. Ἀλλὰ κρυφά, νὰ ἐτοιμάζεται ἡ νέα ἱστορική ἐξόρμησή της περισσότερο πλουτισμένη κ’ ἐμπνευσμένη. Ἔτσι, ὅταν κατὰ τὰ μέσα τοῦ Θ’ αιῶνα ἡ εἰκονομαχία τελειώνει, εἶναι ἔτοιμο τὸ ἑπόμενο ρεῦμα τῆς τέχνης.

            ἀντιπροσωπευτικὸ δεῖγμα εἰκονομαχικοῦ διακόσμου, Καππαδοκία

Δεύτερη περίοδος διακοπῆς τῆς ὁμαλῆς ἐξέλιξης τῆς τέχνης, τὰ ἔτη λατινοκρατίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1204 -1261). Ἀνυπολόγιστες καταστροφὲς ἔργων τέχνης καὶ λαφυραγωγίες πτώχυναν τὴν Πρωτεύουσα καὶ γενικῶς τὸν πολιτισμό. Παρὰ ταῦτα, ἡ ἁγιογραφία, χωρὶς τὴν καλλιτεχνικὴ ἐπίβλεψη τῆς Πόλης, ἀνθεῖ καὶ ἀπελευθερώνεται περισσότερο, στὰ κατεχόμενα κ’ ἐλεύθερα ἐδάφη τῆς αὐτοκρατορίας, μὰ ἐξαπλώνεται καὶ σὲ γειτονικὲς ὀρθόδοξες περιοχές, ὅπως στὴ Σερβία, ὥστε προλειαίνεται τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν κατοπινὴ Παλαιολόγεια ἀναγέννηση.



 
τὰ ἄλογα ἀπ'τὸ τέθριππο τοῦ Λυσίππου ἐκλάπησαν τὸ 1204 ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔκτοτε κοσμοῦν τὴν πρόσοψη τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγ. Μάρκου τῆς Βενετίας                      
συνεχίζεται

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

                                ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ  ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ

Συχνὰ  ἀναφερόμαστε στὴν πολιτιστική μας κληρονομιὰ  ἢ ἀκοῦμε καὶ διαβάζομε γι’ αυτήν. Κάποτε γνωρίζομε κάτι ἤ τίποτα, μᾶς συγκινεῖ ἤ μᾶς ἀφίνει ἀδιάφορους. Ἄλλοτε μᾶς συναρπάζει τὸ μεγαλεῖο ποὺ ἀνακαλύπτομε καὶ μᾶς ἀνεβάζει ψυχικὰ καὶ πνευματικά. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι εἴμαστε τυχεροὶ ποὺ ζοῦμε  σὲ μιὰ χώρα μὲ τέτοιον καὶ τόσο πλοῦτο κληρονομιᾶς σὲ κάθε κομμάτι πολιτισμοῦ. Βέβαια ὅπως κατὰ καιροὺς συμβαίνει, ἔτσι καὶ τώρα ζοῦμε σὲ χρόνους ἀμφισβήτησης ἀξιῶν πνευματικῶν καὶ ἠθικῶν, ὄχι διότι μᾶς λείπουν, ἀλλὰ διότι παραβλέψαμε ἀρκετά.

Ἕνας ἀκοίμητος πνευματικὸς ὁδηγὸς σὲ καλὲς ἀλλὰ καὶ δύσκολες ὧρες, ὑπῆρξε  γιὰ τὸν τόπο μας ἡ Ορθοδοξία. Κράτησε καὶ κρατᾷ ἑλληνισμὸ καὶ πίστη, παράδοση καὶ δημιουργία μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ προσφορά, ἐκτὸς τῶν πνευματικῶν, καὶ ὑλικῶν κάποτε ἀγαθῶν. Ὕψωσε τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἔδειξε  τὸ σημεῖο προορισμοῦ του ἀπὸ τὸν Πλάστη του :  κόσμημα, στολίδι τῆς γῆς καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του. 


Μοναδικὴ ζωγραφικὴ τεχνοτροπία στὸν κόσμο, ποὺ παριστᾷ θεῖες καὶ ἁγιασμένες μορφὲς τῆς Ὀρθοδόξου θρησκείας, αὐθεντικὸ καὶ ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς πολιτιστικῆς μας κληρονομιᾶς εἶναι καὶ ἡ βυζαντινὴ ἁγιογραφία. Κομμάτι δύσκολο γιὰ ὅποιον θὰ τὸ κοιτάξει μόνο ἐπιδερμικὰ καὶ ἀδιάφορα, ἀλλὰ γλυκύ, ὁλόλαμπρο, γι’αὐτὸν ποὺ θὰ θελήσῃ νά δῇ τὸν πλοῦτο, τὸ κάλλος, τὴν ἀξία του.
   
Ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους ἐγεννήθη αὐτὴ ἡ τέχνη, ποὺ σκοπὸ εἶχε νὰ βοηθήσῃ τὸν Χριστιανὸ στὴν ἐπικοινωνία του μὲ τὸ Θεῖο, παράλληλα μὲ τὸν προφορι-κὸ λόγο. Ἐσωτερική, πνευματικὴ ἀνάγκη ὑπαγόρευσε τὴ δημιουργία της, γι’αὐτό κι ὁ σκοπός της πνευματικός.  Ἀφορᾷ στὸν ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει στὸ ἀνώτερο , ποὺ ψάχνει γιὰ ἀνάταση καὶ ἀνάσταση,  καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ πιστὸς Χριστιανός.
 
Ἁγιογραφία [ < ἅγιος (ἐκ τοῦ ἅζω, ἅζομαι  = τιμῶ, σέβομαι), ποὺ  εἶναι ὁ ἄξιος τιμῆς,   + γράφω] ὀνομάζεται  ἡ τέχνη, εἰκόνα (ἐκ τοῦ εἴκω = ὁμοιάζω,  φαίνομαι) τὸ ἀποτέλεσμά της.  « Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες…» Τί εἶναι,  λοιπόν, ἡ εικόνα γιὰ τὸν πιστό; Εἶναι ἀντικείμενο ἐκδηλώσεως εὐσεβείας καὶ τιμῆς, θείας λατρείας καὶ προσευχῆς, εἴτε βρίσκεται στὴν Ἐκκλησία εἴτε στὸ σπίτι, ἢ ὀπουδήποτε ἀλλοῦ, ὄχι ἀπλὰ ἕνα ἔργο θρησκευτικῆς τέχνης, οὔτε διακοσμητικὸ μέσον. Προσκυνᾷ ὁ πιστὸς  μὲ εὐλάβεια, μὲ πίστη, ὄχι εἰδωλολατρικὰ τὰ ὑλικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι κατασκευασμένη, ἀλλὰ τιμητικὰ τὸ  ἅγιο εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Ἀπ’ αὐτὴ τὴν πίστη ξεκίνησε ἡ χάραξη τῆς μορφῆς τοῦ Ἁγίου. Ὁ πιστὸς ἤθελε νἄχῃ κοντά του τὸν Ἅγιό του φύλακα καὶ νὰ τοῦ μιλάῃ, νὰ τὸν παρακαλῇ, νὰ τὸν εὐχαριστῇ. Ἔτσι ξεκίνησε καὶ ὡρίμασε καὶ διαδόθηκε στοὺς πιστοὺς ἡ εἰκόνα.                                             
Ἡ ἀρχή της ἀνάγεται στὶς ρωμαϊκὲς κατακόμβες μὰ καὶ σὲ περιοχὲς τῆς ἐγγὺς καὶ μέσης Ἀνατολῆς, ὅπου συνεκεράσθη ἡ ἑλληνικὴ τέχνη, ἡ ὁποία ἔφθασε ὡς ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς ἐπιγόνους τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, μὲ τὴν ἀνατολική. Ὅμως σὰν τέχνη ἦταν ὑποτυπώδης καὶ ἀδιαμόρφωτος, μὲ παραστάσεις ἀλληγορικές,  κατανοητὲς μόνο σ‘ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν μυηθῇ  στὴ νέα θρησκεία,  καὶ  κάποιες  μορφὲς  Ἁγίων ἀορίστου τύπου.  Ὡς τὸν ἔκτο (6ο) αἰῶνα περίπου εἶναι  συμβολική, ἱστορικὴ τέχνη. Σταδιακὰ ἐξελίσσεται καὶ ἀποκρυσταλλώνεται σὲ τύπους μορφῶν καὶ συνθέσεων ποὺ ἀποτελοῦν τὸν εἰκονογραφικὸ κύκλο, ὁ ὁποῖος παραλλάσσει ἀπὸ ἐποχῆς εἰς ἐποχήν. Ἀπὸ τὸν δέκατο (10ο) αἰῶνα  ὁ κύκλος αὐτὸς καὶ οἱ τύποι θεμάτων γίνονται θετικώτεροι καὶ σταθερώτεροι. Βαθμηδὸν διαμορφώνεται σὲ κατ’ἐξοχὴν ἱερὰ τέχνη, τοῦτο γίνεται ἐμφανέστερο κυρίως ἀπὸ τὸν ἐνδέκατο (11ο) αἰῶνα.



Ἀναπτύχθηκε στὴ  Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, στὰ ἀπέραντα ὄριά της ἀπὸ τὰ Βαλκάνια ὡς τὶς ἐσχατιὲς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κι ἀπ’τὶς βορειοαφρικανικὲς ἀκτὲς ὡς τὸν Δούναβη. Πῆρε στοιχεῖα  ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ κυρίως πολιτισμό, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὴν ρωμαϊκὴ τέχνη, τὴν αιγυπτιακή, τὴν ἀνατολική, τὰ ὁποῖα προσάρμοσε στὴν ὅλο καὶ ἐξελισσόμενη τεχνική. Μὲ τὴ σειρά της, ἐπηρέασε τὴν τέχνη γειτονικῶν ἀλλὰ καὶ πιὸ ἀπομεμακρυσμένων λαῶν (Φράγκων, Λογγοβάρδων, Σλάβων, Βουλγάρων, Ἀράβων κ. ἄ.).



Συνεχίζεται...