Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016


                                ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ - ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΤΑ

Καθὼς ἔρχεται καὶ ἡ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, θέλω νὰ τονίσω καὶ νὰ παρακαλέσω θερμὰ ὅλους, ἀλλὰ κυρίως τοὺς Ὀρθόδοξους, νὰ ξεχωρίσωμε τὸν Ἅγιο Βασίλειο τὸν ἱεράρχη, ἀπὸ τὸν παχουλὸ καλοκάγαθο ἄνδρα ποὺ μεταφέρει στὴ σακκούλα του δῶρα γιὰ παιδιὰ καὶ ἴσως καὶ γιὰ μεγάλους τὴν πρωτοχρονιά. Καμιὰ ἀπολύτως σχέση μεταξύ τους.

Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἱεράρχης καὶ μετέπειτα Ἅγιος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐγεννήθη στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Γονεῖς του οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ Βασίλειος καὶ Ἐμμέλεια. Αδέλφια εἶχε ἑπτά, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἡ Ὁσία Μακρίνα, ὁ κατὰ πέντε χρόνια μικρότερός του Γρηγόριος ὁ μετέπειτα ἐπίσκοπος Νύσσης καὶ ὁ Πέτρος, ἀργότερα ἐπίσκοπος Σεβαστείας. Ὁ Βασίλειος σπούδασε στὴν Ἀθήνα καὶ ἔλαβε τὴν ἑλληνικὴ παιδεία. Μεγάλη προσφορά του θεωρεῖται ἡ ἕνωση τῶν ὑγιεστέρων στοιχείων τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος μὲ τὸν Χριστιανισμό.

Τὸ νόμισμα ποὺ βάζομε στὴν πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιττα εἶναι εἰς ἀνάμνησιν γεγονότος τοῦ 368 μ.Χ. Τότε, ἐπὶ ἱερατείας τοῦ Βασιλείου, ἔπεσε στὴν ἐπαρχία τῆς Καισαρείας λιμός. Ὁ Ἅγιος συγκέντρωσε τρόφιμα, τιμαλφῆ, καὶ βοήθησε ὅπου ὑπῆρχε ἀνάγκη. Ὅταν ξεπεράστηκε ὁ λιμός, χάρις καὶ στὶς προσευχές του, περίσσεψαν κάποια χρυσαφικά. Τότε ζήτησε νὰ ζυμώσουν μικροὺς ἄρτους καὶ νὰ βάλουν μέσα στὸν καθένα ἀπὸ ἕνα χρυσαφικό, κατόπιν μοίρασε τοὺς ἄρτους στὸν κόσμο (παρόμιες διηγήσεις γιὰ τὸ γεγονὸς ὑπάρχουν, ποὺ καθόλου δὲν ἀλλοιώνουν τὸ νόημα τῆς κίνησης τοῦ Ἁγίου μας).



Ὁ καλοκάγαθος παχουλὸς ἀσπρομάλλης, κατοικοῦσε σὲ βόρεια χώρα, ἴσως στὴ Λαπωνία, σὲ περιοχὲς ποὺ τὶς σκεπάζει συχνὰ τὸ χιόνι. Οἱ κάτοικοι τῶν περιχώρων πήγαιναν στὴν πόλη νὰ προμηθευτοῦν ἀγαθὰ πρὶν ἀποκλειστοῦν. Μιὰ χρονιὰ ἦρθαν τὰ χιόνια πιὸ νωρίς καὶ κάποια χωριά ἀποκλείστηκαν . Ἕνας τολμηρὸς καὶ φιλάνθρωπος ἄνδρας φόρτωσε τὸ ἔλκηθρό του, ποὺ τὸ ἔσερναν τάρανδοι, μὲ διάφορα ἀγαθὰ καί, ἀψηφῶντας τὸ τσουχτερὸ κρύο καὶ τὶς ἀνεμοθύελλες ποὺ πιθανὸν νὰ συναντοῦσε καθ΄ ὁδόν, ξεκίνησε, μὲ τὶς εὐχὲς τῶν συμπατριωτῶν του, γιὰ τὰ ἀποκλεισμένα χωριά, οἱ κάτοικοι τῶν ὁποίων εἶχαν περιέλθει σὲ ἀπόγνωση ἀπὸ τὴν ἀπρόσμενη ἀπομόνωση. Ὅταν ἐκεῖνοι εἶδαν τὸν ἄνθρωπο νὰ φτάνῃ μὲ τὸ φορτίο τῶν ἀγαθῶν, ἔχοντας θέσει σὲ κίνδυνο τὴ ζωή του, τὸν ὑποδέχτηκαν κατασυγκινημένοι. Ἐπειδὴ πλησίαζε ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου, εἶπαν ὅτι τοὺς πῆγε ΣΑΝ Ἅγιος Βασίλειος. ΣΑΝ νὰ τοὺς τὸν ἔστελνε, δηλαδή, ὁ Ἅγιος.

ΣΑΝ Ἅγιος, λοιπόν, καὶ ὄχι ὁ Ἅγιος Βασίλειος. Ἐμεῖς μὲ τὸν καιρὸ ἀφαιρέσαμε τὸ «σάν» καὶ θέσαμε ἀντὶ τοῦ Ἁγίου, αὐτὸν τὸν ὄντως φιλάνθρωπο καὶ καλοκάγαθο ἄνθρωπο. Ὅμως μὴν ταυτίζωμε τὸν ἕνα μὲ τὸν ἄλλο. Ἁς ἑορτάσωμε τὸν Ἅγιο γνωρίζοντας τὴν προσφορά του καὶ τὴ ζωή του, χωρὶς νὰ νοθεύωμε τὴν προσωπικότητά του.

Εὐλογημένη καὶ καρποφόρα χρονιά!

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016


                        ΓΕΝΝΗΣΙΣ  ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


Δεκέμβριος, μῆνας προσμονῆς, ἀνάτασης καὶ προσέγγισης τοῦ θαύματος τῆς Γέννησης τοῦ Θεανθρώπου, γιὰ τοὺς Χριστιανούς. Στὸ κείμενο αὐτὸ θὰ γίνῃ ἑρμηνεία συμβόλων καὶ στοιχείων ποὺ συναντᾶμε στὴν εἰκόνα τῆς Γέννησης κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη βυζαντινὴ παράδοση.

Ἡ εἰκονογραφία τῆς Γέννησης, ἀπὸ τὴν πρωτοχριστιανικὴ ἐποχή, ὁπότε ἀρχικὰ ἐμφανίζεται, ἔως καὶ τὴν μεσοβυζαντινὴ περίοδο, κατὰ τὴν ὁποία ὁλοκληρώνεται ὡς σύνθεση, εἶχε πολλὲς ἐκφάνσεις. Ἐπίσης πλαισιώθηκε ἀπὸ ἕναν εἰκονογραφικὸ κύκλο γεγονότων σχετικῶν, ποὺ προηγοῦνται καὶ ἕπονται αυτῆς (ὄνειρο Ἰωσήφ, ὡς φυγὴ στὴν Αἴγυπτο). Ἕνας τέτοιος κύκλος διασώθηκε στὴ Μονὴ τῆς Χώρας στὴν Κωνσταντινούπολη (Καριὲ τζαμί) , τῶν ἀρχῶν 14ου αἰῶνα, καὶ στὴ Μονὴ Δαφνίου. Ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων, ἀπ΄ τὶς ἀρχαιότερες παραστάσεις, ἀπαντᾶται σὲ ψηφιδωτὰ τῆς Ραβέννας τοῦ 6ου αἰ. κ.ἀ..

Ἡ Γέννηση, ἡ «Μητρόπολις πασῶν τῶν ἐορτῶν » κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, σύμφωνα μὲ τὸν μεγάλο Κόντογλου ἱστορεῖται μὲ τὰ παρακάτω στοιχεῖα:

Στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας «βουνὸν βραχῶδες ἀλλ΄εὔχαρι καὶ φωτεινόχρωμο», μ᾿ ἕνα σκοτεινό σπήλαιο καὶ μέσα σ΄ αὐτὸ τὴ φάτνη μὲ τὸν νεογέννητο Χριστὸ σπαργανωμένο. Δίπλα τὴν «Θεοτόκο μισοξαπλωμένη πάνω σὲ στρωσίδι μὲ τὸ κεφάλι της ἀκουμπισμένο στὸ δεξὶ χέρι» ἢ σὲ μεταγενάστερες παραστάσεις νὰ γονατίζῃ. Πίσω απὸ τὴ φάτνη καὶ πάνω ἀπὸ τὸ Βρέφος, προβάλλουν τὰ κεφάλια τους ἕνα βόδι καὶ ἕνα ἄλογο ἤ ὀνάριο.Ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κάτω δεξιὸ μέρος τῆς εἰκόνας, κάθεται συλλογισμένος ὁ Ἰωσήφ ἔχοντας μπροστά του ὄρθιο ἄτομο μὲ ὄχι εὔχαρι ὄψη καὶ ἔνδυση. Λέγεται ὅτι ὁ ἄνδρας εἰρωνεύτηκε τὸν Ἰωσήφ, λέγοντάς του, πῶς ἐνῶ παρθένο παρέλαβε τώρα γεννᾶ. «Ἐγώ, μελετήσας τὰς γραφάς, πέπεισμαι ὅτι Υἱὸν Θεοῦ γεννήσει ἀνερμηνεύτως» , ἀπάντησε ὁ Ἰωσὴφ στὸν εἴρωνα, στερῶντας ἔτσι κάθε ἀμφισβήτηση. Στὸ ἄλλο ἄκρο τῆς εἰκόνας, ἡ σκηνὴ τοῦ λουτροῦ, ἡ ὁποία δὲν καταγράφεται στὴν Καινὴ Διαθήκη. Εἶναι παρμένη ἀπὸ τὸ πρωτοευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου: ὁ Ἰωσὴφ κάλεσε τὴ μαῖα καὶ τὴ βοηθό της Σαλώμη, γιὰ νὰ συνδράμουν τὴν Παναγία στὸν τοκετό της. Τῆς Σαλώμης τὰ χέρια παρέλυσαν, ἐπειδὴ ἀρνιόταν ὅτι ἡ Μαρία παρέμεινε Παρθένος μετὰ τὴ γέννα κ΄ ἔγινε καλὰ ὅταν ἄγγιξε τὰ σπάργανα τοῦ Βρέφους. Στὴν εἰκόνα, ἡ ἡλικιωμένη κρατᾶ στὴν ἀγκαλιά της τὸ Χριστὸ καὶ δοκιμάζει τὸ νερὸ ποὺ χύνει τὸ νέο κορίτσι στὴ λεκάνη. Στὸ ἄνω μέρος, μιὰ άκτῖνα φωτὸς, μὲ τὸν ἀστέρα στὸ μέσον της, ἀπ΄ τὸν οὐρανὸ καταλήγει στὸ Βρέφος καὶ ἐκατέρωθεν αὐτῆς οἱ Ἄγγελοι, ντυμένοι μέ ἱμάτιο καὶ χιτῶνα, εἶναι οἱ οὐράνιοι ἀγγελιαφόροι ποὺ δοξολογοῦν γιὰ τὸ μέγα γεγονός. Στὸ τοπίο γύρῳ ἀπὸ τὸ σπήλαιο, ποιμένες μεμονωμένοι, συχνὰ ἔνας τους παίζει φλογέρα, σὲ μικρὲς ὁμάδες ἢ κοντὰ στὰ ζῳάκια τους, δέχονται ἔκπληκτοι τὸ μήνυμα τῆς Θείας Γέννησης ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Σὲ μικρὸ μέγεθος, στὸ βάθος τῆς εἰκόνας, φαίνονται ἔφιπποι οἱ ἐρχόμενοι Μάγοι, σπάνια θὰ δοῦμε νὰ προπορεύεται, ὁδηγῶντας τους, κ΄ ἕνας ἔφιππος Ἄγγελος.




Τί ἐκπροσωπεῖ τὸ κάθε στοιχεῖο ποὺ περιλαμβάνεται στὴ σύνθεση, ἤ τί σημαίνει:

Οἱ ποιμένες ἐκπροσωποῦν τὴ μεγάλη κοινωνικὴ μερίδα, τὸ λαὸ ποὺ ἀναμένει τὸ Μεσσία του. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἀνταποκρίνονται μὲ χαρὰ στὸ μήνυμα τοῦ ἐρχομοῦ Του καὶ προστρέχουν στὸν τόπο τοῦ μυστηρίου, ὅπου ἀντικρύζουν περιδεεῖς καὶ ἀμήχανοι τὸ θαῦμα.

Οἱ Μάγοι, σοφοὶ ἐρευνητὲς τῆς ἐποχῆς (καμία σχέση μὲ τὴ μαγεία ὅπως τὴν ἐννοοῦμε σήμερα), ἀντιπροσωπεύουν τὴ γνώση καὶ τὴν ἐπιστήμη. Εἶναι οἱ ἀναζητητὲς τῆς ἀλήθειας διὰ μέσου τῆς σοφίας τῶν αἰώνων. Καὶ βρίσκουν τὴν ἀλήθεια αὐτὴ στὴν ἁπλότητα ἑνὸς Νηπίου. (Λίγες πληροφορίες εἰδικώτερες γιὰ τοὺς Μάγους: ὁ τόπος καταγωγῆς, ὁ ἀριθμὸς καὶ τὰ ὀνόματά τους ἔγιναν ἀντικείμενο μελέτης καὶ εἰκασιῶν, μὰ σύμφωνα μὲ τὶς ἀπόψεις ποὺ ἐπεκράτησαν, κατάγονταν ἐκ Περσίας καὶ λέγονταν: (Γ)κασπάρ, Βαλτάσαρ, Μελχιώρ. Τὰ δῶρα τους πρὸς τὸν μικρὸ Χριστὸ ἦταν χρυσός, γιὰ νὰ Τὸν τιμήσουν ὡς Βασιλέα, λίβανος, προσφορὰ λατρείας γιὰ τὴ θεότητά Του, καὶ σμύρνα γιὰ τὸ μελλοντικὸ Πάθος καὶ τὸν ἐνταφιασμό Του. Ἡ προσκύνηση δὲν ἔγινε στὴ φάτνη, ὅταν γεννήθηκε, ἀλλὰ ἀργότερα, στὴν οἰκία ὅπου ἔμενε ἡ Ἁγία οἰκογένεια.)

Ἔτσι, μὲ τοὺς ποιμένες καὶ τοὺς Μάγους, ἀποδεικνύεται πὼς ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀγάπη ἀποκαλύπτονται χωρὶς διακρίσεις, σὲ ὅποιον ἔχει καθαρότητα καὶ καλὴ προαίρεση νὰ τὶς βρῇ. Ἴσως πιὸ ἄμεσα στοὺς ἁπλοὺς καὶ ταπεινούς, ἴσως οἱ ἐρευνητὲς νὰ ἔχουν μεγαλύτερο δρόμο νὰ διανύσουν, πάντως ὅλοι φθάνουν τελικὰ ἐκεῖ ποὺ ποθοῦν.

Τὸ σκοτάδι τοῦ σπηλαίου συμβολίζει τὴ ζοφερὴ πνευματικὴ κατάσταση τῶν ἀνθρώπων, πρὶν τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ.

Τὰ σπάργανα τοῦ Βρέφους μοιάζουν μὲ σάβανο καὶ τὸ μέρος, ὅπου εἶναι τοποθετημένο, μὲ λάρνακα, προτυπώνοντας τὴν τριήμερο ταφή Του.

Ἡ παράσταση τοῦ λουτροῦ κατάγεται ἀπὸ τὴ σκηνὴ τοῦ λουτροῦ τοῦ Διονύσου, ὅπως εἰκονίζεται σὲ ἀρχαῖες ἑλληνικὲς σαρκοφάγους, καὶ προαναγγέλει τὴ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς Χριστιανικῆς τέχνης βρίσκουμε εἰκόνες τῆς Γέννησης μὲ τὴ σκηνὴ τοῦ λουτροῦ, ὅπως στὸ Σταυρὸ μὲ σμάλτο στὴ Σάντα Σανκτόρουμ τοῦ Λατερανοῦ (Ρώμη). Τὴ συναντᾶμε ὅμως καὶ κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο σὲ πλῆθος φορητῶν εἰκόνων, χειρογράφων, τοιχογραφιῶν τῆς Καππαδοκίας, τῆς Καστοριᾶς, τοῦ Σινᾶ κ.α.

Ὁ ἀστέρας ποὺ ὡδήγησε τοὺς Μάγους στὸ νήπιο Ἰησοῦ, ἦταν, ὅπως ἐξηγοῦν Ἅγιοι, Ἄγγελος ποὺ τοὺς ἔδειχνε τὸν δρόμο. Ἡ παράσταση Ἀγγέλου ἐφίππου εἶναι ἐντυπωσιακὴ μὰ καὶ ἀφελῆς, ἀφοῦ οἱ δυνάμεις του ὑπερτεροῦν καὶ δὲ χρειάζεται τὴ βοήθεια ἑνὸς ἀλόγου, ὅπως οἱ ἄνθρωποι.

Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας εἶναι ἡ ἀναπαράσταση μέσα στὴν ἴδια σύνθεση, ἱστορικῶν ἐπεισοδίων ποὺ ἔγιναν σὲ διαφορετικὸ χρόνο μεταξύ τους . Αὐτὸ πρακτικὰ γίνεται γιὰ νὰ δηλωθεῖ ἡ σχέση καὶ συνάφεια τῶν γεγονότων, ἀνεξάρτητα ἀπ΄ τὸ πότε συνέβησαν, καὶ ἡ θεολογικὴ ἑρμηνεία εἶναι ὅτι ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος ὑπερβαίνονται καὶ τὰ πάντα συγκεφαλαιώνονται καὶ γίνονται Σῶμα Χριστοῦ.