Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

                                ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ  ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ

Συχνὰ  ἀναφερόμαστε στὴν πολιτιστική μας κληρονομιὰ  ἢ ἀκοῦμε καὶ διαβάζομε γι’ αυτήν. Κάποτε γνωρίζομε κάτι ἤ τίποτα, μᾶς συγκινεῖ ἤ μᾶς ἀφίνει ἀδιάφορους. Ἄλλοτε μᾶς συναρπάζει τὸ μεγαλεῖο ποὺ ἀνακαλύπτομε καὶ μᾶς ἀνεβάζει ψυχικὰ καὶ πνευματικά. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι εἴμαστε τυχεροὶ ποὺ ζοῦμε  σὲ μιὰ χώρα μὲ τέτοιον καὶ τόσο πλοῦτο κληρονομιᾶς σὲ κάθε κομμάτι πολιτισμοῦ. Βέβαια ὅπως κατὰ καιροὺς συμβαίνει, ἔτσι καὶ τώρα ζοῦμε σὲ χρόνους ἀμφισβήτησης ἀξιῶν πνευματικῶν καὶ ἠθικῶν, ὄχι διότι μᾶς λείπουν, ἀλλὰ διότι παραβλέψαμε ἀρκετά.

Ἕνας ἀκοίμητος πνευματικὸς ὁδηγὸς σὲ καλὲς ἀλλὰ καὶ δύσκολες ὧρες, ὑπῆρξε  γιὰ τὸν τόπο μας ἡ Ορθοδοξία. Κράτησε καὶ κρατᾷ ἑλληνισμὸ καὶ πίστη, παράδοση καὶ δημιουργία μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ προσφορά, ἐκτὸς τῶν πνευματικῶν, καὶ ὑλικῶν κάποτε ἀγαθῶν. Ὕψωσε τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἔδειξε  τὸ σημεῖο προορισμοῦ του ἀπὸ τὸν Πλάστη του :  κόσμημα, στολίδι τῆς γῆς καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του. 


Μοναδικὴ ζωγραφικὴ τεχνοτροπία στὸν κόσμο, ποὺ παριστᾷ θεῖες καὶ ἁγιασμένες μορφὲς τῆς Ὀρθοδόξου θρησκείας, αὐθεντικὸ καὶ ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς πολιτιστικῆς μας κληρονομιᾶς εἶναι καὶ ἡ βυζαντινὴ ἁγιογραφία. Κομμάτι δύσκολο γιὰ ὅποιον θὰ τὸ κοιτάξει μόνο ἐπιδερμικὰ καὶ ἀδιάφορα, ἀλλὰ γλυκύ, ὁλόλαμπρο, γι’αὐτὸν ποὺ θὰ θελήσῃ νά δῇ τὸν πλοῦτο, τὸ κάλλος, τὴν ἀξία του.
   
Ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους ἐγεννήθη αὐτὴ ἡ τέχνη, ποὺ σκοπὸ εἶχε νὰ βοηθήσῃ τὸν Χριστιανὸ στὴν ἐπικοινωνία του μὲ τὸ Θεῖο, παράλληλα μὲ τὸν προφορι-κὸ λόγο. Ἐσωτερική, πνευματικὴ ἀνάγκη ὑπαγόρευσε τὴ δημιουργία της, γι’αὐτό κι ὁ σκοπός της πνευματικός.  Ἀφορᾷ στὸν ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει στὸ ἀνώτερο , ποὺ ψάχνει γιὰ ἀνάταση καὶ ἀνάσταση,  καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ πιστὸς Χριστιανός.
 
Ἁγιογραφία [ < ἅγιος (ἐκ τοῦ ἅζω, ἅζομαι  = τιμῶ, σέβομαι), ποὺ  εἶναι ὁ ἄξιος τιμῆς,   + γράφω] ὀνομάζεται  ἡ τέχνη, εἰκόνα (ἐκ τοῦ εἴκω = ὁμοιάζω,  φαίνομαι) τὸ ἀποτέλεσμά της.  « Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες…» Τί εἶναι,  λοιπόν, ἡ εικόνα γιὰ τὸν πιστό; Εἶναι ἀντικείμενο ἐκδηλώσεως εὐσεβείας καὶ τιμῆς, θείας λατρείας καὶ προσευχῆς, εἴτε βρίσκεται στὴν Ἐκκλησία εἴτε στὸ σπίτι, ἢ ὀπουδήποτε ἀλλοῦ, ὄχι ἀπλὰ ἕνα ἔργο θρησκευτικῆς τέχνης, οὔτε διακοσμητικὸ μέσον. Προσκυνᾷ ὁ πιστὸς  μὲ εὐλάβεια, μὲ πίστη, ὄχι εἰδωλολατρικὰ τὰ ὑλικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι κατασκευασμένη, ἀλλὰ τιμητικὰ τὸ  ἅγιο εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Ἀπ’ αὐτὴ τὴν πίστη ξεκίνησε ἡ χάραξη τῆς μορφῆς τοῦ Ἁγίου. Ὁ πιστὸς ἤθελε νἄχῃ κοντά του τὸν Ἅγιό του φύλακα καὶ νὰ τοῦ μιλάῃ, νὰ τὸν παρακαλῇ, νὰ τὸν εὐχαριστῇ. Ἔτσι ξεκίνησε καὶ ὡρίμασε καὶ διαδόθηκε στοὺς πιστοὺς ἡ εἰκόνα.                                             
Ἡ ἀρχή της ἀνάγεται στὶς ρωμαϊκὲς κατακόμβες μὰ καὶ σὲ περιοχὲς τῆς ἐγγὺς καὶ μέσης Ἀνατολῆς, ὅπου συνεκεράσθη ἡ ἑλληνικὴ τέχνη, ἡ ὁποία ἔφθασε ὡς ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς ἐπιγόνους τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, μὲ τὴν ἀνατολική. Ὅμως σὰν τέχνη ἦταν ὑποτυπώδης καὶ ἀδιαμόρφωτος, μὲ παραστάσεις ἀλληγορικές,  κατανοητὲς μόνο σ‘ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν μυηθῇ  στὴ νέα θρησκεία,  καὶ  κάποιες  μορφὲς  Ἁγίων ἀορίστου τύπου.  Ὡς τὸν ἔκτο (6ο) αἰῶνα περίπου εἶναι  συμβολική, ἱστορικὴ τέχνη. Σταδιακὰ ἐξελίσσεται καὶ ἀποκρυσταλλώνεται σὲ τύπους μορφῶν καὶ συνθέσεων ποὺ ἀποτελοῦν τὸν εἰκονογραφικὸ κύκλο, ὁ ὁποῖος παραλλάσσει ἀπὸ ἐποχῆς εἰς ἐποχήν. Ἀπὸ τὸν δέκατο (10ο) αἰῶνα  ὁ κύκλος αὐτὸς καὶ οἱ τύποι θεμάτων γίνονται θετικώτεροι καὶ σταθερώτεροι. Βαθμηδὸν διαμορφώνεται σὲ κατ’ἐξοχὴν ἱερὰ τέχνη, τοῦτο γίνεται ἐμφανέστερο κυρίως ἀπὸ τὸν ἐνδέκατο (11ο) αἰῶνα.



Ἀναπτύχθηκε στὴ  Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, στὰ ἀπέραντα ὄριά της ἀπὸ τὰ Βαλκάνια ὡς τὶς ἐσχατιὲς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κι ἀπ’τὶς βορειοαφρικανικὲς ἀκτὲς ὡς τὸν Δούναβη. Πῆρε στοιχεῖα  ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ κυρίως πολιτισμό, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὴν ρωμαϊκὴ τέχνη, τὴν αιγυπτιακή, τὴν ἀνατολική, τὰ ὁποῖα προσάρμοσε στὴν ὅλο καὶ ἐξελισσόμενη τεχνική. Μὲ τὴ σειρά της, ἐπηρέασε τὴν τέχνη γειτονικῶν ἀλλὰ καὶ πιὸ ἀπομεμακρυσμένων λαῶν (Φράγκων, Λογγοβάρδων, Σλάβων, Βουλγάρων, Ἀράβων κ. ἄ.).



Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου