Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Ἀπόσπασμα τοῦ διηγήματος τοῦ Παπαδιαμάντη “στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο”
Β’ μέρος

Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸ Κάστρον καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, τόσον θάλπος ἐθώπευσε τὴν ψυχήν των, ὥστε ἂν καὶ ἦσαν κατάκοποι, καὶ ἂν ἐνύσταζόν τινες αὐτῶν, ᾐσθάνθησαν τόσον τὴν χαρὰν τοῦ νὰ ζῶσι καὶ τοῦ νὰ ἔχωσι φθάσει αἰσίως εἰς τὸ τέρμα τῆς πορείας των, εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου, ὥστε τοὺς ἔφυγε πᾶσα νύστα καὶ πᾶσα κόπωσις. [...] Ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἡ θερμότης ἦτο λίαν εὐάρεστος, τῇ βοηθείᾳ τῶν ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν πυρῶν. [ ... ] Καὶ εἶτα ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητὸν καὶ ἐψάλη ἡ λιτὴ τῆς μεγαλοπρεποῦς ἑορτῆς, μεθ’ ὃ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἤρχισε τὰς ἀναγνώσεις, καὶ ὅσοι ἦσαν νυστασμένοι ἀπεκοιμήθησαν σιγὰ εἰς τὰ στασίδιά των (Ἄ! ἔμελλον ἄρα τοῦ Προφητάνακτος οἱ θεσπέσιοι ὕμνοι ἀπὸ ψαλμῶν νά καταντήσωσιν ἀνάγνωσις νυστακτική, καὶ ὡς ἀνάγνωσις νὰ παραλείπωνται ὅλως ὡς φορτικόν τι καὶ παρέλκον!), βαυκαλιζόμενοι ἀπὸ τὴν ἔῤῥινον καὶ μονότονον ἀπαγγελίαν τοῦ κὺρ Ἀλεξανδρῆ. Ὁ ἀγαθὸς γέρων ἦτο ἐκ τοῦ ἀμιμήτου ἐκείνου τύπου τῶν ψαλτῶν, ὧν τὸ γένος ἐξέλιπε δυστυχῶς σήμερον. Ἔψαλλε κακῶς μέν, ἀλλ’ εὐλαβῶς καὶ μετ’ αἰσθήματος. Κανὲν σχεδὸν κῶλον δὲν ἔλεγεν ὀρθῶς, οὔτε μουσικῶς οὔτε γραμματικῶς. Πότε ἓν καὶ ἥμισυ κῶλον τὰ ἥνου εἰς ἕν, πότε δύο καὶ ἥμισυ τὰ διῄρει εἰς τέσσαρα. Ἀλλὰ προκριτωτέρα ἡ ἀμάθεια τῆς δοκησισοφίας… 
 
  Ἀλλ’ ὅτε ὁ ἱερεὺς ἐξελθὼν ἔψαλε τὸ «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός», τότε αἱ μορφαὶ τῶν Ἁγίων ἐφάνησαν ὡς νὰ ἐφαιδρύνθησαν εἰς τοὺς τοίχους· «Ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ», καὶ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἐνθουσιῶν ἔλαβε τὴν ὑψηλὴν καλάμην καὶ ἔσεισε τὸν πολυέλεον μὲ τὰς λαμπάδας ὅλας ἀνημμένας. «Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν, ἀκαταπαύστως ἐκεῖ», κ’ ἐσείσθη ὁ ναὸς ὅλος ἀπὸ τὴν βροντώδη φωνὴν τοῦ παπα-Φραγκούλη μετὰ πάθους ψάλλοντος: «Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες, τῷ σήμερον ἐν σπηλαίῳ τεχθέντι», καὶ οἱ ἄγγελοι οἱ ζωγραφιστοί, οἱ περικυκλοῦντες τὸν Παντοκράτορα ἄνω εἰς τὸν θόλον, ἔτειναν τὸ οὖς, ἀναγνωρίσαντες οἰκεῖον αὐτοῖς τὸν ὕμνον. ... 
 

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Ἀπόσπασμα τοῦ διηγήματος τοῦ Παπαδιαμάντη “στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο” , μιὰ περιγραφὴ δοσμένη μὲ πολλὴ κατάνυξη, τρυφερότητα, γνώση καὶ ἀγάπη.


Α’ μέρος
...
Ὁ ναὸς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἦτο ἡ παλαιὰ μητρόπολις τοῦ φρουρίου. Ὁ ναΐσκος, πρὸ ἑκατονταετηρίδων κτισθείς, ἵστατο ἀκόμη εὐπρεπὴς καὶ ὅχι πολύ ἐφθαρμένος. Ὁ παπα-Φραγκούλης καὶ ἡ συνοδία του φθάσαντες εἰσῆλθον τέλος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ καρδία των ᾐσθάνθη θάλπος καὶ γλυκύτητα ἄφατον. Ὁ ἱερεὺς ἐψιθύρισε μετ’ ἐνδομύχου συγκινήσεως τό, «Εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου», [ ... ] ἐνῷ αἱ γυναῖκες αἱ ἄλλαι ἤναπταν ἐπιμελῶς τὰ κανδήλια, καὶ ἤναψαν μέγα πλῆθος κηρίων εἰς δύο μανουάλια, καὶ παρεσκεύασαν μεγάλην πυρὰν μὲ ξηρὰ ξύλα καὶ κλάδους εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναοῦ, [ ... ] κ’ ἐγέμισαν ἄνθρακας τὸ μέγα πύραυνον, τὸ σωζόμενον ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος, κ’ ἔθεσαν τὸ πύραυνον ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ, ρίψασαι ἄφθονον λίβανον εἰς τοὺς ἄνθρακας. Καὶ ὠσφράνθη Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας.


Ἔλαμψε δὲ τότε ὁ ναὸς ὅλος, καὶ ἤστραψεν ἐπάνω εἰς τὸν θόλον ὁ Παντοκράτωρ μὲ τὴν μεγάλην κ’ ἐπιβλητικὴν μορφήν, καὶ ἠκτινοβόλησε τὸ ἐπίχρυσον καὶ λεπτουργημένον μὲ μυρίας γλυφὰς τέμπλον, μὲ τὰς περικαλλεῖς τῆς ἀρίστης βυζαντινῆς τέχνης εἰκόνας του, μὲ τὴν μεγάλην εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, ὅπου «Παρθένος καθέζεται τὰ Χερουβεὶμ μιμουμένη», ὅπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αἱ μορφαὶ τοῦ θείου Βρέφους καὶ τῆς ἀμώμου Λεχοῦς, ὅπου ζωνταναὶ παρίστανται αἱ ὄψεις τῶν ἀγγέλων, τῶν μάγων καὶ τῶν ποιμένων, ὅπου νομίζει τις ὅτι στίλβει ὁ χρυσός, εὐωδιάζει ὁ λίβανος καὶ βαλσαμώνει ἡ σμύρνα, καὶ ὅπου, ὡς ἐὰν ἡ γραφικὴ ἐλάλει, φαντάζεταί τις ἐπὶ μίαν στιγμὴν ὅτι ἀκούει τό, Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ!

 
Ἐν τῷ μέσῳ δὲ κρέμαται ὁ μέγας ὀρειχάλκινος καὶ πολύκλαδος πολυέλεος, καὶ ὁλόγυρα ὁ κρεμαστὸς χορός, μὲ τὰς εἰκόνας τῶν Προφητῶν καὶ Ἀποστόλων, ὑφ’ ὃν ἐτελοῦντο τὸ πάλαι οἱ σεμνοὶ γάμοι τῶν χριστιανικῶν ἀνδρογύνων. Καὶ ὁλόγυρα αἱ μορφαὶ τῶν Μαρτύρων, Ὁσίων καὶ Ὁμολογητῶν. Ἵστανται ἐπὶ τῶν τοίχων ἠρεμοῦντες, ἀπαθεῖς, ὁποῖοι ἐν τῷ Παραδείσῳ, εὐθὺ καὶ κατὰ πρόσωπον βλέποντες, ὡς βλέπουσι καθαρῶς τὴν Ἁγίαν Τριάδα. Μόνος ὁ Ἅγιος Μερκούριος, μὲ τὴν βαρεῖαν περικεφαλαίαν του, μὲ τὸν θώρακα, τὰς περικνημῖδας καὶ τὴν ἀσπίδα, φαίνεται ὀλίγον τι ἐγκαρσίως βλέπων καὶ κινούμενος καὶ δρῶν, εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ ναοῦ, [ ... ] Γείτων [ ... ] παρίσταται γλυκεῖα καί συμπαθεστάτη εἰκών, ὁ Ἅγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδίον, κρατούμενον ἐκ τῆς χειρός ὑπό τῆς μητρός του, τῆς Ἁγίας Ἰουλίττης. [ ... ]
 

Καὶ εἰς τὴν χιβάδα τοῦ ἱεροῦ βήματος, ὑψηλά, ἐφαίνετο στεφανουμένη ὑπὸ ἀγγέλων ἡ τῶν Οὐρανῶν Πλατυτέρα. Καὶ κατωτέρω περὶ τὸ θυσιαστήριον ἵσταντο ἄῤῥητον σεμνότητα ἀποπνέουσαι αἱ μορφαὶ τῶν μεγάλων Πατέρων, τοῦ Ἀδελφοθέου, τοῦ Βασιλείου, τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Θεολόγου, κ’ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔχαιρον, διότι ἔμελλον ν’ ἀκούσωσι καὶ πάλιν τὰς εὐχὰς καὶ τοὺς ὕμνους τῆς Εὐχαριστίας, οὓς αὐτοὶ ἐν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δὲ καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτός, εἰκονίζετο περιτέχνως ὅλον τὸ Δωδεκάορτον, καὶ τὰ τάγματα τῶν Ἀγγέλων, καὶ ἡ Βρεφοκτονία, καὶ οἱ κόλποι τοῦ Ἀβραάμ καὶ ὁ Λῃστής ὁ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὁμολογήσας.

συνεχίζεται

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Η πρόεδρος τῆς “ Ἀκαδημίας Βυζαντινῶν Τεχνῶν “ Ἁγιὰ Σοφιὰ”” καὶ καθηγήτρια Ἁγιογραφίας Βασιλικὴ Κολοκυθάκου καλεῖ τοὺς μαθητές της ὅλων τῶν τμημάτων νὰ δηλώσουν συμμετοχὴ στὴν ἔκθεση Ἁγιογραφίας ποὺ θὰ πραγματοποιηθῇ τὸν Μάιο τοῦ 2018, σὲ δύο διαφορετικὲς αἴθουσες.



Ἡ συμμετοχὴ εἶναι 20 (εἴκοσι) εὐρὼ ἀνὰ ἔργο. Θέμα ἐλεύθερο. Δηλώσεις συμμετοχῆς ἔως τέλος Δεκεμβρίου 2017.

Θὰ γίνουν δεκτὰ καὶ ἄλλων συναδέλφων ἔργα ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει χῶρος.

Ὑγεία σὲ ὅλους, χαρούμενες γιορτές!

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

                           Ἅγιος Δημήτριος ὁ Μεγαλομάρτυς



Ἁγιογραφικὰ εἰκονίζεται ὡς στρατιωτικός, τροπαιοφόρος, ὕπατος, σὲ σκηνὲς τοῦ μαρτυρίου του, ἐνθαῤῥύνοντας τὸν Νέστορα, καὶ ἔχοντα στὴν ἀγκαλιά του τὴν Θεσσαλονίκη.



Στρατιωτικὸς τροπαιοφόρος: μὲ τὴν ῥωμαϊκὴ στολή, συνήθως ἐν προτομῇ, φέρων ἀσπίδα καὶ δόρυ.






Ἔφιππο : ὁ Ἅγιος ἱππεύει ἐρυθρὸ ἄλογο, μὲ χλαμύδα πρασίνου χρώματος ἀνεμίζουσα, στὰ πόδια τοῦ ἀλόγου ἄνθρωπος πεσμένος καταγῆς, τὸν ὁποῖον ὁ Ἅγιος ἐγγίζει μὲ τὴν αἰχμὴ τοῦ δόρατός του. Πρόκειται γιὰ τὸν Τσάρο τῶν Βουλγάρων Ἰωαννίτζη, ὁ ὁποῖος πέθανε ἀπὸ πλευρίτιδα λίγο πρὶν ἐπιτεθεῖ στὴ Θεσσαλονίκη, στὶς ἀρχὲς τοῦ 13ου αἰ.. Τὸ θάνατό του καὶ τὴ σωτηρία τῆς πόλεώς τους οἱ Θεσσαλονικεῖς τὴν ἀπέδωσαν στὴ θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τοῦ Ἁγίου. Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ συμβολικὴ ἀπεικόνιση καὶ ὄχι για πραγματικὸ γεγονός.






Ὕπατος : τὸν βρίσκομε σὲ τοιχογραφία τοῦ Ναοῦ του στὴ Θεσσαλονίκη, ὄρθιο μὲ τὰ χέρια σὲ θέση δεήσεως, ἐνδεδυμένο τὴν ὑπατική του στολή, ἐσωτερικῶς χιτῶνα καὶ ἀπ’ ἔξω χλαμύδα λευκή, ποὺ φέρει ἐπιῤῥαμμένο ταβλίον ( κομμάτι ὑφάσματος κομμένο ὀρθογώνιο ἢ λοξά, ραμμένο πάνω στὴ στολὴ στὸ στῆθος, ἂν εἶναι κόκκινο ὀνομάζεται πλουμᾶτο).



Σκηνὲς τοῦ μαρτυρίου του : λόγχες τρυποῦν τὸ σῶμα του, ἀπ’ αὐτὸ ξεχύνονται ποταμοὶ αἵματος.



Δίπλα στὸν Νέστορα: δυναμώνει καὶ τονώνει τὴν πίστη του, πρὸ τῆς πάλης τοῦ μὲ τὸν Λυαῖο, μὲ τὴ στήριξη καὶ τὴν προσευχή του.



Πολλοὶ καὶ διάφοροι ὀρθόδοξοι λαοὶ τίμησαν καὶ ἁγιογράφησαν τὸν Ἅγιο προσθέτοντας μερικὰ σημεῖα, στολίδια, τῆς χώρας τους, χωρὶς νὰ ἀφαιροῦν κάτι ἀπὸ τὴν μορφή του. Γιὰ νὰ δώσωμε πλήρη καὶ σαφὴ ἑρμηνεία τῆς περιβολῆς, θὰ πρέπει νὰ γνωρίζωμε τὴν ἐποχὴ καὶ τὴν περιοχὴ ὅπου ἱστορήθηκε ἡ εἰκόνα.

Νὰ ἐπαναλάβω πὼς ὁ Ἅγιος δὲ σκοτώνει, εἶναι συμβολικὲς κινήσεις ποὺ ἔχουν τὴν σημασία τους.

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

               Ἅγιος Νικόλαος, ὁ προστάτης τῶν ναυτικῶν



Ἁγιογραφικὰ τὸν βρίσκομε μὲ τὴν ἀρχιερατικὴ στολή του, μερικὲς φορὲς ἔνθρονο, ὁλόσωμο ἢ εἰκονιζόμενο ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω, κρατῶντας κλειστὸ Εὐαγγέλιο στὸ ἀριστερό του χέρι, πού, ἀπὸ σεβασμὸ στὴν ἱερότητα του βιβλίου, εἶναι καλυμμένο μὲ τὸ φαιλόνιό του, ἐνῷ τὸ δεξὶ χέρι εὐλογεῖ.

 
Στὸ ἄνω μέρος τῆς εἰκόνας, ἑκατέθωθεν τοῦ Ἁγίου, στὸ ὕψος τῆς κεφαλῆς του, βλέπομε σὲ μικρότερο μέγεθος τὶς μορφὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας, ποὺ τοῦ προσφέρουν Εὐαγέλιο καὶ ὠμοφόριο, ἀντίστοιχα. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν φυλακή (τὸν καθαίρεσε ὁ Μέγας Κωνσταντίνος στὴ διάρκεια τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), εἶδε στὸν ὕπνο του τὴν ἀποκατάστασή του, τὴν Παναγία καὶ τὸν Ἰησοῦ νὰ τοῦ προσφέρουν τὰ ἀρχιερατικά του διακριτικά.



Ἰστορεῖται χωρίς ποιμαντορικὴ ῥάβδο καὶ μίτρα, αὐτὰ παραχωρήθηκαν στοὺς ἀρχιερεῖς σὰν σύμβολα (πνευματικῆς) ἐξουσίας ἐπὶ τοῦ Ὀρθοδόξου πληθυσμοῦ πολὺ ἀργότερα, ἀπὸ τὸν Μωάμεθ τὸν Πορθητή.

Πραότητα καὶ ἔντονη πνευματικότητα βγάζει ἡ μορφή του. Εἶναι ἀπὸ τοὺς λίγους Ἁγίους τῶν ὁποίων οἱ εἰκόνες ἀποδίδουν μὲ ἀρκετὴ πιστότητα τὴ φυσιογνωμία τους. Σύμφωνα μὲ ἀνθρωπολογικὲς μελέτες κατὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν του λειψάνων, τὸ 1957, πράγματι εἶχε μεγάλο, κατὰ ὕψος καὶ πλάτος, μέτωπο, μεγάλους ὀφθαλμούς, ἔντονα  ζυγωματικά, φαλάκρα, ὄψη ασκητικὴ καὶ εὐγενική.



Επίσης, εἰκονίζεται πολλὲς φορὲς νὰ ἡρεμῇ τρυκιμισμένη θάλασσα, νὰ σώζῃ ναυτικούς, καὶ σὲ σκηνὲς τοῦ βίου του καὶ θαύματά του.

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Εἰκοστὴ πρώτη (21) Νοεμβρίου τιμοῦμε τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου


Τὸ γεγονὸς μαρτυρεῖται στὰ ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια καὶ πρόκειται γιὰ τὴν εἴσοδο στὸν Ναὸ τῶν Ἰεροσολύμων τῆς Παναγίας σὲ ἡλικία τριῶν ἐτῶν καὶ ἀφιέρωσή Της στὸν Θεό, ὅπως εἶχαν ὑποσχεθεῖ οἱ γονεῖς Της ἐὰν παρὰ τὸ προχωρημένο τῆς ἡλικίας τους τεκνοποιούσαν.




Στὴ σύνθεση τῆς Ἁγιογραφίας, βλέπομε τὴν τριετῆ Μαρία νὰ στέκεται μπροστὰ στὸν ἀρχιερέα Ζαχαρία μὲ ἀξιοθαύμαστη γιὰ τὴν ἡλικία Της ἠρεμία, ἐμπιστοσύνη, καμμιά ἀνησυχία γιὰ κάτι ἄγνωστο δὲν δείχνει. Γιὰ νὰ τονιστῇ ἡ ὡριμότητα καὶ ἡ μοναδικὴ θέση Της, ἀπεικονίζεται μὲ ενδύματα ὄχι παιδικά, ἀλλὰ ὅπως Τὴ συναντοῦμε σὲ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες ἁγιογραφίες Της. Πίσω Της ἀκριβῶς οἱ γονεῖς Της Ἄννα καἰ Ἱωακεὶμ μὲ μιὰ προστατευτικὴ ἢ προτρεπτικὴ κίνηση, ἀκολουθούμενοι ἀπὸ νέες παρθένες ποὺ κρατοῦν ἀναμένες λαμπάδες, σύμβολο τῆς μέλλουσας αἴγλης ποὺ θὰ ἀναλάμψῃ ἀπ’ Αὐτήν, ὅπως καὶ ὕμνος τῆς ἑορτῆς ἀναφέρει.




Ὁ Ζαχαρίας, ἐνδεδυμένος τὴν ἐπίσημη ἱερατική του στολή, ὑποδέχεται τὴ μκρὴ Μαρία μὲ πολὺ σεβασμό, γνωρίζοντας ἀπὸ θεία ἀποκάλυψη τὴ μελλοντικὴ ἀποστολή Της, στὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν Τὴν εἰσάγει στὰ Ἁγια τῶν Ἁγίων, παρόλο ποὺ γιὰ ὅλον τὸν ὑπόλοιπο κόσμο ἦταν αὐστηρὰ ἄβατο, καὶ μόνο ὁ ἴδιος ὁ ἀρχιερέας εἰσερχόταν “ἅπαξ τοῦ ενιαυτοῦ”.
 
Πίσω καὶ ψηλότερα ἀπὸ τὸν Ζαχαρία, σὲ θρόνο μαρμάρινο εἰκονίζεται καθιστὴ ἡ Παναγία μὲ τὸ χέρι ἁπλωμένο, ἕτοιμη νὰ ὑποδεχθῇ τὴν τροφὴ ποὺ τῆς φέρει ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ. Ἡ ἐπιμέρους σύνθεση αὐτὴ δηλώνει τὴν παραμονὴ τῆς Παναγίας ἐπὶ δώδεκα ἔτη στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ Ναοῦ.

Πρῶτες εἰκόνες τῶν Εἰσοδίων βρίσκομε πολὺ ἀργά, ἀπὸ τὸν ἕκτο αἰώνα καὶ μετά. Ἡ ἑορτή ὡρίστηκε 21 Νοεμβρίου, ἀπὸ ἐκείνη δὲ τὴν ἡμέρα ἀρχίζουν στὴν Ὀρθοδοξία τὰ προεόρτια τῶν Χριστουγέννων.

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

   18 Ὀκτωβρίου τιμοῦμε τὴ μνήμη τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ




Ὁ Λουκᾶς ἔγραψε τὸ τρίτο κατὰ σειρὰ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ἦταν ἰατρὸς καὶ ζωγράφος. Σὰν ζωγράφος εἶχε τὴν τιμὴ καὶ εὐλογία νὰ ἀπεικονίσῃ τὴν Παναγία ἐκ τοῦ σύνεγγυς (ὁ μοναδικὸς) καὶ νὰ μᾶς ἀφήσῃ ἐλάχιστα ἔργα του, τὸ πιὸ πιθανὸν τρία τὸν ἀριθμό. Ὁ κόσμος, ὅμως, ἀπὸ πολὺ σεβασμὸ καὶ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ ἄγνοια, ἰσχυρίζεται ὅτι καθένας ἔχει κ’ ἕνα ἔργο του μὲ τὴν Παναγία. Ἀσφαλῶς καὶ δὲν εἶναι ἔτσι. Οἱ μεταγενέστεροι καλλιτέχνες ἀντέγραψαν τὶς εἰκόνες του, ἢ ἐμπνεύστηκαν ἀπ’ αὐτὲς μὲ κάποιον τρόπο.

 


Τὸν ἴδιον, εἰκονογραφικά τὸν συνατᾶμε, μὲ ἀρχαιοελληνικὰ ἐνδύματα (ἐσωτερικῶς χιτῶνα μὲ “σημεῖον” καὶ ἱμάτιο ἐξωτερικῶς) καὶ ἐνίοτε μὲ στεφάνη ( ἀλλιῶς “παπαλήθρα”, διακριτικὸ στοιχεῖο τῆς κόμμωσης τῶν ἱερέων κατὰ τοὺς πρωτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, ὅπου ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς ἀποκείρεται), σὲ τρεῖς διαφορετικὲς ἀποδόσεις.
Ἡ ἁπλούστερη εἶναι αὐτὴ ὅπου εἰκονίζεται ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω, κρατῶντας στὸ ἀριστερὸ χέρι του, τὸ ὁποῖο ἔχει καλυμμένο μὲ τὸ ἔνδυμά του, ἀπὸ σεβασμό, κλειστὸ βιβλίο, ὡς σύμβολο τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ συνέγραψε, ἐνῶ μὲ τὸ δεξὶ χέρι εὐλογεῖ.

Στὴ δεύτερη, ἐμφανίζεται καθήμενος σὲ σκίμποδα ἢ κάθισμα μὲ χαμηλό ἐρεισίνωτο, νὰ συγγράφει σὲ ἀνοικτὸ βιβλίο, ὅπου διακρίνεται ἡ πρώτη φράση τοῦ Εὐαγγελίου του “ Ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν”, τὸ ὁποῖο στηρίζει στὰ γόνατά του. Πατᾶ σὲ ὑποπόδιο ξύλινο καὶ μπροστά του εὑρίσκεται ἔπιπλο μὲ ἀναλόγιο καὶ ἐργαλεῖα γραφῆς. Συχνὰ πλάι στὰ πόδια του εἰκονίζεται καὶ τὸ σύμβολό του, ὁ βοῦς.

Τρίτον, άποδίδεται πάλι καθήμενος, νὰ ἁγιογραφῇ τὴν εἰκόνα τὴς Θεοτόκου, κατὰ τὸν τύπο τῆς Ὁδηγητρίας. Ἡ εἰκόνα ποὺ φιλοτεχνεῖ στηρίζεται σὲ ὀκρίβαντα μπροστὰ ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστή, διακρίνονται ἐπίσης ἐργαλεῖα ζωγραφικῆς.






Στὸν Ναό, τοποθετεῖται στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα τύμπανα τοῦ θόλου, ὥστε ἕκαστος Εὐαγγελιστὴς εἰκονίζεται σὲ καθένα ἀπὸ αὐτά. Συμβολικά, ὡς πτερωτὸς βοῦς, ἐμφανίζεται σὲ παραστάσεις μεταβυζαντινές, τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ τοῦ Θρόνου τοῦ Θεοῦ ἢ τῆς Θεοτόκου.



Οἱ ἁγιογράφοι σέβονται ἰδιαίτερα τὸν Εὐαγγελιστή, θεωρῶντας τον ὡς ἕνα τῶν προστατῶν τους.

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

       Εἴκοσι τέσσερις (24) Σεπτεμβρίου, ἑορτάζεται ἡ εὕρεση τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Μυρτιδιωτίσσης.


Ἡ προσωνυμία ἐδόθη ἐπειδή βρέθηκε ἡ είκόνα μέσα σὲ μυρτιές, καθ’ ὑπόδειξη τῆς ἴδιας τῆς Παναγίας. Σὲ περιοχὴ τῶν Κυθήρων βοσκὸς ἄκουσε φωνὴ γυναικεία νὰ τὸν ἐνημερώνῃ καὶ νὰ τὸν ὁδηγῇ ν’ ἀνακαλύψῃ τὴν ἱερὴ εἰκόνα. Στὸν τόπο ποὺ τὴν ἀνακάλυψε κτίζει μικρὸ ἐκκλησάκι καὶ τοποθετεῖ τὴν Μυρτιδιώτισσα. Ἡ εὕρεση, ἄλλοι ἐρευνητὲς ὑποστηρίζουν πὼς ἔγινε τὸν 12ο αἰ., ἄλλοι τὸν 13ο ἢ τὸν 15ο. Ἀργότερα, στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰ. ὁ ἱερομόναχος Ἀγαθάγγελος Καλλιγέρης ἀνακαινεῖ τόν Ναό.

Γιὰ τὰ χρώματα τῶν προσώπων τῆς εἰκόνας λέγονται διάφορα, ἀνεξιχνίαστα ὅμως καὶ ἀτεκμηρίωτα, γι’ αὐτὸ δὲν κάνω καμμιὰ ἀναφορά. Μαρτυρίες ἀναφέρουν ὅτι τὸν πρῶτο καιρὸ διακρίνονταν σαφῶς, ἀλλὰ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου θάμπωσαν καὶ σκούρυναν.




Τὸ 1837 ὁ Θεόφιλος Σπαθάκης ἢ Σπιθάκης, κρητικὸς καλλιτέχνης, κατεσκεύασε τὴν χρυσῆ ἐπένδυση τῆς εἰκόνας, ἡ ὁποία ἀφήνει ἀκάλυπτα μόνο τὰ πρόσωπα τοὺ νηπίου Ἰησοῦ καὶ τῆς μητέρας Του. Σ’αὐτὴν τὴν ἐπένδυση διακρίνονται, ἐκτὸς τῶν δύο κεντρικῶν μορφῶν, τὰ ἑξῆς: στὸ ἄνω μέρος, ἑκατέρωθεν τῆς κεφαλῆς τῆς Παναγίας, δυὸ Ἄγγελοι ἐπὶ νεφελῶν, μὲ τὸ ἕνα χέρι τους κρατοῦν τὸ στέμμα ποὺ φορᾷ, πλάι τῶν Ἀγγέλων οἱ φράσεις ἐκ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου “Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα” καὶ “Χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα”, πιὸ κάτω, ἀριστερὰ ὁ Δαυὶδ μὲ εἰλητάριο ὅπου ἀναγράφεται “Παρέστη ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου” (44ος ψαλμός), καὶ δεξιὰ ὁ Σολωμὼν μὲ εἰλητάριο ποὺ γράφει “Πολλαὶ θυγατέρες ἐποίησαν” (Παροιμίαι), τέλος στὸ κάτω μέρος τρία θαύματα τῆς εἰκόνας, ἡ εὕρεση, ἡ ἴαση ἑνὸς παραλύτου καὶ ἡ διάσῳση τῶν Κυθήρων απὸ κεραυνό.

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

                         ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΕΣ,    Ά   ΜΕΡΟΣ


Στὸ κατὰ Μάρκον Εὐαγγέλιο διαβάζομε: “Εὐκοπώτερόν ἐστι κάμιλον (κάμηλον) διὰ τῆς τρυμαλιᾶς τῆς ῥαφίδος εἰσελθεῖν, ἤ πλούσιον εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.” (κεφάλαιο Ι΄ στ. 25), δηλαδή: εἶναι εὐκολώτερο νὰ εἰσέλθῃ (νὰ περάσῃ) παλαμάρι ἀπὸ τὴν τρύπα τῆς βελόνας παρὰ πλούσιος νὰ εἰσέλθῃ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Κάμηλος = καμήλα ( τὸ ζῶον) μὲ ἕναν ἤ δύο ὕβους
καμηλωτή = ὕφασμα ἤ σκέπασμα ἀπὸ τρίχες καμήλου
Κάμιλλος καὶ Καμίλλη = ὄνομα κύριο Ρωμαίων
κάμιλος = σκοινὶ μακρὺ καὶ παχύ, κοινῶς παλαμάρι

Ἀπὸ κάποια γραφικὴ ἰδιοτροπία, ἀντὶ νὰ γραφῇ ἡ λέξη “κάμιλος”, ἐγράφη ἡ ὁμόηχη “κάμηλος” καὶ ἐδόθη ἡ ἑρμηνεία στρεβλά, δηλ. “εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ περάσῃ καμήλα (μάλιστα σὲ ὑποτίθεται προσεγμένη θεολογικὴ ἑρμηνεία ἀναφέρεται ἐπὶ λέξη “γκαμήλα” τὸ ζῶον) ἀπὸ τὴν τρύπα τῆς βελόνας...”. Κάτι ποὺ δυστυχῶς ἐπαναλαμβάνεται ἀκόμα ἀπὸ ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους. Καὶ καθόλου νὰ μὴ γνωρίζει κάποιος γραφὴ καὶ ἀνάγνωση, μὲ τὴν κοινὴ λογικὴ δὲ θὰ ἐπιμάνανε νὰ περάσουνε μιὰ καμήλα μέσα στὴν τρύπα τῆς βελόνας. Τὸ ἀναφέρω καί θερμὰ παρακαλῶ νὰ γίνῃ ἡ ἀπαραίτητη διόρθωση καὶ ὄχι διαιώνιση τῆς παρερμηνείας.

Μιὰ ἄλλη παρανόηση ἀναφέρεται στὴν τροφὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ. Ἐτρέφετο, μᾶς ἀναφέρουν, μὲ μέλι καὶ ἀκρίδες, δηλαδὴ μὲ τὶς τρυφερὲς ἄκρες τῶν φυτῶν τὴς περιοχῆς. Δυστυχῶς καὶ ἐδῶ κάποιοι θεώρησαν τὰ ἔντομα ἀκρίδες, κάτι ποὺ ἐπιμένουν νὰ διαιωνίζουν, καὶ οἱ νεώτεροι ἀκούγοντας ἀκρίδες, ἀναφωνοῦν “μπλιάξ”.

Ἐπίσης σχετικὰ μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, γίνεται ἕνα γλωσσικὸ σφάλμα, ποὺ ἀλλοιώνει τὸ νόημα τῆς προσηγορίας τοῦ Ἁγίου. Λόγῳ τοῦ τέλους τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, ἀναφέρεται ὡς “ἀποκεφαλισθεῖς”, (μὲ “θ” στὴν κατάληξη, μετοχὴ τοῦ ρήματος “ἀποκεφαλίζομαι”, δηλ. ἐκεῖνος ποὺ ἀποκεφαλίστηκε). Κάποιοι, ἐπειδὴ καὶ στὴ δημοτικὴ συχνὰ τὸ γράμμα Τ παίρνει τὴ θέση τοῦ Θ, ἐσφαλμένως τὸν ἀποκαλοῦν “ὁ ἀποκεφαλιστῆς”, τὸ ὁποῖο ὅμως σημαίνει ἐκεῖνον ποὺ ἀποκεφαλίζει, τὸν δήμιο. Λίγη προσοχή, λοιπόν, γιατὶ μὲ τὴν αλλαγὴ ἑνὸς γράμματος ἡ λέξη ἀποκτᾶ τὴν ἀντίθετη σημασία.

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

             20 Ἰουλίου τιμᾶται ἡ μνήμη τοῦ προφήτη ‘Ηλία.

Τὸν προφήτη κατὰ τὴν βυζαντινὴ ἁγιογραφία τὸν βρίσκομε συνήθως εἰκονιζόμενο:

α) ὁλόσωμο ἢ ὡς τὴ μέση. Ἔχει λευκὴ κώμη ὡς τοὺς ὤμους καὶ γενειάδα, φορεῖ κόκκινη ἢ πράσινη μηλωτὴ (μῆλον =πρόβατο, μηλωτὴ ἡ γούνα) καὶ κιτρινωπὸ ἤ ἀνοιχτὸ πράσινο χιτῶνα. Εὐλογεῖ, ἢ/καὶ κρατᾷ πάπυρο μὲ κάποια ἀπὸ τὶς ἑξῆς φράσεις : “ζηλῶν ἐζήλωσα Κυρίῳ Παντοκράτορι”, “ζῇ Κύριος ὁ Θεός μου, ζῇ καὶ ἡ ψυχή μου”, “ζῇ Κύριος ὁ Θεὸς τῶν Δυνάμεων, ὁ Θεὸς Ισραήλ”.

β) σὲ ἔρημο, μέσα σὲ βραχῶδες σπήλαιο, πλάι σὲ χείμαῤῥο. Στρέφει τὸ κεφάλι του πρὸς τὸ ἄνω μέρος τοῦ βράχου, ὅπου βλέπει κόρακα νὰ κρατᾶ στὸ ῥάμφος του ἄρτο. Ὁ χείμαῤῥος εἶναι ὁ Χοῤῥάθ, στὸν ὁποῖον κρύφθηκε, ὁπως τοῦ εἶπε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ξεφύγῃ ἀπ’ τὸν ἀσεβὴ βασιλέα Ἀχαάβ. Εκεῖ, μὲ θεϊκὴ ἐντολή, τοῦ ἔφερναν κρέας καὶ ἄρτο ὡς τροφὴ οἱ κόρακες.





γ) στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Ἰησοῦ. Είκονίζεται ἤδη ἀπὸ τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς χρόνους, σύμφωνα μὲ τὴν περιγραφὴ τῆς σκηνῆς ἀπ’ τὴν Καινὴ Διαθήκη, στὸ πλάι τοῦ Σωτῆρος, καὶ συμβολικῶς ἐκπροσωπεῖ τοὺς ζῶντας. Ἐνίοτε στὴν σύνθεση ἀποδίδεται ἀλληγορικῶς μὲ τὸν ἤλιο ἢ τὴ λέξη “σολ” (ἥλιος, στὰ λατινικά), ὁ δὲ Μωυσῆς μὲ μιὰ φάση τῆς σελήνης ἢ μὲ τὴν λατινικὴ λέξη “λούνα”.

δ) στὴν σύνθεση τῆς πυρφόρου ἀναβάσεώς του. Ἅρμα πύρινο, κάποτε μὲ ἡνίοχο Ἄγγελο Κυρίου, τὸν ἀνεβάζει στὸν οὐρανό, μπροστὰ στὰ ἔκπληκτα μάτια τοῦ μαθητοῦ του, προφήτου Ἐλισσαίου, στὸν ὁποῖον καταλείπει καὶ τὴ μηλωτή του, ὁρίζοντάς τον συνεχιστὴ τοῦ ἔργου του. Στὸ βάθος ὁ Ἰορδάνης, στὶς ὄχθες τοῦ ὁποίου ἐκτυλίχθηκε ἡ σκηνή. Ἡ εικόνα αὐτὴ ἐμφανίζεται τὴ μεταβυζαντινὴ περίοδο.





Σπάνια, ὡς αὐτοτελεῖς συνθέσεις ἢ πλαισιώνοντας, μὲ μικρότερο σχῆμα, περιμετρικά, μιὰ τῶν ἀνωτέρῳ εἰκόνων (πλὴν τῆς Μεταμορφώσεως), ἁγιογραφοῦνται καὶ ἄλλες σκηνὲς τῆς ζωῆς του, ὅπως: ἡ ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας, ἡ κατάβαση πυρὸς ἀπ’ τὸν οὐρανὸ πάνω στὸν βωμὸ ποὺ εἶχε στήσει, ἡ ἐνίσχυσή του απὸ Ἄγγελο κατὰ τὴν πορεία του στὴν ἔρημο, ὅπου ἔφθασε γιὰ ν’ ἀποφύγῃ τὴν ὀργὴ τῆς εἰδωλολάτριδος Ἰεζάβελ.

Γιὰ τὴν ὕπαρξη ἐκκλησιῶν τοῦ προφήτη σὲ ὀροσειρὲς (κορυφογραμὲς) δὲν θ’ ἀναπτύξω ἐδῶ, διότι ὑπάρχουν οἱ γνωστὲς σὲ ὅλους παραδόσεις, ἀλλὰ καὶ ἰδιαίτερες κατὰ τόπους καὶ περιοχές. Ἄς γνωρίζει καὶ ἄς δέχεται καθένας τὴν ἐκδοχὴ τοῦ τόπου του, ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ ὀρθὴ πίστη.
Ὁ προφήτης τιμᾶται σὲ πολλὲς καὶ διάφορες μεταξύ τους θρησκεῖες καὶ χῶρες. Εἶναι δέ, μετὰ τὸν Μωϋσῆ κατὰ τὴν Ἅγία Γραφή, ἐκεῖνος ποὺ εἶχε τὴν εὐτυχία νὰ συνομιλήσῃ ἀπ’εὐθείας μὲ τὸν Θεό, “ἐν φωνῆ αὔρας λεπτῆς”.

Σάββατο 3 Ιουνίου 2017

                                                              ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ

Ἑορτὴ εἰς ἀνάμνησιν τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς συναχθέντες μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ, πενήντα ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς πύρινες γλῶσσες ἐφάνη καὶ κάθισε μία στὸν κάθε ἕναν. Τότε, φωτισμένοι οἱ Ἀπόστολοι, ἄρχισαν νὰ μιλᾶνε τὸ θεῖο λόγο σὲ ὅλες τὶς τότε γνωστὲς γλῶσσες. Ὁ παρευρισκόμενος κόσμος ἔμεινε ἔκθαμβος καὶ ἐκστατικὸς ἀπορῶντας γιὰ τὸ γεγονός.

Ἡ ἀρχαιότερη ἐκκλησία ὀνόμαζε Πεντηκοστὴ ὅλο τὸ χρονικὸ διάστημα τῶν πενήντα ἡμερῶν ἀπό τὴν Κυριακὴ τὴς Ἀναστάσεως, θεωροῦσε δὲ ἑορταστικὴ καὶ χαρμόσυνη ὅλη την διάρκεια, ἐνῶ γίνονταν βαπτίσεις κατηχουμένων.

Εἰκονογραφικὰ ἡ παράσταση ἔχει στὸ ἄνω μέρος τμῆμα κύκλου, κυανωποῦ χρώματος, ποὺ συμβολίζει τὸν οὐρανό. Ἀπό ἐκεῖ ἐκπορεύονται ἀκτῖνες, μὲ πύρινες γλῶσσες (ὅπως ἐμφανίστηκε τότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα) στὸ κάτω ἄκρο τους, πάνω στίς κεφαλές τῶν Ἀποστόλων.

Οἱ Ἀπόστολοι κάθονται σὲ πεταλοειδὲς ἕδρανο μὲ ὑποπόδιο καὶ χαμηλὸ ἐρεισίνωτο, κρατοῦν δὲ στὰ χέρια τους οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστὲς καὶ ὁ Παῦλος κλειστοὺς κώδικες (κώδικας= χειρόγραφο μὲ τὴ μορφὴ σημερινοῦ βιβλίου), οἱ ὑπόλοιποι κλειστὰ εἰλητάρια. Οἱ κώδικες καὶ τὰ εἰλητάρια συμβολίζουν τὴ διδασκαλία τοῦ θείου λόγου. Ὅπως στὴν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως, καὶ ἐδῶ οἱ Μαθητὲς ποὺ φαίνονται δὲν εἶναι οἱ Δώδεκα τοῦ ἀμέσου κύκλου τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Παῦλος καὶ οἱ Εὐαγγελιστὲς Μάρκος καὶ Λουκᾶς τοποθετήθηκαν τιμητικά, ὡς ξεχωριστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, παρ’ όλο ποὺ φυσικὰ ὁ Παῦλος ἀπουσίαζε, στὴν πραγματικότητα.


 
Κάτω αὐτῶν, σὲ σκοτεινόχρωμο βάθος, βλέπομε γέροντα μὲ βασιλικὴ στολή, ποὺ κρατᾷ ἀνοικτόχρωμο ὕφασμα καὶ μέσα τοποθετημένα δώδεκα τυλιγμένα εἰλητάρια. Ἔτσι συμβολίζεται ὁ κόσμος, ποὺ βρίσκεται στὸ σκοταδι τῆς ἄγνοιας, ἀλλὰ θὰ δεχθῇ τὸ φωτεινὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων.

Πίσω καὶ στὸ βάθος κτήριο, ποὺ ὑποδηλώνει ἐσωτερικὸ χῶρο, τὸ ὑπερῶο, ὅπου ἔλαβε χώρα τὸ γεγονὸς.

Ἀπὸ τὴν εἰκόνα ἀπουσιάζουν ὅλοι οἱ παριστάμενοι πιστοί, οἱ ὁποῖοι κι αὐτοὶ φωτίστηκαν ἀπὸ τὸν Παράκλητο, βέβαια, μεταξύ τους καὶ ἡ Παναγία. Ἡ παρουσίαση μόνο τῶν Μαθητῶν γίνεται γιὰ νὰ τονιστῇ τὸ ὅτι ἐκεῖνοι θὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο στὴν οἰκουμένη, δηλαδὴ εἰκονίζονται ὡς ἀντιπρόσωποι καὶ διδάσκαλοι ὅλων τῶν Χριστιανῶν.

Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

                         ΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ, 25 Μαΐου 2017

Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος μνημονεύεται πρῶτα ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο, μὰ φαίνεται πὼς ἑωρταζόταν πολὺ πρὶν μὲ τὴν ὀνομασία “Ἐπισῳζομένη”.
 
Ὡς εἰκόνα, κατὰ τὸν 4ον αἰ. συναντᾶται σὲ μικρογραφίες. Ἀπὸ τὸν 5ον αἰ. ἐμφανίζονται πίνακες τοῦ θέματος μεγάλων διαστάσεων καὶ κυρίως τοιχογραφίες. 

Πρόκειται γιὰ πολυπρόσωπη σύνθεση καὶ τεχνικὰ ἀπαιτητική, ἀφοῦ ὁ Ἁγιογράφος πρέπει ν’ ἀποδώσῃ μεγάλη ποικιλία μορφῶν, σχημάτων καὶ ὑφῶν. Στὸ κέντρο κάτω, δεσπόζει ἡ ἥρεμη καὶ μεγαλοπρεπῆς μορφὴ τῆς Παναγίας, ἀπὸ τὶς λίγες φορὲς ποὺ εἰκονογραφεῖται μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ σὲ σκηνὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του. Ἡ παρουσία Της κατὰ τὴν Ἀνάληψη ἀποδίδεται στὴν ἱερᾶ παράδοση, καθῶς στὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης ποὺ περιγράφουν τὸ γεγονὸς δὲν ἀναφέρεται μεταξὺ τῶν παρευρισκομένων. 



Δεξιά, ἀριστερά Της, σὲ δυὸ ἰσάριθμους χοροὺς οἱ Ἀπόστολοι. Ἐδὼ ὑπερτερεῖ ἡ θεολογικὴ θεώρηση τῆς ῥεαλιστικῆς. Οἱ Μαθητές, ὕστερα ἀπὸ τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα, ἔμειναν ἕνδεκα. Μετὰ τὴν Ἀνάληψη, γιὰ ν’ ἀποκατασταθῇ ἡ δῳδεκάδα, ἐξελέγη μὲ κλῆρο ὁ Ματθίας. Στὴν εἰκόνα, ὅμως, δεξιὰ τῆς Παναγίας βρίσκεται ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος στὴν πραγματικότητα ἔγινε Ἀπόστολος ἀρκετὰ ἀργότερα. Μὲ αὐτὸν τὸν τιμητικὸ γιὰ τὸν Παῦλο ἀναχρονισμό, ἀποκαθίσταται ἡ ἀριθμητικὴ ἰσοῤῥοπία μὲ ἕνα σημαίνον μέλος τῆς Ἐκκλησίας. 

Ἑκατέρωθεν πίσω ἀπὸ τὴν Θεοτόκο δυὸ Ἄγγελοι, λευκοντυμένοι ποὺ κρατοῦν σκῆπτρα, σύμβολα τῆς οὐράνιας ἐξουσίας τους, δείχνουν τὸν Ίησοῦ, ἐξηγῶντας στοὺς Μαθητάς ὅτι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἀνελήφθη, θὰ ἐπιστρέψῃ κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία. 



Οἱ Ἀπόστολοι παρατηροῦν τὸν ἀναλαμβανόμενο Ἰησοῦ μὲ θαυμασμό, ποὺ φανερώνεται μὲ τὶς ζωηρὲς χειρονομίες καὶ ἐκφράσεις τους. Στὸ βάθος βράχια καὶ ἐλιές, δηλώνουν τὸν τόπο ποὺ ἔγινε ἡ Ἀνάληψη, τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν.

Πάνω καὶ στὸ κέντρο εἰκονίζεται ὁ Ἰησοὺς μὲ ἐνδύματα φωτεινόχρωμα, σὲ δόξα (ὠοειδὴ ἢ κυκλικὸ σχηματισμὸ ποὺ περιβάλλει τὸν Χριστό, μὲ ἑπτὰ διαδοχικὲς ἀποχρώσεις τοῦ μπλέ, ξεκινώντας ἐσωτερικὰ ἡ σκουρότερη καὶ σταδιακὰ ἀνοίγοντας ὡς τὴν πιὸ φωτεινή), ποὺ τὴν κρατοῦν Ἄγγελοι, δὺο ἢ τέσσερεις. Ἄλλοτε οἱ Ἄγγελοι ἁπλῶς ἀτενίζουν ἢ σαλπίζουν, κατὰ τὸν στίχο “Ἀνέβη “Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ, Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος”.



Ἀπὸ τὴν εἰκονογραφικὴ ἀπόδοση τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἀνάληψη προῆλθε κατόπιν καὶ ὁ τύπος τοῦ Παντοκράτορος, ἐνῶ ἡ παράσταση τῆς Παναγίας στὴν ἴδια εἰκόνα θὰ ἐμπνεύσῃ τὸν τύπο τῆς Πλατυτέρας τῶν Οὐρανῶν.

Ἐξαιρετικῆς τέχνης εἰκόνες τῆς Ἀναλήψεως συναντοῦμε στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης (ψηφιδωτό), καὶ τοῦ 14ου αἰ. στὶς τοιχογραφίες τοῦ Βροντοχίου, τῆς Περιβλέπτου καὶ τῆς Παντανάσσης Μυστρᾶ.

Παρασκευή 14 Απριλίου 2017

               Ὕμνοι καὶ ἦχοι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος
γ΄ μέρος

 
Ἐπίσης ἡ ἁπλότητα ἢ μή, καὶ ἡ ταχύτητα ἑνὸς μέλους, αἰτιολογοῦνται ἐπ΄ αὐτῆς τῆς βάσεως. Στοὺς Μεγαλοβδομαδιάτικους Ὄρθρους κυριαρχοῦν τροπάρια ποὺ δὲν καλύπτουν κάποια ἱερουργία ἢ μιὰ μεγάλη εὐχὴ τοῦ ἱερέως, γι’ αὐτὸ ἔχουν μελῳδίες εὔκολα ἀντιληπτὲς καὶ σχετικὰ ἁπλὲς καὶ γοργές, ὥστε νὰ μὴν κουράζουν καὶ ἀποσποῦν τὸν νοῦ ἀπὸ τὴν προσευχή. Ἐξαιρέσεις ἀποτελοῦν κάποια στιχηρὰ τῶν Αἴνων καὶ μερικὰ ἀπόστιχα, ὅπως τὸ Τροπάριο τῆς Κασσιανῆς ἢ τὸ “Ἐξέδυσάν με...”, τῶν ὁποίων τὸ νόημα καὶ οἱ ψυχολογικὲς ἀποχρώσεις προσφέρονται γιὰ πιὸ περίτεχνες μουσικὲς φράσεις.

Ἀντίθετα, μικροὶ σὲ ἔκταση ὕμνοι, προκειμένου νὰ καλυφθῇ ὁ ἀπαιτούμενος γιὰ κάποια ἱεροπραξία χρόνος, ἐκτείνονται μὲ ψαλμῴδηση ἀργὴ καὶ πολυπλοκώτερη. Παραδείγματος χάριν, τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων, ὅταν ὁ ἱερέας τοποθετῇ, μετὰ ἀπὸ λιτάνευση ἐντὸς τοῦ Ναοῦ, στὸν Σωλέα τὴν εἰκόνα τοῦ Νυμφίου, ψάλλεται πολὺ ἀργὰ τό, ἀλλιῶς σύντομο, “Ἰδού, ὁ Νυμφίος...”. Τὸ ἴδιο συμβαίνει κατὰ τὴν τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου, μετὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα, ὅταν ψάλλεται ἀργὰ τὸ ἤδη ἐμμελῶς ἀπαγγελθὲν “Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου...”, καὶ κατὰ τὴν ἔξοδο τοῦ Ἐπιταφίου, ποὺ ψάλλεται ᾀσματικό, δηλαδὴ ἀργὸ καὶ μὲ πιὸ περίπλοκη μελῳδία, τὸ “Ἅγιος ὁ Θεός...”.

Ἡ μουσικὴ στὴ θρησκεία εἶναι μέσον προσευχῆς, καλλιεργείας, πνευματικῆς συγκεντρώσεως καὶ ἀνατάσεως, ὄχι σκοπὸς ματαιόδοξης ἐπιδείξεως μουσικοσυνθετικῶν ἢ φωνητικῶν ἰκανοτήτων. Συνειδητοποιῶντας τὸν ῥόλο της, μὲ τὴν ἀξία ποὺ προσδίδει τὸ μέτρο καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀνοησία τῶν ὑπερβολῶν, κυρίως κατὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, μποροῦμε, ὡς ἑρμηνευτὲς ἢ ἀκροατές της, νὰ ὠφεληθοῦμε καὶ νὰ ὠφελήσωμε. Εἶναι μειωτικὸ νὰ ὑποβιβάζωμε τὸν ἐμμελῆ προσευχητικὸ λόγο σὲ μιὰ “ἄτακτη βοή”, ἀντιθέτως ἀξίζει ν' ἀνυψώσουμε τὴν αἰσθητικὴ ἰκανοποίηση ποὺ δίνει ἡ μουσικὴ στὸ ἐπίπεδο τῆς προσευχῆς.
Καλὴ Ἀνάσταση!
                  Ὕμνοι καὶ ἦχοι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος

Β΄ μέρος

Τὸ ἄκουσμα τοῦ κάθε ἤχου ἔχει παρατηρηθῆ πῶς συνδέεται μὲ συγκεκριμένες ψυχικὲς καταστάσεις, “ταιριάζει” μὲ κάποιες ἢ τὶς προκαλεῖ. Ἔστι, ὅπως καὶ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ μουσική, διακρίνονται καὶ στὴ βυζαντινὴ τρία ἤθη (χαρακτῆρες ψυχοακουστικῆς φύσεως), τὸ διασταλτικό, τὸ συσταλτικὸ καὶ τὸ ἡσυχαστικό. Τὸ διασταλτικὸν ἦθος ἐμπνέει μεγαλοπρέπεια, γενναιότητα, πράξεις ἡρωικές. Τέτοιον χαρακτῆρα ἔχουν οἱ ἦχοι Πρῶτος, Τρίτος. Τὸ συσταλτικόν, μὲ τὸ ὁποῖο “ἡ ψυχὴ συνάγεται εἰς ταπεινότητα”, ταιριάζει σὲ οἴκτους, θρήνους, ἐρωτικὰ πάθη. Ὁ Δεύτερος καὶ οἱ πλάγιοι, πλὴν τοῦ Βαρέος, ἀντιστοιχοῦν σ’ αὑτό. Τὸ ἡσυχαστικὸ προκαλεῖ ἠρεμότητα ψυχῆς καὶ συναισθήματα ἐλευθέρια καὶ εἰρηνικά, τοῦ ἁρμόζουν ὕμνοι, παιᾶνες, ἐγκώμια, συμβουλές, αὐτὸ τὸ ἦθος ἔχουν οἱ Πρῶτος καὶ Βαρύς.

 
Πολὺ χαριτωμένα εἶναι τὰ ἑξάστιχα ἰαμβεῖα ποὺ ἀναγράφονται στὴν Παρακλητική, στὸ τέλος κάθε ἤχου. Ἔκεῖ, ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐγκωμιάζει, καλοπιάνει, τρόπον τινά, τὸν ἤχο ποὺ μόλις ἔχει ὁλοκληρωθῆ, ἀναφερόμενος στὸ ἄκουσμά του. Ἔτσι, ὁ Πρῶτος ἔχει “πρωτεῖα νίκης πανταχοῦ πάντων”, ὁ Δεύτερος ἀποκαλεῖται “μελίῤῥυτος”, καὶ τὸ μέλος τοῦ, “μελιχρόν, γλυκύτατον, μελισταγές”, “ὀστᾶ πιαίνει, καρδίας τ’ ἐνηδύνει”. Ὁ Τρίτος “σύνεγγυς πρὸς ἀνδρικοὺς πόνους”, “ἄκομψος (μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἀνεπιτήδευτου), ἁπλοῦς, ἀνδρικὸς πάνυ”. Ὁ Τέταρτος “πανηγυριστὴς καὶ χορευτής”, “πλήρης εὐφωνίας”, εὐλογεῖται άπὸ τῶν “χορευτῶν τὰ στίφη”. Ὁ Πλάγιος τοῦ Πρώτου ἀναγνωρίζεται μὲ διπλὸ χαρακτῆρα, ἀφοῦ εἶναι “θρηνῳδὸς καὶ φιλοικτίρμων ἄγαν” μὰ καὶ “εἰς τὰ πολλὰ ... χορεύει εὐρύθμως“. Ὁ Πλάγιος τοῦ Δευτέρου, “μελιχρός, γλυκύς, τέττιγξ”, “φέρει τὰς ἡδονὰς διπλοσυνθέτους”. Ὁ Βαρὺς “φέρει ὁπλιτικῆς φάλαγγος οἰκεῖον μέλος”, “βρέμει ἀνδρῶν ᾄσμα” καὶ εἶναι “ποικίλος” (ὑπαινιγμὸς τῶν τριῶν διαφορετικῶν ἀκουσμάτων του), καὶ “ἁπλοῦς”. Ὁ Πλάγιος τοῦ Τετάρτου, τέλος, “ἀνευρύνει τοὺς κρότους τῶν ᾳσμάτων”, “φέρων ἐν ἑαυτῷ πᾶν καλὸν μέλος”.
 

Ἡ μελῳδία, λοιπόν, ὑπηρετεῖ τὸν λόγο καὶ τὸ νόημά του, μὲ χρήση τοῦ καταλλήλου ἤχου. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι στὴ διάρκεια τῆς Μ. Ἑβδομάδος κυριαρχοῦν οἱ Δεύτερος καὶ Πλάγιος τοῦ Δευτέρου. Τὸ ἄκουσμά τους ἀποδίδει τὸ πάθος, τὴν ὀδύνη, προκαλεῖ οἶκτο καὶ κατάνυξη. Ἀκόμα καὶ σὲ τροπάρια ποὺ ψάλλονται σὲ ἄλλο ἦχο, συχνὰ λέξεις μὲ θλιβερὸ περιεχόμενο, ὅπως “ἁμαρτία”, “φθορά”, “οἴμοι”, ἐκφράζονται μὲ τὴν πρόσκαιρη εἰσαγωγὴ ἑνὸς τῶν δύο αὐτῶν ἤχων. Ἡ μονοτονία ἀποφεύγεται μὲ τὴ χρήση βεβαίως καὶ ἄλλων ἤχων. Μάλιστα, γιὰ νὰ τονιστῇ κάποτε ἡ ἐλπίδα, ἡ αἰσιοδοξία ἢ ἡ μεγαλοπρέπεια, καὶ γιὰ άκουστικὴ καὶ ψυχολογικὴ ἀνακούφιση, είσάγονται ὁ Τρίτος, ὁ Βαρὺς καὶ ὁ Πλάγιος τοῦ Τετάρτου, ποὺ ἔχουν αὐτὰ τὰ χαρμόσυνα χαρακτηριστικά.

συνεχίζεται 
               Ὕμνοι καὶ ἦχοι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος

α' μέρος

 Κείμενο τῆς Μαριάννας Ἐλευθερίου

Τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα κάθε ἀπόγευμα τελεῖται στοὺς Ναοὺς ὁ Ὄρθρος τῆς ἑπομένης ἡμέρας. Ὅπως φανερώνει τὸ ὄνομά του, ὁ Ὄρθρος κανονικὰ γίνεται τὰ χαράματα. Μεταφέρεται, ὅμως, κατὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, στὸ ἀπόγευμα τῆς προηγουμένης (τότε ἀρχίζει ἡ ἡμέρα σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη), γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τὸν παρακολουθήσουν περισσότεροι πιστοί. Τὸ ἰδιαίτερο αὐτῶν τῶν ἀκολουθιῶν δὲν εἶναι οἱ διαφορὲς στὸ τυπικό τους, ἀφοῦ στὸν Ὄρθρο τῆς Μ. Παρασκευῆς (Μ. Πέμπτη ἑσπέρας) προστίθενται οἱ δώδεκα Εὐαγγελικὲς περικοπές, ἀντίφωνα μεταξὺ τῶν ἕξι πρώτων καὶ οἱ Μακαρισμοί, ἐνῷ σ’ ἐκεῖνον τοῦ Μ. Σαββάτου (Μ. Παρασκευὴ ἑσπέρας) τὰ Ἐγκώμια καὶ ἡ περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου. Τὰ στοιχεῖα ποὺ τοὺς κάνουν τόσο ξεχωριστοὺς εἶναι τὸ ἐξαιρετικὰ πυκνὸ θεολογικό τους περιεχόμενο, ἡ μοναδικότητα τελέσεώς τους, καθῶς δὲν ἐπαναλαμβάνονται ποτὲ ξανὰ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους, καὶ οἱ μελῳδίες τῶν ὕμνων.


Ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐξωλατρευτική, ἔχει κάποια χαρακτηριστικὰ ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως δείχνουν σὰν περιορισμοί, ἀλλὰ εἶναι ἀπόλυτα δικαιολογημένα καὶ λογικὰ στηριγμένα. Ι) ἡ μελῳδία ὑποτάσσεται στὸ λόγο, καὶ, ἀκόμη περισσότερο, στὸ νόημά του. ΙΙ) ἡ μελῳδία ἀναπτύσσεται ἢ περιορίζεται ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τῆς ἑκάστοτε τελετῆς ἢ τελουμένης πράξεως.

Προτοῦ ἀναλυθοῦν τὰ παραπάνῳ χαρακτηριστικὰ σὲ σχέση μὲ τοὺς ὕμνους τῆς Μ. Ἑβδομάδος, θὰ γίνῃ σύντομη ἀναφορὰ στὸ τὶ νοεῖται ἦχος, ἐπειδὴ αὐτοὶ οἱ ὀκτὼ τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς προσφέρουν στὸν μελῳδὸ τὸ εὖρος τῶν ἀπαιτουμένων “ἐργαλείων” γιὰ ν’ ἀποδώσῃ τὸ νόημα τοῦ ποιητικοῦ κειμένου τοῦ ὕμνου. Ἦχος, στὴν ὁρολογία τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς, εἶναι σύνολο ἰδιοτήτων τῆς μελῳδίας (ἀνεπίσημος ὁρισμός). Τὰ συστατικά του, ἐκεῖνα τὰ γνωρίσματα ποὺ τὸν ξεχωρίζουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἤχους, εἶναι τὸ ἀπήχημα (λέγεται καὶ προήχημα ἢ ἐνήχημα), ἡ κλίμακα, οἱ καταλήξεις καὶ οἱ δεσπόζοντες φθόγγοι. Συνοπτικὰ ἐξηγῶντας, ἀπήχημα εἶναι μικρὴ μουσικὴ φράση ποὺ ψάλλεται στὴν ἀρχὴ τοῦ μέλους καὶ εἰσάγει στὸ ἄκουσμα τοῦ ἤχου. Κλίμακα λέμε μιὰ ἀκολουθία ὀκτὼ διαδοχικῶν φθόγγων. Ἡ ἀπόσταση μεταξὺ τῶν φθόγγων «ὁρίζει» τὴν ἑκάστοτε κλίμακα. Οἱ δεσπόζοντες φθόγγοι ἀκούονται πιὸ συχνὰ στὴ μελῳδία καὶ ἀποτελοῦν τὸ στήριγμά της. Οἱ καταλήξεις τῶν μουσικῶν φράσεων ἀντιστοιχοῦν στὰ σημεία στίξεως τοῦ κειμένου, καὶ διακρίνονται σέ: ἀτελεῖς, ὅταν στὸ κείμενο ὑπάρχει κόμμα ἢ ἄνω τελεία, ἐντελεῖς, στὴ θέση τελείας στιγμῆς του κειμένου, ἀλλὰ ὄχι στὸ τέλος του, καὶ τελικές, ὅταν ὁλοκληρώνεται τὸ μέλος.

συνεχίζεται

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

ΝΑΟΣ  ΚΑΙ  ΚΑΛΕΣ  ΤΕΧΝΕΣ

Β΄ μέρος

Ἡ ἁφὴ καὶ ἡ ὅραση λαμβάνουν τὸ μερίδιό τους ἀπὸ τὴν αἰσθητικὴ ικανοποίηση, χάρη στὶς τέχνες ποὺ ἤδη ἀναφέραμε, μὰ δὲν τὸ στερεῖται ἡ ἀκοή, μὲ τὴ βοήθεια τῆς μουσικῆς καὶ τῆς ποίησης.

Ἡ Μουσική, ἡ βυζαντινὴ ποὺ ἀκούγεται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον στοὺς Ναούς μας, εἶναι θυγατέρα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, ἂν καὶ δέχθηκε ἐπιδράσεις ἀπὸ πολλὰ μέρη τῆς άχανοῦς Αὐτοκρατορίας. Στὴ λατρεία παρέμεινε φωνητική, χωρὶς τὴ χρήση μουσικῶν ὀργάνων, γιὰ λόγους ὄχι δογματικούς. Ἡ ῥυθμικὴ ποικιλία της δείχνει τὴν ἀρχαία καταγωγή της. Ὁ μελωδικὸς πλοῦτος, μὲ ἤχους, κλίμακες καὶ διαστήματα ποὺ δὲν βρίσκονται στὴ μουσικὴ τῆς ὑπόλοιπης Εὐρῶπης, ἀποκαλύπτει τὸ στερεὸ ἐπιστημονικὸ ὑπόβαθρο καὶ τὴν ἐκφραστικὴ δύναμή της.

Ἡ Ποίηση, λιγότερο φανερὴ μὰ πιὸ οἰκεία άπ` ὅλες, προσφέρει τὸ σεμνὸ καὶ μεγαλόπρεπο ἔνδυμα στὰ θεολογικὰ νοήματα ποὺ ἀκούονται. Μέτρα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς ποίησης, παρηχήσεις, ὁμοιοκαταληξίες, μεταφορές, συνεκδοχὲς καὶ ἄλλα στολίδια τῆς μορφῆς καὶ τῆς σύνταξης τοῦ λόγου, κάνουν τοὺς ὕμνους λογοτεχνικοὺς θησαυρούς. Τὰ κοντάκια, οἱ κανόνες, τὰ τροπάρια, εἶναι ποιητικὰ κείμενα. Ἀπὸ τὰ πιὸ ἀγαπημένα, οἱ ἐξαίσιοι ιαμβικοὶ κανόνες τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανείων, καὶ ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος.

Αὐτὸ εἶναι τὸ μὲ τὶς αἰσθήσεις μας ἀντιληπτὸ τμῆμα τῆς ὑπόστασης ἐνὸς Ναοῦ. Ἡ προσευχὴ καὶ ἡ λατρεία τοῦ δίνουν λόγο ὕπαρξης, τὸν στολίζουν νοερά, οἱ τέχνες προσφέρουν τὶς ὑπηρεσίες τους σ᾿ αὐτὸν τὸν ἱερὸ σκοπό. Γι᾿ αὐτό, ἡ σωστὴ καὶ πλήρης κατάρτιση ἐκείνων ποὺ ἐργάζονται στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες ὀφείλει νὰ εἶναι πρώτο καθῆκον ὅσων τὶς διδάσκουν καὶ τὶς διδάσκονται.

 Κροκεάτης λίθος, ἐσωτερικὸ Ἁγιᾶς Σοφιᾶς

Ἄν κάποιος βλέπει ὅτι στὸν Ναό του δὲν εἶναι ἔτσι, ὅπως τὰ ἀναφέρω, συμβαίνει γιατὶ ἡ καλλιέργεια, ἡ καλαισθησία, ἡ ἀγάπη γιὰ τὶς τέχνες ἀτόνισαν. Ἀδαεῖς, ἡμιμαθεῖς, ἀδιάφοροι, προκλητικὰ ἄτεχνοι «καλλιτέχνες» ποὺ κακῶς καὶ ἀδιακρίτως εἰσῆλθαν στὸν χῶρο, γίνονται αἴτιοι συκοφαντίας τῆς αἰσθητικῆς ἀξίας αὐτῶν τῶν τεχνῶν. Βρῆκαν, ὅμως, ἔδαφος καὶ εὐδοκίμησαν: τὴν ἀδιαφορία τῶν ὑπευθύνων τῶν Ναῶν, ποὺ θὰ ἔπρεπε κάθε παρατρεχάμενο εἶδος νὰ τὸ ἐξοστρακίσουν. Ὁ ἄγρυπνος προστάτης αὐτῆς τῆς ὀμορφιᾶς εἶναι κάθε ἁρμόδιος ἐπίσημος φορέας, ἐκκλησιαστικὸς καὶ κρατικός, μά, κυρίως, ἡ προσωπικὴ παιδεία, ἡ ἀντίληψη καὶ ἡ εὐσυνειδησία μας. Ὅπως κ᾿ ἕνας ἰερέας ἔλεγε, «ἄν αὐτὸ ποὺ ἔφτιαξες δὲν ἀρέσει σὲ σένα, γιατὶ τὸ προσφέρεις στὸν Θεό;»

Τὰ ἀριστουργήματα ποὺ διασῴζονται σὲ τόσους Ναούς, μᾶς διδάσκουν «δωρεάν» καὶ μὲ τὴ λεπτότερη μέθοδο, τὴν ἐξοικείωση. Μᾶς δείχνουν τὸ ὕψος στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ στοχεύουν οἱ σημερινοὶ καλλιτέχνες (μπορεῖ νὰ μὴ τὸ φθάσουν ποτέ, ἀλλὰ μπορεῖ, καὶ εἴθε, νὰ τὸ ξεπεράσουν). Ἀρκεῖ νὰ θυμώμαστε νὰ μὴν ὑποτιμοῦμε τὴν ἀξία τῆς τριβῆς, τῆς ἄσκησης καὶ τοῦ χρόνου στὴν ἐκπαιδευτικὴ πορεία. «Εἰκονίτσα», «σκαλισματάκι» ἢ «ἕνας ψαλμὸς» ποὺ βγῆκαν μ᾿ ἕναν μῆνα (ἐπιπόλαιας) μαθητείας, εἶναι ὑποβιβασμὸς καὶ τῆς τέχνης καὶ τῆς θρησκείας. «Δὲν ὑπάρχει βασιλικὴ ὁδὸς γιὰ τὴ Γεωμετρία».

ΝΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ 
 
Α΄ μέρος

Ὅλοι ἀγαπᾶμε τὶς καλὲς τέχνες, συχνὰ προσερχόμαστε ὅπου στεγάζονται γιὰ νὰ τὶς θαυμάσωμε, νὰ εἰσπνεύσωμε τὸ ἄρωμά τους. Βέβαια, θὰ καταβάλωμε ἕνα γενναῖο ἀντίτιμο κατὰ τὴν εἴσοδό μας. Συνήθως, ὅμως, παρουσιάζεται μία τέχνη σὲ κάθε χῶρο, θὰ εἶναι μουσική; θὰ εἶναι διακόσμηση; ἀλλὰ μία.

Ἕνας χῶρος συνάντησης καὶ συνεργασίας πολλῶν τεχνῶν εἶναι ὁ ὀρθόδοξος Ναός, ἡ Ἐκκλησία μας. Ἡ πηγὴ τῆς ψυχικῆς μας ἀνάτασης, ἀκτινοβολεῖ ἐπιπλέον τὴν αἴγλη ἑνὸς μεγάλου καλλιτεχνικοῦ ἱδρύματος, προσιτὴ καὶ δίπλα μας πάντα, μοιράζοντας τελείως ἐλεύθερα τοὺς θησαυρούς της καὶ στὴν τέχνη.

Ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό της, ἀκόμη, ξεχωρίζει κ᾿ ἐπιβάλλεται ἀνάμεσα στ᾿ ἄλλα κτήρια (ποὺ κακότεχνα, δίχως ἁρμονία καὶ ταυτότητα ἐμφανίζονται ὅλο συχνότερα, κυρίως στὶς μεγάλες πόλεις). Ἡ Ἀρχιτεκτονική, στὸν τομέα τῆς ναοδομίας, ἀξιοποίησε καὶ ἀνέδειξε στοιχεῖα ἀρχαιοελληνικὰ καὶ ῥωμαϊκά (μὲ τὴ διαίρεση τοῦ ἐσωτερικοῦ ἐμπνευσμένη σὲ πολλὰ ἀπ᾿ τὸ ἀρχαῖο θέατρο, χρησιμοποιῶντας τρούλλους, κίονες, ἁψιδες, σαμαρωτὲς στέγες κ. ἄ.).Ἔτσι, μᾶς ἔδωσε, μὲ τοὺς ῥυθμοὺς τῆς βασιλικῆς, τὸν βυζαντινό, σπανιώτερα τὴ ῥοτόντα, ἢ μὲ συνδυασμούς τους, οἰκοδομήματα μὲ ὀμορφιά, κῦρος καὶ πληθώρα συμβολισμῶν.

                                   Μονὴ Παντανάσσης, Μυστρᾶς 



Καὶ τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Ναοῦ εἶναι περίτεχνο, λειτουργικό, ξεχωριστό. Ἡ Ζωγραφική, ἄλλοτε μὲ τὴν ὑψηλῆς λεπτότητας καὶ πευματικότητας τεχνικὴ τῆς βυζαντινῆς Ἁγιογραφίας, ἄλλοτε μὲ τὸ λαμπερὸ και ἐκφραστικὸ ψηφιδωτό, ἀνέλαβε νὰ διατηρήσῃ τη μνήμη ἱερῶν προσώπων, γεγονότων καὶ διδαγμάτων τῆς πίστεως. Οἱ εἰκόνες, φορητὲς στὰ προσκυνητάρια καὶ στὸ Τέμπλο, τοιχογραφίες ἀλλοῦ, ἀποδίδονται μὲ τεχνοτροπίες ὑψηλῆς θεολογικῆς καὶ καλλιτεχνικῆς ἀξίας.

Ἡ Διακοσμητικὴ ὑπεισέρχεται σχεδὸν παντοῦ καὶ μὲ ἁρμονία συμπληρώνει τὸ εἰκαστικὸ ἀποτέλεσμα. Ἐμπνευσμένοι συνδυασμοὶ ὑλικῶν (ὅπως οἱ φανταστικὲς ὀρθομαρμαρώσεις τῆς Ἁγιὰς Σοφιάς), χρωμάτων καὶ ὑφῶν, χρήση μορφῶν γεωμετρικῶν, φυτικῶν, ζωϊκῶν, ἐπενδύουν πλεῖστα μέρη τοῦ Ναοῦ, ἀνακουφίζοντας ἀπὸ τὴ μονοτονία καὶ δίνοντας στὸν καλλιτέχνη τὴν εὐκαιρία νὰ ξεδιπλώσῃ τὴν τεχνικὴ καὶ τὴ φαντασία του.

Ἡ Γλυπτική, παρὰ τὸ ὅτι άγάλματα δὲν υἱοθετήθηκαν στὴ βυζαντινὴ λατρευτικὴ τέχνη, φανερώνει τὸ μεγαλεῖο της σὲ διάφορα ὑλικὰ καὶ μεγέθη. Ἱερὰ σκεύη, ἔπιπλα, ἀντικείμενα (Ἁγία Τράπεζα, Τέμπλο, λοιπὰ προσκυνητάρια, Ἄμβωνας, Δεσποτικό), ἀρχιτεκτονικὰ μέρη (κίονες, ἐπιστύλια, τύμπανα κ. ἄ.) δείχνουν κεντημένα καὶ λεπτεπίλεπτα, παρὰ τὴ σκληρότητα τῶν πρώτων ὑλῶν ποὺ χρησιμοποιοῦνται.




                   
                               κιονόκρανο ἐσωτερικοῦ Ἁγιᾶς Σοφιᾶς



συνεχίζεται