Παρασκευή 14 Απριλίου 2017

               Ὕμνοι καὶ ἦχοι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος
γ΄ μέρος

 
Ἐπίσης ἡ ἁπλότητα ἢ μή, καὶ ἡ ταχύτητα ἑνὸς μέλους, αἰτιολογοῦνται ἐπ΄ αὐτῆς τῆς βάσεως. Στοὺς Μεγαλοβδομαδιάτικους Ὄρθρους κυριαρχοῦν τροπάρια ποὺ δὲν καλύπτουν κάποια ἱερουργία ἢ μιὰ μεγάλη εὐχὴ τοῦ ἱερέως, γι’ αὐτὸ ἔχουν μελῳδίες εὔκολα ἀντιληπτὲς καὶ σχετικὰ ἁπλὲς καὶ γοργές, ὥστε νὰ μὴν κουράζουν καὶ ἀποσποῦν τὸν νοῦ ἀπὸ τὴν προσευχή. Ἐξαιρέσεις ἀποτελοῦν κάποια στιχηρὰ τῶν Αἴνων καὶ μερικὰ ἀπόστιχα, ὅπως τὸ Τροπάριο τῆς Κασσιανῆς ἢ τὸ “Ἐξέδυσάν με...”, τῶν ὁποίων τὸ νόημα καὶ οἱ ψυχολογικὲς ἀποχρώσεις προσφέρονται γιὰ πιὸ περίτεχνες μουσικὲς φράσεις.

Ἀντίθετα, μικροὶ σὲ ἔκταση ὕμνοι, προκειμένου νὰ καλυφθῇ ὁ ἀπαιτούμενος γιὰ κάποια ἱεροπραξία χρόνος, ἐκτείνονται μὲ ψαλμῴδηση ἀργὴ καὶ πολυπλοκώτερη. Παραδείγματος χάριν, τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων, ὅταν ὁ ἱερέας τοποθετῇ, μετὰ ἀπὸ λιτάνευση ἐντὸς τοῦ Ναοῦ, στὸν Σωλέα τὴν εἰκόνα τοῦ Νυμφίου, ψάλλεται πολὺ ἀργὰ τό, ἀλλιῶς σύντομο, “Ἰδού, ὁ Νυμφίος...”. Τὸ ἴδιο συμβαίνει κατὰ τὴν τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου, μετὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα, ὅταν ψάλλεται ἀργὰ τὸ ἤδη ἐμμελῶς ἀπαγγελθὲν “Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου...”, καὶ κατὰ τὴν ἔξοδο τοῦ Ἐπιταφίου, ποὺ ψάλλεται ᾀσματικό, δηλαδὴ ἀργὸ καὶ μὲ πιὸ περίπλοκη μελῳδία, τὸ “Ἅγιος ὁ Θεός...”.

Ἡ μουσικὴ στὴ θρησκεία εἶναι μέσον προσευχῆς, καλλιεργείας, πνευματικῆς συγκεντρώσεως καὶ ἀνατάσεως, ὄχι σκοπὸς ματαιόδοξης ἐπιδείξεως μουσικοσυνθετικῶν ἢ φωνητικῶν ἰκανοτήτων. Συνειδητοποιῶντας τὸν ῥόλο της, μὲ τὴν ἀξία ποὺ προσδίδει τὸ μέτρο καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀνοησία τῶν ὑπερβολῶν, κυρίως κατὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, μποροῦμε, ὡς ἑρμηνευτὲς ἢ ἀκροατές της, νὰ ὠφεληθοῦμε καὶ νὰ ὠφελήσωμε. Εἶναι μειωτικὸ νὰ ὑποβιβάζωμε τὸν ἐμμελῆ προσευχητικὸ λόγο σὲ μιὰ “ἄτακτη βοή”, ἀντιθέτως ἀξίζει ν' ἀνυψώσουμε τὴν αἰσθητικὴ ἰκανοποίηση ποὺ δίνει ἡ μουσικὴ στὸ ἐπίπεδο τῆς προσευχῆς.
Καλὴ Ἀνάσταση!
                  Ὕμνοι καὶ ἦχοι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος

Β΄ μέρος

Τὸ ἄκουσμα τοῦ κάθε ἤχου ἔχει παρατηρηθῆ πῶς συνδέεται μὲ συγκεκριμένες ψυχικὲς καταστάσεις, “ταιριάζει” μὲ κάποιες ἢ τὶς προκαλεῖ. Ἔστι, ὅπως καὶ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ μουσική, διακρίνονται καὶ στὴ βυζαντινὴ τρία ἤθη (χαρακτῆρες ψυχοακουστικῆς φύσεως), τὸ διασταλτικό, τὸ συσταλτικὸ καὶ τὸ ἡσυχαστικό. Τὸ διασταλτικὸν ἦθος ἐμπνέει μεγαλοπρέπεια, γενναιότητα, πράξεις ἡρωικές. Τέτοιον χαρακτῆρα ἔχουν οἱ ἦχοι Πρῶτος, Τρίτος. Τὸ συσταλτικόν, μὲ τὸ ὁποῖο “ἡ ψυχὴ συνάγεται εἰς ταπεινότητα”, ταιριάζει σὲ οἴκτους, θρήνους, ἐρωτικὰ πάθη. Ὁ Δεύτερος καὶ οἱ πλάγιοι, πλὴν τοῦ Βαρέος, ἀντιστοιχοῦν σ’ αὑτό. Τὸ ἡσυχαστικὸ προκαλεῖ ἠρεμότητα ψυχῆς καὶ συναισθήματα ἐλευθέρια καὶ εἰρηνικά, τοῦ ἁρμόζουν ὕμνοι, παιᾶνες, ἐγκώμια, συμβουλές, αὐτὸ τὸ ἦθος ἔχουν οἱ Πρῶτος καὶ Βαρύς.

 
Πολὺ χαριτωμένα εἶναι τὰ ἑξάστιχα ἰαμβεῖα ποὺ ἀναγράφονται στὴν Παρακλητική, στὸ τέλος κάθε ἤχου. Ἔκεῖ, ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐγκωμιάζει, καλοπιάνει, τρόπον τινά, τὸν ἤχο ποὺ μόλις ἔχει ὁλοκληρωθῆ, ἀναφερόμενος στὸ ἄκουσμά του. Ἔτσι, ὁ Πρῶτος ἔχει “πρωτεῖα νίκης πανταχοῦ πάντων”, ὁ Δεύτερος ἀποκαλεῖται “μελίῤῥυτος”, καὶ τὸ μέλος τοῦ, “μελιχρόν, γλυκύτατον, μελισταγές”, “ὀστᾶ πιαίνει, καρδίας τ’ ἐνηδύνει”. Ὁ Τρίτος “σύνεγγυς πρὸς ἀνδρικοὺς πόνους”, “ἄκομψος (μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἀνεπιτήδευτου), ἁπλοῦς, ἀνδρικὸς πάνυ”. Ὁ Τέταρτος “πανηγυριστὴς καὶ χορευτής”, “πλήρης εὐφωνίας”, εὐλογεῖται άπὸ τῶν “χορευτῶν τὰ στίφη”. Ὁ Πλάγιος τοῦ Πρώτου ἀναγνωρίζεται μὲ διπλὸ χαρακτῆρα, ἀφοῦ εἶναι “θρηνῳδὸς καὶ φιλοικτίρμων ἄγαν” μὰ καὶ “εἰς τὰ πολλὰ ... χορεύει εὐρύθμως“. Ὁ Πλάγιος τοῦ Δευτέρου, “μελιχρός, γλυκύς, τέττιγξ”, “φέρει τὰς ἡδονὰς διπλοσυνθέτους”. Ὁ Βαρὺς “φέρει ὁπλιτικῆς φάλαγγος οἰκεῖον μέλος”, “βρέμει ἀνδρῶν ᾄσμα” καὶ εἶναι “ποικίλος” (ὑπαινιγμὸς τῶν τριῶν διαφορετικῶν ἀκουσμάτων του), καὶ “ἁπλοῦς”. Ὁ Πλάγιος τοῦ Τετάρτου, τέλος, “ἀνευρύνει τοὺς κρότους τῶν ᾳσμάτων”, “φέρων ἐν ἑαυτῷ πᾶν καλὸν μέλος”.
 

Ἡ μελῳδία, λοιπόν, ὑπηρετεῖ τὸν λόγο καὶ τὸ νόημά του, μὲ χρήση τοῦ καταλλήλου ἤχου. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι στὴ διάρκεια τῆς Μ. Ἑβδομάδος κυριαρχοῦν οἱ Δεύτερος καὶ Πλάγιος τοῦ Δευτέρου. Τὸ ἄκουσμά τους ἀποδίδει τὸ πάθος, τὴν ὀδύνη, προκαλεῖ οἶκτο καὶ κατάνυξη. Ἀκόμα καὶ σὲ τροπάρια ποὺ ψάλλονται σὲ ἄλλο ἦχο, συχνὰ λέξεις μὲ θλιβερὸ περιεχόμενο, ὅπως “ἁμαρτία”, “φθορά”, “οἴμοι”, ἐκφράζονται μὲ τὴν πρόσκαιρη εἰσαγωγὴ ἑνὸς τῶν δύο αὐτῶν ἤχων. Ἡ μονοτονία ἀποφεύγεται μὲ τὴ χρήση βεβαίως καὶ ἄλλων ἤχων. Μάλιστα, γιὰ νὰ τονιστῇ κάποτε ἡ ἐλπίδα, ἡ αἰσιοδοξία ἢ ἡ μεγαλοπρέπεια, καὶ γιὰ άκουστικὴ καὶ ψυχολογικὴ ἀνακούφιση, είσάγονται ὁ Τρίτος, ὁ Βαρὺς καὶ ὁ Πλάγιος τοῦ Τετάρτου, ποὺ ἔχουν αὐτὰ τὰ χαρμόσυνα χαρακτηριστικά.

συνεχίζεται 
               Ὕμνοι καὶ ἦχοι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος

α' μέρος

 Κείμενο τῆς Μαριάννας Ἐλευθερίου

Τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα κάθε ἀπόγευμα τελεῖται στοὺς Ναοὺς ὁ Ὄρθρος τῆς ἑπομένης ἡμέρας. Ὅπως φανερώνει τὸ ὄνομά του, ὁ Ὄρθρος κανονικὰ γίνεται τὰ χαράματα. Μεταφέρεται, ὅμως, κατὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, στὸ ἀπόγευμα τῆς προηγουμένης (τότε ἀρχίζει ἡ ἡμέρα σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη), γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τὸν παρακολουθήσουν περισσότεροι πιστοί. Τὸ ἰδιαίτερο αὐτῶν τῶν ἀκολουθιῶν δὲν εἶναι οἱ διαφορὲς στὸ τυπικό τους, ἀφοῦ στὸν Ὄρθρο τῆς Μ. Παρασκευῆς (Μ. Πέμπτη ἑσπέρας) προστίθενται οἱ δώδεκα Εὐαγγελικὲς περικοπές, ἀντίφωνα μεταξὺ τῶν ἕξι πρώτων καὶ οἱ Μακαρισμοί, ἐνῷ σ’ ἐκεῖνον τοῦ Μ. Σαββάτου (Μ. Παρασκευὴ ἑσπέρας) τὰ Ἐγκώμια καὶ ἡ περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου. Τὰ στοιχεῖα ποὺ τοὺς κάνουν τόσο ξεχωριστοὺς εἶναι τὸ ἐξαιρετικὰ πυκνὸ θεολογικό τους περιεχόμενο, ἡ μοναδικότητα τελέσεώς τους, καθῶς δὲν ἐπαναλαμβάνονται ποτὲ ξανὰ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους, καὶ οἱ μελῳδίες τῶν ὕμνων.


Ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐξωλατρευτική, ἔχει κάποια χαρακτηριστικὰ ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως δείχνουν σὰν περιορισμοί, ἀλλὰ εἶναι ἀπόλυτα δικαιολογημένα καὶ λογικὰ στηριγμένα. Ι) ἡ μελῳδία ὑποτάσσεται στὸ λόγο, καὶ, ἀκόμη περισσότερο, στὸ νόημά του. ΙΙ) ἡ μελῳδία ἀναπτύσσεται ἢ περιορίζεται ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τῆς ἑκάστοτε τελετῆς ἢ τελουμένης πράξεως.

Προτοῦ ἀναλυθοῦν τὰ παραπάνῳ χαρακτηριστικὰ σὲ σχέση μὲ τοὺς ὕμνους τῆς Μ. Ἑβδομάδος, θὰ γίνῃ σύντομη ἀναφορὰ στὸ τὶ νοεῖται ἦχος, ἐπειδὴ αὐτοὶ οἱ ὀκτὼ τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς προσφέρουν στὸν μελῳδὸ τὸ εὖρος τῶν ἀπαιτουμένων “ἐργαλείων” γιὰ ν’ ἀποδώσῃ τὸ νόημα τοῦ ποιητικοῦ κειμένου τοῦ ὕμνου. Ἦχος, στὴν ὁρολογία τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς, εἶναι σύνολο ἰδιοτήτων τῆς μελῳδίας (ἀνεπίσημος ὁρισμός). Τὰ συστατικά του, ἐκεῖνα τὰ γνωρίσματα ποὺ τὸν ξεχωρίζουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἤχους, εἶναι τὸ ἀπήχημα (λέγεται καὶ προήχημα ἢ ἐνήχημα), ἡ κλίμακα, οἱ καταλήξεις καὶ οἱ δεσπόζοντες φθόγγοι. Συνοπτικὰ ἐξηγῶντας, ἀπήχημα εἶναι μικρὴ μουσικὴ φράση ποὺ ψάλλεται στὴν ἀρχὴ τοῦ μέλους καὶ εἰσάγει στὸ ἄκουσμα τοῦ ἤχου. Κλίμακα λέμε μιὰ ἀκολουθία ὀκτὼ διαδοχικῶν φθόγγων. Ἡ ἀπόσταση μεταξὺ τῶν φθόγγων «ὁρίζει» τὴν ἑκάστοτε κλίμακα. Οἱ δεσπόζοντες φθόγγοι ἀκούονται πιὸ συχνὰ στὴ μελῳδία καὶ ἀποτελοῦν τὸ στήριγμά της. Οἱ καταλήξεις τῶν μουσικῶν φράσεων ἀντιστοιχοῦν στὰ σημεία στίξεως τοῦ κειμένου, καὶ διακρίνονται σέ: ἀτελεῖς, ὅταν στὸ κείμενο ὑπάρχει κόμμα ἢ ἄνω τελεία, ἐντελεῖς, στὴ θέση τελείας στιγμῆς του κειμένου, ἀλλὰ ὄχι στὸ τέλος του, καὶ τελικές, ὅταν ὁλοκληρώνεται τὸ μέλος.

συνεχίζεται