Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

                    Η  ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ  ΤΩΝ  ΜΑΓΩΝ



κείμενο τῆς Μαριάννας Ἐλευθερίου

Β΄ μέρος


Ἀπὸ τὴν Εὐαγγελικὴ περιγραφὴ τῶν γεγονότων, μὲ τὶς λέξεις “οἰκίαν” καὶ “παιδίον”, φαίνεται πὼς ἡ προσκύνηση ἔγινε σὲ σπίτι καὶ ὄχι στὴ φάτνη, μάλιστα ὁ Ἰησοῦς δὲν ἦταν βρέφος ἀρτιγέννητο ἀλλὰ λίγο μεγαλύτερος. Ἡ καλλιτεχνικὴ ἀπεικόνιση τῆς Γεννήσεως διαφέρει κατὰ πολὺ ἀπὸ τὴν περιγραφὴ αὐτή, γιὰ συμβολικοὺς λόγους. Ἐπίσης, νεώτεροι μελετητές ἀναφέρουν πὼς ὁ ἀστέρας στὴν πραγματικότητα εἶναι δύο φαινόμενα. Τὸ πρῶτο ἔγινε ὁρατὸ ἀπὸ τοὺς μάγους ὅσο βρίσκονταν στὴν πατρίδα τους. Τὸ δεύτερο, ὅμοιο μὲ τὸ πρῶτο, καθότι στὸ κείμενο τοῦ Ματθαίου γράφεται “ὁ ἀστηρ ὅν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ”, τὸ εἶδαν καθ’ ὅδὸν γιὰ τὴ Βηθλεέμ. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ φράση τοῦ κειμένου “ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα”, δηλαδὴ ξαναεἶδαν κάτι ποὺ γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα δὲν ἔβλεπαν, διότι ἂν ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα διαρκὲς φαινόμενο δὲν εἶχαν λόγο νὰ χαροῦν ἐξαιρετικά. 


 Γιὰ τὸ ἴδιο τὸ φαινόμενο ἔχουν γίνει ἀρκετὲς ἀπόπειρες προσδιορισμοῦ του, ἄν δεχθοῦμε πὼς θὰ μποροῦσε νὰ ἔχῃ καὶ ἐπιστημονικὴ περιγραφή. Ἀντικείμενο μὲ τὶς ἰδιότητες τοῦ ἀστέρος τὴς Βηθλεέμ, δηλαδὴ μὲ κίνηση ἐμφανῆ καὶ στάση σὲ συγκεκριμένο τόπο -κανένα οὐράνιο φαινόμενο δὲν μπορεῖ νὰ δείξῃ μία περιορισμένη ἔκταση στὴ γῆ, οἰκία ἢ ἀκόμα καὶ οἰκισμό -, εἶναι ὁ σφαιρικὸς κεραυνός, σπάνιος καὶ ἰδιαίτερος (ἀσυνήθιστα καὶ ξεχωριστὰ φυσικὰ φαινόμενα ἔχουν ὑπηρετήσει ἀρκετὲς φορὲς τὸ θεῖο θέλημα, π.χ. κατακλυσμός, οὐράνιο τόξο κ. ἄ.) Πάντως, κατὰ τὸν Ἅγιο Δαμασκηνὸ τὸν Στουδίτη, “ακόμα κι ἂν ἦταν φυσικὸ φαινόμενο, συνέβη τὴ δεδομένη χρονικὴ στιγμὴ μὲ θεία παρέμβαση”.
 
 
Ὁ ἀποσυμβολισμὸς τοῦ γεγονότος ἀφορᾷ στοὺς μάγους καὶ στὰ προσφερθέντα δῶρα. Στὶς διαφορετικὲς ἡλικίες τους καὶ στὴν προέλευσή τους ἀπὸ περιοχὴ καὶ πολιτισμὸ ἀλλότρια τοῦ ἰουδαϊκοῦ, δίδεται ἡ ἑρμηνεία πὼς κάθε ἀνθρωπος ἀναζητᾷ τὴν ἀλήθεια, ἀνεξάρτῆτως ἡλικίας ἢ καταγωγῆς. Ἀκόμα, ἡ ὑψηλὴ κοινωνικὴ θέση καὶ ἡ μεγάλη παιδεία τους, δὲν τοὺς ἐμποδίζει νὰ δεχθοῦν τὴν ἴδια ἀλήθεια ποὺ ἀποκαλύφθηκε καὶ σὲ ἀνθρώπους ταπεινοὺς καὶ ἀγραμμάτους (τοὺς ποιμένες ποὺ ἀγρυπνοῦσαν τὴν νύκτα τῆς Γεννήσεως). Ἴσως, μόνο, ὁ δρόμος τῆς ἁπλότητος νὰ ὁδηγῇ πρὸς τὴν ἀλήθεια συντομώτερα ἀπ’ ὅτι ὁ δρόμος τῆς ἀνθρώπινης σοφίας. Ἀπὸ τὰ δῶρα, ὁ χρυσὸς προσφέρεται γιὰ τὴ βασιλικὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὠς σύμβολο ἀρετῆς, ὁ λίβανος προσφέρεται γιὰ τὴν θεότητα καὶ ὥς σύμβολο προσευχῆς, ἡ σμύρνα (μύρο) ἀπευθύνεται στὸ πάθος καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ συνδυασμός τους φανερώει πὼς οἱ μάγοι προσκύνησαν Θεὸ καὶ ὄχι ἕναν ἁπλὸ ἐπίγειο βασιλέα στὸ πρόσωπο τοὺ Χριστοῦ.
                                      Η  ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ  ΤΩΝ  ΜΑΓΩΝ

κείμενο τῆς Μαριάννας Ἐλευθερίου
Α΄ μέρος

Τὴν εἰκοστὴ πέμπτη Δεκεμβρίου, μαζὶ μὲ τὴν κατὰ σάρκα γέννηση τοῦ Χριστοῦ, θυμόμαστε καὶ τιμοῦμε τὴν προσκύνηση τῶν μάγων. Τὸ γεγονὸς ἐμπνέει καὶ ἀξιοποιεῖται καλλιτεχνικὰ στὴν ὑμνολογία, στὴν εἰκονογραφία (ἁγιογραφία, ψηφιδωτὸ) καὶ στὴν γλυπτική. Ἐνδεικτικά, οἱ μάγοι εἰκονίζονται συνομιλοῦντες μὲ τὸν Ἡρώδη (σπάνια σύνθεση), ἐπίσης στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, στὸ βάθος, ὁπου ἔφιπποι ἀκολουθοῦν τὸν ἀστέρα ἢ Ἄγγελο -σπάνια ἔφιππο- ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ, ἢ σὲ ξεχωριστὴ παράσταση νὰ προσφέρουν τὰ δῶρα τους στὸν μικρὸ Ἰησοῦ ποὺ βρίσκεται στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Μητέρας Του. Στὴν ὑμνολογία, ἀναφέρονται καὶ στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο (Ι , Κ ), καὶ βέβαια σὲ πληθώρα χριστουγεννιάτικων ὕμνων. Λόγῳ τῆς σημασίας τῆς προσκυνήσεώς τους, θὰ ἀφιερώσωμε, γιὰ τὴν περιγραφὴ κ’ ἐξήγηση, ἰδιαίτερο κείμενο. 


 Οἱ μάγοι ἦταν, στοὺς ἀρχαίους Πέρσες καὶ Μήδους, ἱερεῖς μὲ καθήκοντα πολὺ εὐρέα, ἀπὸ τὴν φροντίδα γιὰ τὰ θρησκευτικὰ θέματα, τὴν φύλαξη τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων καὶ τῆς συγκεντρωμένης πείρας τῆς φυλῆς τους, ὡς τὴν ἑρμηνεία τῶν φυσικῶν φαινομένων καὶ τὴ μελέτη τῶν οὐρανίων σωμάτων. Ἡ ἐπιῤῥοή τους καὶ ἐπὶ πολιτικῶν ζητημάτων ἦταν σημαντική. Ἡ σημασία τῆς λέξεως “μάγος” δὲν εἶχε καμμία σχέση μὲ τὴν σημερινή.

Σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, μάγοι “ἀπὸ ἀνατολῶν” ἦλθαν στὰ Ἱεροσόλυμα διότι εἶδαν στὴν ἀνατολὴ τὸν ἀστέρα τοῦ τεχθέντος βασιλέως τῶν Ἰουδαίων κ’ ἔφθασαν γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσουν. Μετὰ τὴν συνομιλία τους μὲ τὸν Ἡρώδη, κατὰ τὴν πορεία τοὺς πρὸς τὴν ἀναζήτηση τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ἀστέρας, ποὺ εἶδαν στὴν ἀνατολή, τοὺς ὁδηγοῦσε μέχρι ποὺ στάθηκε ἐπάνω ἀπ’ τὴν οἰκία ὅπου βρισκόταν “τὸ παιδίον”. Μόλις εἶδαν τὸν ἀστέρα οἱ μάγοι χάρηκαν πολύ, καὶ εἰσερχόμενοι στὸ σπίτι προσκύνησαν τὸν μικρὸ Ἰησοῦ καὶ τοῦ προσέφεραν τὰ δῶρα τους, χρυσόν, λίβανον καὶ σμύρναν.

 

Στὴ διήγηση αὐτὴ δὲν ἀναφέρεται ἡ πατρίδα τῶν μάγων, οὔτε ὁ ἀριθμὸς ἢ τὰ ὀνὀματά τους. Μεταγενέστεροι μελετητὲς τῶν Εὐαγγελίων τοὺς λέγουν Ἄραβες, Πέρσες ἢ Χαλδαίους, τοὺς ἀριθμοῦν σὲ τρεῖς, κατ’ ἀντιστοιχία μὲ τὰ δῶρα (παρ’ὅλο ποὺ ὑπάρχουν παραδόσεις καὶ γιὰ τέταρτον, κατὰ τὴν ἐκκίνηση τοῦ ταξιδιοῦ τους, ποὺ δὲν ἔφθασε νὰ προσκυνήσει μὲ τοὺς τρεῖς, ὀνόματι ἴσως Ἀρταβάν), καὶ τοὺς ὀνομάζουν Βιθισαρεά, Μελχιώρ, Γεθασπώ (7ος – 8ος αι.) ἢ, κατὰ τὴν ἐπικρατέστερη ἐκδοχή, (Γ)κασπάρ (=θησαυροφύλαξ), Βαλτάσαρ (=ὁ Βὰλ προστάτης τοῦ βασιλέως) καὶ Μελ(ι)χιώρ (=ὁ βασιλεὺς τῆς πόλεως ἢ τῆς Περσίας)(9ος αι.). 

συνεχίζεται 

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

                                  Ἀγγελικὲς δυνάμεις

δ΄μέρος

Εἰκονίζονται μεμονωμένοι, ἀλλὰ καὶ σὲ πάμπολλες συνθέσεις ποὺ παριστοῦν γεγονότα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως : στὴν φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ (αὐτή θεωρεῖται ἡ ὀρθόδοξη ἀπεικόνιση τῆς Ἁγίας Τριάδος), στὴν θυσία τοῦ Ἀβραάμ, στὴν ὄνο τοῦ Βαλαάμ, μὲ τοὺς Τρεῖς Παῖδας ἐν καμίνῳ, σὲ ὁράματα Προφητῶν (τότε, μάλιστα, μὲ τὶς συμβολικὲς μορφὲς ποὺ ἐμφανίστηκαν), στὴν προσευχὴ τῆς Ἁγίας Ἄννης, μητρὸς τῆς Θεοτόκου, στὸν Εὐαγγελισμὸ τοῦ Προφήτου Ζαχαρίου, στὸν Εὐαγγελισμὸ καὶ στὴν Κοίμιση τῆς Θεοτόκου, στὴ Γέννηση, στὴν Βάπτιση στὴ Σταύρωση καὶ στὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ, στὸ «Οὐκ ἔστιν ὧδε», κ. ἀ. Ἐπίσης, σὲ σκηνὲς βίων Ἁγίων, στέφοντας Μάρτυρες, ἐμφανιζόμενοι σὲ ἀσκητὲς ἢ παραστέκοντας κατὰ τὴν κοίμισή τους, σὲ θαυματουργικὲς ἐπεμβάσεις τῶν Ἀγγέλων (π. χ. στὸ ἐν Χώναις θαῦμα) καὶ ἀλλοῦ. Ἀκόμη, σὲ οὐράνιες τελετουργίες καὶ ἀλληγορικὲς παραστάσεις, ὅπως, π. χ. : στὴν «Κλίμακα» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, στὴν ἐτοιμασία τοῦ Θρόνου, στὴν Ἐπουράνιο Θεία Λειτουργία, στὴν εἰκονογράφηση τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, στὴ Σύναξη τῶν Ἀρχαγγέλων, ἑκατέρωθεν τοῦ Χριστοῦ ἢ τῆς Παναγίας, δεόμενοι ἢ εὐθυτενεῖς ἀποδίδοντας τιμές.

   
Στὸν χριστιανικὸ Ναό, ἐκτὸς τῶν λοιπῶν παραστάσεων σὲ ὁποιοδήποτε σημεῖο του, ἁγιογραφοῦνται στὸν τροῦλλο κάτω ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα, πλάι στὴν Πλατυτέρα, καὶ στὶς δευτερεύουσες θύρες, βόρεια καὶ νότια, τοῦ Ἱεροῦ Βήματος.

 
                           Ἀγγελικὲς δυνάμεις

γ΄ μέρος

Ὅπου παριστῶνται μὲ ἀνθρώπινη μορφή, εἰκονίζονται ὡς νεαροὶ ἀγένειοι, μὲ μαλλιὰ πλούσια καὶ μακριά, σκοῦρα ἢ ξανθά, δεμένα μὲ ταινία ἀνοικτόχρωμη τῆς ὁποίας οἱ ἄκρες ἀνεμίζουν καὶ καταλήγουν σὲ σχηματισμοὺς σὰν χοάνες, στὶς λεγόμενες «ἀκοές». Ἡ πλούσια κόμη συμβολίζει τὶς πολλὲς καὶ ἄφθονες διανοητικές τους δυνάμεις, καὶ τὸ ὅτι δὲν εἶναι λυτὴ ἔχει τὸ νόημα τῆς ἀφιερώσεως αὐτῶν τῶν δυνάμεων στὸ θεῖο θέλημα. Τὰ πτερὰ δηλώνουν τὴν ταχύτητα καὶ τὴν οὐράνια προέλευσή τους. (Πτερωτὰ ἀνθρωπόμορφα ὄντα βρίσκονται στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ καλλιτεχνικὴ παράδοση, μὲ δύο τρόπους: πρῶτον, ὡς νήπια μὲ μικρὰ φτεράκια (π. χ. ἔρως). Αὐτὸς ὁ τύπος υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὴν δυτικοευρωπαικὴ θρησκευτικὴ ζωγραφικὴ γιὰ τὴν ἀπόδοση τῶν Ἀγγέλων κάποιες φορές, καὶ καταδεικνύει (καὶ ἀναπτύσσει) ἀθεολόγητη καὶ χονδροειδὴ ἄποψη γι΄ αὐτούς. Δεύτερον, ὡς γυναῖκες καὶ ἄνδρες σὲ νεαρὴ ἡλικία, μὲ ποδήρεις πολύπτυχους χιτῶνες καὶ μακρὰ πτερά (π. χ. Νίκη, Ὕπνος). Αὐτὲς οἱ μεγαλοπρεπεῖς μορφὲς ἐνέπνευσαν καὶ τὴν ὀρθόδοξη ἀπεικόνιση τῶν Ἀγγέλων, ἀφοῦ μὲ κάποιες προσθῆκες καὶ λίγες διαφοροποιήσεις εἶναι οἱ καταλληλότερες γιὰ ν΄ ἀποδώσουν τὴ σεμνότητα καὶ ἱεροπρέπεια τῶν Ἀΰλων Δυνάμεων.).

 

Ἐκτὸς ἀπὸ στρατιωτικὴ ἢ ἱερατικὴ ἐνδυμασία, ἀπεικονίζονται μὲ αὐτοκρατορικὴ περιβολή (δηλ. μὲ χιτῶνες διακοσμημένους μὲ τρέσες κεντημένες καὶ πεποικιλμένες με πολυτίμους λίθους, στὶς ἄκρες τῶν χειρίδων, γύρῳ ἀπ΄ τὸν λαιμό, στὸ κράσπεδο, περὶ τὴν ὀσφύν, μία στὸ μέσον τοῦ σώματος ἀπὸ τὸν λαιμὸ ὡς τὰ πόδια, ἐνίοτε διαγωνίως ἀπ΄ τοὺς ὤμους ὡς τὴ μέση), ἢ μὲ μανδύες καὶ χιτῶνες πλούσια διακοσμημένους, κυρίως σὲ μεταβυζαντινὰ ἔργα. Πάντως, στὴν πλειοψηφία τῶν ἁγιογραφιῶν καὶ κυρίως μέχρι καὶ τὸν 14ον αἰ., φέρουν ἀρχαιοελληνικὴ αμφίεση, ἐσωτερικῶς χιτῶνα μὲ «σημεῖον» (= ταινία ποὺ ἀπὸ τὸ ἄνω μέρος τοῦ βραχίονα φθάνει ὡς τὸ κάτω ἄκρο τοῦ ἐνδύματος) καὶ ἐξωτερικῶς ἱμάτιο.

συνεχίζεται 
                                 Ἀγγελικὲς δυνάμεις

β΄ μέρος

 Ἐκτὸς τῶν Ταγμάτων, γνωστὰ μᾶς εἶναι τὰ ὀνόματα τριῶν Ἀρχαγγέλων, τοῦ Γαβριήλ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα σημαίνει «ἥρωας τοῦ Θεοῦ», τοῦ Μιχαήλ (= «τίς ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν;») καὶ τοῦ Ῥαφαήλ (= «ὁ Κύριος ἰᾶται»). Στὴν ἑβραϊκὴ παράδοση ἀναφέρεται καὶ ὁ Οὐριήλ.

Ὄταν, μετὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, ξεπεράστηκε ὁ κίνδυνος θεοποιήσεως τῶν Ἀγγέλων, καὶ ἐκφράστηκε μὲ σαφήνεια ἡ θεολογικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν ὀφειλόμενη τιμὴ καὶ προσκύνησή τους ἀπὸ τοὺς πιστούς, ἄρχισαν νὰ διαμορφώνονται οἱ ἑορτές, οἱ ἀκολουθίες καὶ ὁ ξεχωριστὸς εἰκονογραφικὸς τύπος τῶν Ἀγγελικῶν Δυνάμεων, ὁ ὁποῖος ἀποκρυσταλλώθηκε στὴ Βυζαντινὴ ἐποχή. Ἔτσι, ἡ μορφὴ καὶ ἡ ἐνδυμασία τους ἀποδίδονται σύμφωνα μὲ ὅσα γνωρίζομε ἀπὸ τὶς ἐμφανίσεις τους, μὲ τὴν προσθήκη κάποιων συμβολικῶν στοιχείων ποὺ ἔχουν ἰδιαίτερο θεολογικὸ νόημα.

Τὰ Σεραφείμ, κατὰ τὸ ὄραμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, εἰκονίζονται μ΄ ἕξι πτέρυγες (ἑξαπτέρυγα), ἐκ τῶν ὁποίων μὲ τὶς δύο πετοῦν, μὲ τὶς δύο καλύπτουν τὰ πρόσωπά τους, μὴ ἀντέχοντας ν΄ ἀντικρύζουν κατὰ πρόσωπο τὴ θεϊκὴ δόξα, καὶ μὲ τὶς ἄλλες δύο σκεπάζουν τὰ πόδια τους, σ΄ ἔνδειξη σεβασμοῦ, τὰ Χερουβείμ καὶ οἱ Θρόνοι σὰν πύρινοι τροχοί, ποὺ πάνω τους φέρουν πτερὰ μὲ μάτια (πολυόμματα), σύμφωνα μὲ τὸ ὄραμα τοῦ προφήτη Ἰεζεκιήλ.

Οἱ Κυριότητες , οἱ Δυνάμεις καὶ οἱ Ἐξουσίες φοροῦν ποδήρη ἱερατικὰ ἄμφια, χρυσὴ ζώνη καὶ πράσινο ὡμοφόριο. Κρατοῦν στὸ δεξί τους χέρι χρυσὴ ῥάβδο, ἔνδειξη πὼς εἶναι φορεῖς θεϊκῆς ἐξουσίας, ἐνῶ στὸ ἀριστερὸ σφραγίδα μὲ τὸ μονόγραμμα τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ Ἀρχὲς, οἱ Ἀρχάγγελοι καὶ οἱ Ἄγγελοι εἰκονίζονται συνήθως μὲ (ῥωμαϊκὴ) στρατιωτικὴ στολὴ καὶ κρατοῦν ῥομφαία.

συνεχίζεται 
                                             Ἀγγελικὲς δυνάμεις

α’ μέρος
 
Οἱ πιστοὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους ἀγάπησαν τοὺς Ἀγγέλους, σέβονται τοὺς Ἀγγέλους καὶ παρακαλοῦν νὰ ἔχουν πάντα ἕναν κοντά τους.

Πρὶν ἀναφερθοῦμε ἐκτενέστερα στὴν ἀγιογράφησή τους κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, θὰ δώσωμε ἐπιγραμματικὰ κάποιες πληροφορίες γι΄ αὐτὰ τὰ Λειτουργικὰ Πνεύματα, μὲ βάση κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἑρμηνεῖες Ἁγίων Πατέρων καὶ μαρτυρίες Ἁγίων. Δημιουργήθηκαν πρὶν τὸν ὑλικὸ κόσμο. Ἀτενίζοντας τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, Τὸν δοξολογοῦν ἀκατάπαυστα, ἐπίσης ὑπηρετοῦν στὰ ἔργα τῆς θείας προνοίας καὶ βοηθοῦν στὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὡς ἄυλα νοερὰ ὄντα δὲν ἔχουν καμιὰ ὑλικὴ ἀνάγκη, π. χ. γιὰ τροφὴ ἢ ἀνάπαυση, δὲν πεθαίνουν, οὔτε ἔχουν φύλο, ἡ φύση τους εἶναι πνευματική. Πάντως ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ προκόπτουν στὴν ἁγιότητα καὶ στὴν τελειότητα, ἔχουν συμμετοχὴ στὸ «κατ΄ εἰκόνα καὶ καθ΄ ὁμοίωσιν», ὅπως οἱ ἄνθρωποι. Τὸ πλῆθος τους εἶναι ἀπροσμέτρητο, οἱ δὲ γνώσεις καὶ οἱ δυνάμεις τους πολὺ ἀνώτερες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ συγκρινόμενες μὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλάχιστες.

 
Μὲ τὸ ὄνομα Ἄγγελοι ( =ἀγγελιαφόροι) δηλώνεται ἕνα συγκεκριμένο τάγμα τῶν Ἀσωμάτων Οὐρανίων Δυνάμεων, ἐν τούτοις ἀποκαλοῦνται ἔτσι ὅλα τὰ Οὐράνια τάγματα, τὰ ὁποῖα, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀριθμοῦνται σὲ ἐννέα. Πλαισιώνουν τὴν Ἁγία Τριάδα, παραστέκοντας σὲ τρεῖς τρίχορες ταξιαρχίες, σὲ ἀπόσταση ἀπὸ Αὐτὴν ἀνάλογη τῆς ἱεραρχικῆς τους θέσης, ὡς ἑξῆς:Σεραφείμ, Χερουβείμ, Θρόνοι, τὰ ἀνώτερα τάγματα,  Κυριότητες, Δυνάμεις, Ἐξουσίες, ἡ δευτέρα τῇ τάξει ἱεραρχία,   Ἀρχές, Ἄγγελοι, Ἀρχάγγελοι, τὰ ἀμέσως ἀνώτερα τῶν ἀνθρώπων τάγματα.

συνεχίζεται 

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

                                     ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΕΣ

μέρος γ΄

Σπανιώτερα, ἀκοῦμε τὴν “ἀρτοκλασία” [< ἄρτος + (κλάω – κλῶ= τεμαχίζω, θραύω)] ἐσφαλμένως ὡς “ἀρτοπλασία” [ἄρτος + πλάθω], καὶ ἀρκετὰ συχνά, κυρίως ἀπὸ ἡλικιωμένους, τὸ ἀντίδωρο [< ἀντὶ + δῶρο] ὡς “ἀντίδερο” (!!!). Ἐρευνῶντας τὴ σημασία τῶν λέξεων ἐπικοινωνοῦμε καλύτερα, γιατὶ καταλαβαίνομε τί λέμε καὶ τί ἀκοῦμε. Ἀδικοῦμε τὴ γλσσα καὶ τὴ νοημοσύνη μας, ὅταν χρησιμοποιομε τὶς λέξεις ὄχι γιὰ νὰ ἐκφράσωμε ὅ,τι νιώθουμε καὶ σκεπτόμαστε, ἀλλὰ σὰν μιὰ πρόχειρη καὶ ῥηχὴ σύμβαση “ἀφοῦ καταλαβαίνομε πάνω-κάτω τί ἐννοοῦμε”.

 

Ἀπόδειξη τῶν παραπάνω εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς: ὅταν, στὴ Θεία Λειτουργία, μετὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ πρὸ τοῦ Χερουβικοῦ Ὕμνου, ὁ ἱερέας ἐκφωνεῖ τὶς εὐχὲς γιὰ τοὺς κατηχουμένους καὶ λέει: “οἱ κατηχούμενοι τὰς καφαλὰς ὑμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνατε”, πολλοὶ πιστοὶ σκύβουν, “κλίνουν τὰς κεφαλάς” τους. Μὰ ἀγνοεῖ ὁ πιστός, ὅτι εἶναι βαπτισμένος καὶ ὄχι κατηχούμενος; Ἢ ἀγνοεῖ τὴ διαφορὰ μεταξὺ πιστοῦ καὶ κατηχουμένου; Φυσικά, κανένα ἀπ’ τὰ δυὸ δὲν ἰσχύει. Ἁπλῶς, ὑπερισχύει ἡ ἀπροσεξία καὶ ἡ ἄκριτη μίμηση.


πίστη καὶ ἡ τέχνη ἀπευθύνονται στὴν καρδιά, ἀλλὰ τροφοδοτοῦν καὶ τὸ μυαλό. Ἡ μελέτη, ἡ ἔρευνα ἀπὸ ἐνδιαφέρον, χωρὶς οἴηση, μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ξεκαθαρίζωμε ὅποιο λάθος ἔχει παρεισδύσει καὶ ἀνανεώνει τὴ ζωντανὴ σχέση μας μ’ αὐτές. Τοῦτος εἶναι ὁ σκοπὸς τῶν κειμένων μας, μὲ τὸ ἴδιο πνεῦμα ἕπεται καὶ συνέχεια...
                                                  ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΕΣ

μέρος β΄


Συνεχίζομε, ἀπὸ προγενέστερο κείμενο τοῦ ἱστολογίου, τὴν ἀναφορὰ σὲ λάθη καὶ παρανοήσεις σὲ θρησκευτικὰ καὶ καλλιτεχνικὰ θέματα.

Στὶς εἰκόνες τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, βλέπομε στὸν μανδύα της κεντημένο τὸν δικέφαλο ἀετό. Ἡ Ἁγία καταγόταν ἀπὸ οἰκογένεια ἐπιφανῆ, γι’ αὐτὸ τὴν παριστοῦμε μὲ πολυτελῆ ἐνδύματα , ὅμως ἔζησε ἑπτὰ αἰῶνες πρὸ τοῦ καθιερωθῇ ὁ Δικέφαλος ὡς ἔμβλημα (11ος αἰ. ) στὸ Βυζάντιο. Εἶναι λανθασμένη ἡ χρήση τοῦ Δικεφάλου ὡς διακοσμητικοῦ, ὅταν παριστοῦμε πρόσωπα ἢ γεγονότα προγενέστερα τοῦ 11ου αἰ., ἀφοῦ οὔτε θεολογικὰ προσδίδει κάποια σημασία. Ἀναχρονισμός, ἐπίσης, γίνεται ὅταν εἰκονίζονται μὲ μίτρα καὶ ποιμαντορικὴ ῥάβδο ἀρχιερεῖς Ἅγιοι ποὺ ἔζησαν πρὸ τῆς Ἁλώσεως (περισσότερες λεπτομέρειες ἀναφέρονται στὸ κείμενο τοῦ ἱστολογίου γιὰ τὰ ἱερὰ ἄμφια).




Τὸ ὄνομα, ἐξάλλου, εἶναι “Αἰκατερίνα” καὶ ὄχι “Αἰκατερίνη”. Λόγῳ γραμματικῶν κανόνων (περὶ μὴ καθαροῦ “α” στὴ λήγουσα), τὸ τελικὸ “α” στὴ γενικὴ καὶ δοτικὴ πτώση γίνεται “-η”, πάντως ἡ ὀνομαστικὴ εἶναι “Αἰκατερίνα”. Ὅταν ἐπιγράφωμε τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας στὴν εἰκόνα, τὸ ὀρθὸ εἶναι νὰ σημειώνωμε “Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνα”.


Ἕνα ἄλλο συνειθισμένο λάθος εἶναι ἡ σήμανση τοῦ ἀριθμοῦ “6”, κατὰ τὴν ἑλληνικὴ ἀρίθμηση. Τὸ σύμβολό του εἶναι τὸ ἕκτο γράμμα στὸ πρώιμο ἀρχαιοελληνικὸ ἀλφάβητο, τὸ “δίγαμμα” (=δύο γάμμα, παρίσταται “F”). Οἱ μετέπειτα (βυζαντινοί), ἀγνοντας το, τὸ θεώρησαν σύμπλεγμα τοῦ “σ” μὲ τὸ “τ”, ποὺ τὸ παριστοῦσαν περίπου “ϛ”. Ἔτσι, φτάσαμε νὰ πιστεύωμε πὼς “6=στ΄”, κάτι ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ ἀνακριβές, εἶναι καὶ παράλογο, δηλαδὴ τὸ νὰ γίνεται τέτοιο ἅλμα στὸ ἀλφάβητο καὶ συμπλοκὴ χαρακτήρων γιὰ τὴν παράσταση ἑνὸς ἀριθμοῦ, ὅταν γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους ἡ ἀλφαβητικὴ ἀκολουθία παραμένει ὡς ἔχει.

Κυριακή 5 Αυγούστου 2018

                ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ  ΤΟΥ  ΣΩΤΗΡΟΣ

γ΄μέρος
Τὰ ἐνδύματα τῶν εἰκονιζομένων εἶναι ἀρχαιοελληνικά, ἐσωτερικῶς χιτῶνας καὶ ἀπὸ πάνω ἱμάτιο. Τοῦ Χριστοῦ ὁ χιτῶνας φέρει καὶ σημεῖον, τοῦ Ἠλία ποταμούς (βλ. ἑρμηνεῖα στὸ κείμενο “Ἱερὰ ἄμφια”, 30 Ἰανουαρίου 2017).



Ζωηρὴ ἀντίθεση ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ στατικότητα τῶν μορφῶν τοῦ ἄνω τμήματος τῆς σύνθεσης, καὶ στὴν ἔνταση τῶν κινήσεων τῶν Μαθητῶν. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὑποδηλώνεται ἡ θεία ἀταραξία καὶ μακαριότητα, ἔναντι τῆς ἀνθρώπινης ἀτέλειας καὶ ἀδυναμίας.

Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Παλαιολόγων, δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τῆς κεντρικῆς σκηνῆς, ἐμφανίζονται σὲ μικρότερο μέγεθος ὁ Ἰησοῦς με τοὺς Μαθητὲς ὅταν ἀνεβαίνουν στὸ ὄρος καὶ ὅταν ἀπέρχονται. 
 
Ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ ἑωρταζόταν πρὸ τῆς Ἀναστάσεως, ὅποτε καὶ συνέβη. Στὸ Θαβὼρ ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔκτισε Ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Μεταμορφώσεως, ὁ ὁποῖος ἐγκαινιάστηκε τὴν 6η Αὐγουστου, καὶ ἔκτοτε μεταφέρθηκε ἡ ἑορτὴ σ’ αὐτὴ τὴν ἡμερομηνία. Σύμφωνα μὲ τὸ τυπικὸ τῆς Παλαιστίνης, τὴν ἡμέρα τῆς Μεταμορφόσεως προσφέρονται ὠς ἀπαρχὲς σταφύλια, ποὺ εὐλογοῦνται στὴν Ἐκκλησία.
                   ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ  ΤΟΥ  ΣΩΤΗΡΟΣ

β΄ μέρος



Ἑκατέρωθεν τοῦ Ἰησοῦ, ἐπίσης πάνω σὲ βουνοκορφές, φαίνονται οἱ προφῆτες Μωυσῆς καὶ Ἠλίας, κλίνοντας ἐλαφρῶς τὸ σῶμα τους πρὸς τὸν Χριστό. Σὲ ἀρχαιότερες παραστάσεις εἰκονίζονται ἐντὸς τῆς δόξης τοῦ Ἰησοῦ, σὲ μεταγενέστερες ὄχι. Ὁ Μωυσῆς ἀγένειος ἢ μὲ κοντὴ γενειάδα, συνήθως σκουρόχρωμη, χωρὶς νὰ ἀποκλείονται καὶ εἰκόνες που τὸν παριστοῦν μὲ μακρὰ γενειάδα καὶ κόμη, κρατᾶ τὶς πλάκες τοῦ Νόμου. Ἐκπροσωπεῖ τοὺς κεκοιμημένους. Ὁ Ἠλίας, ἐκπρόσωπος τῶν ζώντων, ἔχει λευκὴ μακρὰ γενειάδα καὶ κόμη στὸ ἴδιο χρῶμα, ἐλαφρῶς ἀκατάστατη. Μὲ τὴν παρουσία τους στὴ Μεταμόρφωση, ἐκτὸς τοῦ ὅτι τιμῶνται ὡς θεόπτες, σύμφωνα μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀποδεικνύεται ἡ ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ ἐπὶ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.

Στὸ κάτω μέρος τῆς είκόνας, στὴ ῥίζα τοῦ ὄρους, εὐρίσκονται πεσμένοι πρηνεῖς οἱ Μαθητὲς Πέτρος, Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης. Οἱ στάσεις καὶ οἱ κινήσεις τους δείχνουν τὴν κατάπληξή τους γιὰ τὰ ὅσα παρακολουθοῦν. Σὲ κάποιες εἰκόνες στρέφουν τὰ πρόσωπα καταγῆς ἢ καλύπτουν τὰ μάτια τους, μὴ ἀντέχοντας τὴ λάμψη τοῦ Μεταμορφουμένου Σωτῆρος. Συνήθως ὁ Πέτρος στρέφει πρὸς τὸν Ἰησοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση ποὺ ἀναφέρει ὅτι Τοῦ πρότεινε πὼς εἶναι καλὸ νὰ μείνουν ἐκεῖ, γι’ αὐτὸ νὰ κατασκευάσουν τρεῖς σκηνές, μία γιὰ τὸν Ἰησοῦ, μία γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ μιὰ γιὰ τὸν Ἠλία.
                      ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ


α' μέρος
Ἡ εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως, πρωτοεμφανίζεται κατὰ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰ., ἀκολουθεῖ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση τοῦ γεγονότος καὶ ὡς σύνθεση εἶναι ἁπλή, ἀλλὰ μὲ πυκνὸ θεολογικὸ περιεχόμενο.

Στὸ ἄνω μέρο, κεντρικά, δεσπόζει ἡ μορφὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Εὐθυτενῆς, πατᾶ στὴν κορυφὴ βραχώδους ὄρους (στὴν βυζαντινὴ ἁγιογραφία ἔτσι ἀποδίδονται τὰ ὄρη), τὰ ἱμάτιά Του φαίνονται κατάλευκα, μὲ τὸ δεξὶ χέρι εὐλογεῖ καὶ μὲ τὸ ἀριστερὸ κρατᾶ τυλιγμένο ειλητάριο. Τὸ ὄρος, σύμφωνα μὲ τοὺς ἀρχαιότερους Χριστιανοὺς συγγραφεῖς, εἶναι τὸ Θαβὼρ τῆς Γαλιλαίας, ὡστόσο νεώτεροι παραδέχονται τὸ Ἑρμὼν στὴν Καισάρεια τῶν Φιλίππων. Στὰ Εὐαγγέλια δὲν ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ ὄρους, πάντως στίχος ποὺ ψάλλεται κατὰ τὴς ἡμέρα τῆς ἑορτῆς περιλαμβάνει καὶ τὰ δύο:”Θαβὼρ καὶ Ἑρμὼν ἐν τῷ ὀνόματί Σου ἀγαλλιάσονται”. Ἡ χειρονομία τῆς εὐλογίας συμβολίζει τὴν τριαδικότητα τοῦ Θεου καὶ τὶς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ὅταν εἶναι ἑνωμένοι ὁ ἀντίχειρας μὲ τὸν παράμεσο καὶ τὸν μικρό, ἐνῷ ὁ λιχανὸς καὶ ὁ μέσος στέκουν ὄρθιοι τεντωμένοι. Σὲ ἄλλον τύπο εὐλογίας τὰ δάκτυλα συμπλέκονται σχηματίζοντας τὰ γράμματα “IC XC” , Ἰησοῦς Χριστός.




 Τὸ κλειστὸ ειλητάριο συμβολίζει τὸν θεϊκὸ νόμο, τὴν αὐθεντία τοῦ Χριστοῦ. Τὰ ἱμάτιά Του, σύμφωνα μὲ τὴν περιγραφὴ τῶν Εὐαγγελίων, ἔγιναν “λευκὰ ὡς τὸ φῶς”. Ἔτσι καὶ εἰκονίζονται, καθὼς τὸ λευκὸ δηλώνει τὴ λάμψη, τὴ δόξα καὶ τὴν ἁγνότητα. Τὸν Ἰησοῦ περιβάλλει δόξα, ἐλλειψοειδὲς σχῆμα κυανοῦ χρώματος, σκοτεινότερου πρὸς τὸ κέντρο του καὶ ἀνοικτότερου πρὸς τὴν περιφέρεια, σύμβολο τῆς θεϊκῆς Του ἀκτινοβολίας. Ἀπὸ τὸν 14ο αἰ. Καὶ ὕστερα, ὑπάρχουν καὶ δυὸ ἀλλα σχήματα ἐντὸς τῆς δόξης, στὸ ἴδιο μ’αὐτὴ χρῶμα, ποὺ δηλώνουν τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018

                           ΣΤΟΙΧΕΙΑ  ΑΠΑΓΓΕΛΙΑΣ

Δ ΄μέρος

κείμενο τῆς Μαριάννας Ἐλευθερίου


Τὴ μεγαλύτερη λεπτότητα καὶ δυσκολία παρουσιάζει ἡ βαρεία. Σὲ κείμενα γραμμένα μὲ πολυτονικὸ ἔχει καταργηθῆ ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ‘50 καὶ ἀντικατασταθῆ, χονδροειδῶς, ἀπὸ τὴν ὀξεία. Οἱ συλλαβὲς ποὺ τὴ δέχονται τονίζονται ἀνάλαφρα, ὄχι μὲ τὴν ἔνταση τῆς ὀξείας ἢ τῆς περισπωμένης, δηλ. ἀκούγονται σχεδὸν ἄτονες. Ἔτσι, ὁ “εὐσεβῆς” στόμφος μὲ τὸν ὁποῖο ἀποδίδουν κάποιοι, τὶς λέξεις ποὺ δέχονται βαρεία, εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου λανθασμένη ἀπόδοσή τους. Παραδείγματα πάμπολλα: “ΣΈ ΄ ὑμνοῦμεν, ΣΕ ΄ εὐλογοῦμεν,...”, “...ὁ ΔΕ ΄ βασιλεῦς...”, “...ἐν ΜΕ΄Ν τῷ παρόντι βίῳ...”, “ΣΟΙ΄ παρακατατιθέμεθα...”, “ΜΗ΄ ἀποστρέψῃς...”, “Ἄξιόν ἘΣΤΙ΄Ν...” “...ΘΕΟ΄Ν Λόγον...”, “ΕΥΛΟΓΗΤΟ΄Σ εἶ”. Οἱ λέξεις ποὺ σημειώθηκαν μὲ κεφαλαῖα καὶ ὀξεῖες στὰ παραδείγματα, κανονικὰ προφέρονται ἁπαλά, σχεδὸν ἄτονα, σἄν νὰ εἶναι συλλαβὲς τῆς ἑπομένης λέξεως ποὺ ὀξύνεται ἢ περισπᾶται. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ μελῳδία, δηλ. εἶναι τελείως ἀδόκιμο -σὲ μέλη σύντομα- νὰ τονίζωνται, μὲ μουσικὰ μέσα, συλλαβὲς ποὺ δέχονται βαρεία. Τὸ λάθος αὐτὸ γίνεται κυρίως ἀπὸ μουσικοσυνθέτες τοῦ 20οῦ αἰ. καὶ μάλιστα τῶν τελευταίων ἐτῶν, ποὺ ἀγνοοῦν τοὺς γραμματικοὺς κανόνες τῆς ἀρχαίας.

 
Ἂς ἐξετάσωμε τὴ φωνητικὴ συνιστῶσα πιὸ προσεκτικά. Σχεδὸν ἀδύνατη ἡ καλὴ ἄρθρωση ὅταν κάποιος μιλᾷ μὲ στόμα μισόκλειστο καὶ σφιγμένες τὶς γνάθους, ἢ φτάνει στὸ ἄλλο ἄκρο κι ἀνοίγει διάπλατα τὸ στόμα (ὅπως κάνουν μερικὰ μέλη ἐρασιτεχνικῶν χορῳδιῶν). Ὁ κακὸς καὶ ἀφύσικος τρόπος ζωῆς ἐνοχοποιεῖται γιὰ τὴν ἀτροφία πολλῶν μυῶν καὶ τὴν ὑπερένταση νευρικῶν κλάδων. Θαυμάσια ἄσκηση, προθερμαντικὴ γιὰ κάθε χρήση τῆς φωνῆς, εἶναι τὰ βαθιὰ χασμήματα. Συνδυάζουν τὴν καλύτερη ὀξυγόνωση τοῦ σώματος μὲ τὴ διάταση καὶ τόνωση ὅλων τῶν μυῶν ποὺ συμμετέχουν στὴν παραγωγὴ τῆς φωνῆς καὶ στὴν ἐνίσχυσή της ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα μας. Επίσης, χαλαρώνουν τὴν πίεση, τὸ “σφίξιμο”, ἀπὸ τὴ βάση τοῦ λαιμοῦ μέχρι τὸν ῥινοφάρυγγα. Ἔτσι, ἡ φωνὴ ἐκφέρεται πιὸ ἀβίαστα καὶ φυσικά. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι εὐχάριστο γιὰ τὸν ἀκροατή, τὰ νοήματα γίνονται περισσότερο εὔληπτα. Ὄφελος ἔχει καὶ ὁ ἀπαγγέλλων, ἀφοῦ ἐπιτυγχάνει τὸν σκοπό του μὲ μεγαλύτερη σωματικὴ ἄνεση.


Συνεχίζεται
                          ΣΤΟΙΧΕΙΑ  ΑΠΑΓΓΕΛΙΑΣ

Γ ΄μέρος

κείμενο τῆς Μαριάννας Ἐλευθερίου

Τὰ σημεῖα στίξεως συνήθως ἐκτελοῦνται σωστά, ἴσως μὲ κάποια ὑπερβολὴ στὴ χρήση τῶν κομμάτων. Τὸ συχνότερο καὶ πιὸ ἐνοχλητικὸ λάθος εἶναι ὁ κατακερματισμὸς τῆς φράσεως μὲ πολλὲς ἀνάσες καὶ διακοπὲς μεταξὺ τῶν λέξεων. Οἱ λέξεις, κανονικά, διαδέχονται ἡ μιὰ τὴν ἄλλη συνεχῶς, μέχρι ἐκεῖ ποὺ ἕνα σημεῖο στίξεως θὰ ἐπιβάλλῃ μικρὴ ἢ μεγαλύτερη παύση. Ἡ αἴσθηση ποὺ ἐνεργοποιεῖται στὸν ἀκροατὴ πρέπει νὰ μοιάζει μὲ ῥυάκι ποὺ ῥέει ἀνεμπόδιστο, ὄχι μὲ βατραχάκι ποὺ χοροπηδᾷ καὶ σταματᾷ ἐναλλάξ. Ἡ ἠχητικὴ μονοτονία ἐξαλείφεται καὶ ἡ ἔκφραση βελτιώνεται, μὲ τὴν ἐναλλαγὴ τοῦ τονικοῦ ὕψους: πιὸ βαθειὰ ἡ φωνὴ στὴν ἔναρξη τῆς φράσεως, ἀκόμα περισσότερο ὅταν πλησιάζωμε σὲ τελεία, πιὸ ψηλὲς συχνότητες γιὰ λέξεις πρὶν ἀπὸ θαυμαστικό, ἐρωτηματικό.

 

Ἀναλύοντας τὴ σημασία τῶν τόνων: ὅταν μιὰ λέξη τονίζεται, προφέρομε ἐντονώτερα τὸ τονιζόμενο φωνήεν της. Σὲ λέξη ἄτονη δὲν τονίζομε κανένα γράμμα. Λογικὴ καὶ αὐτονόητη παρατήρηση. Μὰ ὄχι ἀχρείαστη, ὅπως δείχνουν τὰ λάθη ποὺ γίνονται. Στὸ Σύμβολο τὴς Πίστεως, στὶς φράσεις “...γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ...δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο”, συνήθως τὸ πρῶτο “οὐ”, ἄτονο, λέγεται δυνατὰ καὶ μὲ ἔμφαση, ἐνῷ τὸ δεύτερο, τονιζόμενο καὶ μάλιστα μὲ περισπωμένη, σχεδὸν δὲν ἀκούγεται. Πλήρης ἡ διαστρέβλωση. Στὴν Κυριακὴ Προσευχή, ὁ “ἔντοις” οὐρανοῖς εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ λάθη (τὸ “ἐν” εἶναι ἄτονο) ποὺ ἀκούγονται. Ἐξαίρεση κάνομε στὰ ἄρθρα (τῆς, τοῖς, τῶν τοῦ κ.τ.λ.) πού, ἂν καὶ περισπῶνται, στὴ συνήθη προφορά μας δὲν τὰ τονίζομε.

Συνεχίζεται
                         ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΑΓΓΕΛΙΑΣ

Β ΄ μέρος
κείμενο τῆς Μαριάννας Ἐλευθερίου

Ὅταν δὲ γνωρίζωμε τὸ κείμενο, ἀλλὰ καὶ ὅταν τὸ γνωρίζωμε, δὲν παραθεωροῦμε τὴ σημασία τῆς ἀναγνώσεως ἀπὸ τὸ βιβλίο. Διαβάζομε, ἢ ἀποστηθίζομε, ἀκριβῶς ὅ,τι βλέπομε γραμμένο (τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἔντυπα εἶναι γραμμένα ὀρθά, κατὰ κανόνα), προσέχοντας νὰ μὴν ἀλλάζωμε τὶς λέξεις μὲ παρόμοιες. Παράδειγμα χαριτωμένο, πρὸς ἀποφυγή, ὁ εὐσεβῆς νεωκόρος ποὺ ἔλεγε “περίζωσε”, ἀντὶ “περίσῳζε”, ἢ “τῷ στερεώσαντι τὴν γῆν ὑπὸ τῶν ὑδάτων”, ἀντὶ “...ἐπὶ τῶν ὑδάτων”, παρὰ τ’ ὅτι τὰ διάβαζε ἀπ’ τὸ βιβλίο. Παράδειγμα θλιβερό, παιδιὰ τοῦ σχολείου νὰ ἀπαγγέλλουν στὸ “Πάτερ ἡμῶν” τὶς περισσότερες λέξεις λανθασμένες παρὰ σωστές.

 

Προφέρομε ὅλα τὰ γράμματα τῶν λέξεων, ὅσο κι ἂν βιαζόμαστε ἢ ἔχωμε κουραστῆ. “Κυρλέησον - κυρλέησον - κυρλέησον”, “ἍςΘεὸς Ἅςσχυρὸς ...” ποὺ ἀκούγονται μερικὲς φορές, ἀντὶ καθαρὰ “Κύριε, ἐλέησον”, “Ἅγιος ὁ Θεὸς κ.τ.λ.”, φανερώνουν ἀδιαφορία γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ γιὰ τὴ γλώσσα. Ὅπου συναντήσομε -ια- ἢ -ιο-, προφέρομε ξεχωριστὰ τὰ δυὸ γράμματα. Π.χ. οἱ λέξεις “ἁγιασθήτω”, “ἥλιος”, θὰ ἐκφωνηθοῦν “α-γι-α-σθη-τω”, “η-λι-ος”, ὄχι “α-για-σθη-τω”, “η-λιος”. Σὲ φράσεις μὲ πολλὰ ἐπάλληλα φωνήεντα (π.χ. “...ὅτι αἱ ἀνομίαι μου...”), ἀπαγγέλομε λίγο πιὸ ἀργά, ἂν χρειαστῇ, ἢ μὲ μιὰ ἀνεπαίσθητη ἀνάσα ὅπου εἶναι ἐφικτό (μετὰ τὸ “ὅτι”, στὸ παράδειγμα), γιὰ ν’ ἀκουστοῦν ὅλα τὰ γράμματα. Τὴν ἴδια προσοχὴ ἔχομε καὶ ὅπου ὑπάρχουν συνεχόμενα σύμφωνα.

Μιὰ μεγάλη τραγῳδὸς ἔλεγε στοὺς μαθητές της: “τὸ γραπτὸ κείμενο εἶναι προφορικὸς λόγος “κατεψυγμένος”. Ἡ ἀπαγγελία ἑνὸς γραπτοῦ κειμένου εἶναι ἡ “ἀπόψυξη”. Γιὰ νὰ γίνῃ σωστὰ καὶ νὰ μὴ χαλάσῃ, μᾶς βοηθοῦν τὰ σημεῖα στίξεως καὶ τονισμοῦ.” Σχετικὰ μ’ αὐτὰ ἐπικρατεῖ ἡ βαθύτερη ἄγνοια (καὶ ἄγνοια τῆς ἀγνοίας), ἄρα χρειάζεται περισσότερη προσοχή. Ἐπιπλέον, ἐδῶ ἡ κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος ἔκανε ἀνεπανόρθωτη, ἴσως, ζημία, ἀφοῦ χάθηκε τὸ στήριγμα, ἡ ἀσφάλεια ποὺ προσέφεραν οἱ διάφοροι τόνοι.


Συνεχίζεται

                        ΣΤΟΙΧΕΙΑ   ΑΠΑΓΓΕΛΙΑΣ

κείμενο τῆς Μαριάννας Ἐλευθερίου
Α ΄ μέρος

Μὲ ἀφορμὴ μιὰ συνήθεια ποὺ ἐπεκράτησε σὲ πολλὲς ἐνορίες, ἀρχίζει στὸ ἱστολόγιό μας ἀφιέρωμα σὲ μιὰ τέχνη κάπως παραμελημένη, ὡς τόσο σπουδαία, τὴν ἀπαγγελία.
Σὲ ὁρισμένους Ναούς, τὸ “Πάτερ ἡμῶν” καὶ τὸ “Πιστεύω” τὰ λένε ὅλοι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι. Τὸ ἄκουσμα σχεδὸν παντοῦ, ἀπογοητευτικό. Ἀναρχία, ἀκαταστασία, ἀταξία, ποὺ ἀγγίζουν τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ἀσέβεια. Ἕνας θέλει νὰ φωνάζει δυνατώτερα ἀπ’ τὸν διπλανό του, ἄλλοι ἀπαγγέλλουν λέξεις προηγούμενες ἢ ἑπόμενες ἐκείνων ποὺ τὸ μεγαλύτερο σύνολο λέει, πολλοὶ προφέρουν τὰ λόγια λειψά, “μασημένα”, ἢ λάθος. Εὐγενῆς ἐπιδίωξη ἡ ἑνότητα τοὺ ἐκκλησιάσματος καὶ ἡ προτροπὴ γιὰ συμπροσευχή, ἀλλὰ τὰ πράγματα χρειάζεται νὰ ὑπακοῦν σὲ κανόνες, ὥστε τὸ ἀποτέλεσμα νὰ εἶναι ἀντάξιο τῶν προσδοκιῶν.




Ἡ απαγγελία ἔχει βασικὴ θέση στὴ λατρεία. Οἱ ἱερεῖς κυρίως, ἀλλὰ καὶ οἱ ψάλτες, ἀπαγγέλουν, ἐμμελῶς ἢ ὄχι, αἰτήσεις, εὐχές, ἀναγνώσματα (προφητεῖες, Ἀπόστολο, Εὐαγγέλιο), ὕμνους κ. ἄ. Ἡ μαθητεία της διαρκεῖ λίγο, σὲ σύγκριση μὲ ἄλλες τέχνες, ὅμως οἱ ἀπαιτήσεις της σὲ γνώσεις φωνητικῆς καὶ ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματικῆς εἶναι πολλές. Καὶ ἐκτὸς τοῦ θρησκευτικοῦ χώρου, ὅμως, ἐπιστρατεύεται ἡ ἀπαγγελία: ἀπὸ τὶς σχολικὲς ἑορτὲς ὡς τὴν ἐκφώνηση τῶν εἰδήσεων κι ἀπὸ τὴν παρουσίαση ἑνὸς ἐπαγγελματικοῦ θέματος ὡς μιὰ πολιτικὴ ὁμιλία ἢ τὴν περιγραφὴ ἀθλητικοῦ γεγονότος. Ἐπιπλέον, ἡ καλὴ καὶ σωστὴ ἐκφορὰ τῆς γλώσσας μας δείχνει τὸ σεβασμὸ ποὺ ἀποδίδομε στὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς γύρῳ μας καὶ στὸν ἴδιο τὸν πολιτισμό μας. Ἀξίζει, ἐπομένως, κάποια στοιχεῖα ἀπαγγελίας ν’ ἀναφερθοῦν συνοπτικά.

Συνεχίζεται

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

                           ΕΓΕΡΣΙΣ  ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

Ἁγιογραφικὰ ἐξαιρετικὸ θέμα, πολὺ δυνατὴ εἰκόνα.
Στὸ βάθος τῆς σύνθεσης, κτίρια δηλώνουν τὴν πόλη τῆς Βηθανίας, ὅπου ἔγινε τὸ θαῦμα, ἐνῶ πλησιέστερα, δεξιὰ καὶ ἀριστερά, φαίνονται βράχια ὀγκώδη.

Μεταξὺ τῶν βράχων, στὸ βάθος, πλῆθος κόσμου παρακολουθεῖ μὲ κατάπληξη. Εἰκονίζονται οἱ θεατὲς πίσω ἀπὸ τὰ βράχια, καθὼς δὲν ἔχουν οὐσιαστικὴ συμμετοχή, μὲ χειρονομίες ἀπορίας καὶ ἀμηχανίας. Ἕνας τους, ὁ πλησιέστερος στὸν τάφο, μὲ τὸ ἔνδυμά του φράσσει τὴ μύτη του, διότι ὁ Λάζαρος, ὡς νεκρὸς ἤδη τέσσερεις ἡμέρες, εἶχε ἀρχίσει νὰ μυρίζῃ.
 



Μπροστὰ ἀπὸ τὰ βράχια, τὸ κυρίως θέμα. Δεξιὰ ὁ νεκρικός θάλαμος τοῦ Λαζάρου καὶ στήν είσοδό του ὄρθιος, φορῶντας ἀκόμη τὰ σάβανά του, ὁ ἴδιος ὁ Λάζαρος. Στὴ βάση τοὺ βράχου, ἕνας ἄνθρωπος ἀκουμπᾷ στὸ πλάι τὴ λίθινη θύρα τοὺ τάφου, κ’ ἕνας ἄλλος ξετυλίγει τὰ ὀθόνια ἀπ’ τὸν Λάζαρο.

Ὁ Ἰησοῦς ἀριστερά, σὲ ἀρκετὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ μνῆμα, μὲ προτεταμένο χέρι σὲ στάση εὐλογίας, ἐγείρει τὸν Λάζαρο. Τὸ πρόσωπό Του ἐκπέμπει τὴν θλίψη γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Λαζάρου, ἢ ἄλλοτε τὴν δύναμη καὶ τὴν βεβαιότητα γιὰ τὴν ἔγερση τοῦ φίλου Του.

Στὸ κάτω μέρος τὴς σύνθεσης, ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία, οἱ ἀδελφὲς τοῦ Λαζάρου, ποὺ παρακάλεσαν τὸν Ἰησοῦ νὰ τὸν σώσῃ, τώρα Τὸν προσκυνοῦν, ἀσπαζόμενες τὰ πόδια Του.

Πίσω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ παρακολουθοῦν μὲ δέος οἱ μαθητές Του.




Ἔγερσις τοῦ Λαζάρου, ἔργο τοῦ Ῥέμπραντ

Τὸ θέμα πολὺ δυνατό, ὅπως προαναφέρω, καὶ ἄν δὲν ἔχῃς γνώση καὶ ἱκανὸ χρωστῆρα, καλλίτερα μὴν ἐπιχειρήσῃς νὰ τὸ ἀποδώσῃς. 
 

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018



                        ΥΠΑΠΑΝΤΗ  ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ

Δύο Φεβρουαρίου, ἡ Χριστιανοσύνη τιμᾷ τὴν Ὑπαπαντὴ (ὑπάντηση, δηλ. συνάντηση, ὑποδοχή) τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν δίκαιο Συμεών, στὸν Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων. Τὸ Βρέφος, ὡς πρωτότοκο ἀρσενικό, κατὰ τὸν Νόμο, σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴ γέννησή Του, Τὸ πῆγαν στὸν Ναὸ γιὰ νὰ Τὸ ἀφιερώσουν στὸν Θεό.

Καλλιτεχνικὰ ἰσοῤῥοπημένη σύνθεση, μὲ ἁρμονία καὶ ἐσωτερικὸ ῥυθμό, σἂν ἡ κίνηση τοῦ ἑνὸς προσώπου νὰ συμπληρώνη τὴν κίνηση τοῦ ἄλλου. Παραλλαγὲς ἀπὸ εἰκόνα σὲ εἰκόνα, ἀνάλογα μὲ τὸν ἁγιογράφο καὶ τὴν ἐποχή, ὑπάρχουν στὰ δευτερεύοντα στοιχεῖα, π.χ. διάταξη καὶ προσανατολισμὸς τῶν ἁγίων μορφῶν, ἀπεικόνιση ἢ ὅχι κτιρίων στὸ βάθος, πάντως τὰ πρόσωπα καὶ τὸ Ἱερὸ τοῦ Ναοῦ παραμένουν σταθερά.

Ὁ πρεσβύτης Συμεών, εὐσεβὴς καὶ ἴσως ἱερέας, ὁ ὁποῖος κατὰ θεία φώτιση γνώριζε ὅτι δὲν θὰ κλείσῃ τὰ μάτια του ἄν πρῶτα δὲν δῇ «τὸ σωτήριον του Κυρίου», τὸν Χριστὸ σαρκωμένο, κρατᾷ τὸ Βρέφος μὲ τὰ χέρια σκεπασμένα, ἀπὸ πολὺ σεβασμό, μὲ τμῆμα τοῦ ἱματίου ποὺ φορᾷ ἐξωτερικά, ἐνῷ ἐσωτερικὰ εἶναι ἐνδεδυμένος μὲ χιτῶνα ποὺ φέρει καὶ «σημεῖον».
Ὁ Χριστὸς στρέφει πρὸς τὴν Μητέρα Του ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ Τὸν κρατήσῃ στὴν ἀγκαλιά Της.
Πίσω Της, ἡ προφῆτις Ἄννα -ὄχι ἡ γιαγιὰ Ἄννα, ἡ μητέρα τῆς Παναγίας-, δείχνοντας μὲ τὸ δάχτυλό της ποὺ εἶναι ἀρκετὰ μεγάλο σέ σχέση μὲ τὸ χέρι (ἔτσι τό φτιάχνομε ὅταν θέλωμε κάτι περισσότερο νὰ τονίσωμε, δὲν εἶναι παράβλεψη τοῦ καλλιτέχνη) λέει ὅ,τι γράφει τὸ εἰλητάριο ποὺ κρατᾷ: «Τοῦτο τὸ Βρέφος οὐρανὸν καὶ γῆν ἐστερέωσε». Φορᾷ χιτῶνα, ἐξωτερικὰ μαφόριο, καὶ στὴν κεφαλή της, μέσα ἀπὸ τὸ κάλυμμα, διακρίνεται ὁ κεκρύφαλος.
Τελευταῖος στέκεται ὁ μνήστωρ Ἰωσήφ, κρατώντας στὰ χέρια του ζεῦγος νεοσσῶν, τὴν ἐπιβεβλημένη προσφορὰ γιὰ τὴν τελετή. Τὰ ἐνδύματά του εἶναι ἀρχαιοελληνικά, χιτῶνας μὲ σημεῖον, καὶ ἱμάτιο, ὅπως τοῦ Συμεών.

 
Πίσω ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς σκηνῆς διακρίνονται στὸ βάθος κτίρια κ΄ ἕνα τμῆμα τοῦ τείχους τῶν Ἱεροσολύμων.
Πλησιέστερα, εἰκονίζεται τὸ ἱερὸ τοῦ Ναοῦ, ὄχι μὲ πιστὴ ἀναπαράσταση τῆς μορφῆς ποὺ εἶχε, ἀλλὰ σὰν ἱερὸ Χριστιανικοῦ ναοῦ. Φαίνονται δυὸ χαμηλὰ βημόθυρα καὶ τμῆμα ἐπίσης χαμηλοῦ τέμπλου, καὶ μέσα ἀπ` αὐτὰ Ἁγία Τράπεζα, μὲ κόκκινη ἐνδυτὴ καὶ βιβλίο κλειστὸ πάνω της, ἡ ὁποία καλύπτεται ἀπὸ θολωτὸ κιβώριο στηριγμένο σὲ τέσσερεις λεπτοὺς κίονες.


Τώρα θὰ ξεφύγω ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας, θὰ γράψω τὴν εὐχὴ τοῦ Συμεών, ποὺ τὴν ἀκοῦμε κυρίως σὲ κάθε Εσπερινὸ πρὸ τοῦ Τρισαγίου, καὶ παρακαλῶ νὰ προσεχθῇ ἡ ὀρθογραφία. Τὸ νὰ γράφωμε τὰ πάντα ἀνορθόγραφα καὶ ἀδιάφορα πρὸς τὴ γλῶσσα μας οὔτε μᾶς τιμᾷ οὔτε μᾶς βοηθᾷ σὲ κάτι, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἀλλάζουν καὶ ἔννοιες μὲ τὴν ἀνορθογραφία.

1ον : «Νῦν ἀπολύΟΙΣ (εἶναι εὐκτικὴ καὶ ὄχι ὁριστική, σὲ ἀπόδοση ἐννοεῖ ὁ Θεοδόχος «τώρα, Κύριε, μπορεῖς (εἴθε) νὰ μὲ καλέσῃς κοντά Σου», καὶ ὄχι «τώρα μὲ καλεῖς κοντά Σου») τὸν δοῦλόν Σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά Σου ἐν εἰρήνη, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν Σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ Σου Ἰσραήλ».

2ον: Ὅσοι ὑπηρετοῦν τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἀναλόγιο, καλὸ εἶναι νὰ προσέχουν καὶ νὰ κατανοοῦν τὸ νόημα τῶν λεγομένων. Κάποτε ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀμέλεια φτάνουν νὰ δίνουν, δυστυχῶς, καὶ τὸ ἑξῆς ἀποτέλεσμα: Ὁ ἱερέας : Νῦν ἀπολύοις τὸν δοῦλόν Σου, Δέσποτα... -Ἀμήν, ἡ ἀπάντηση ἀπὸ τὸ ἀναλόγιο!!!!!!!!

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

                                  ΙΕΡΑ ΑΜΦΙΑ

Τριάντα Ἰανουαρίου, μεγάλη ἑορτὴ τῶν γραμμάτων καὶ τῆς παιδείας, μιᾶς καὶ τιμοῦμε τοὺς "τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου Θεότητος".

Στὴν εἰκονογραφία οἱ Ἱεράρχες Βασίλειος ὁ Μέγας, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, φέρουν τὴν ἀρχιερατικὴ ἐνδυμασία τῆς ἐποχῆς τους. Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἐορτῆς τους, θὰ κάνωμε μιὰ σύντομη ἀναφορὰ στὰ ἄμφια ὅλων τῶν βαθμίδων τῆς ἱερωσύνης. Ἱερὰ ἄμφια (ἐκ τοῦ "ἀμφιέννυμι" = ἐνδύομαι ), εναι οἱ στολὲς ποὺ φοροῦν οἱ κληρικοὶ ὅταν λαμβάνουν μέρος στὶς ἱερές ἀκολουθίες.


 

Ἄμφια κοινὰ στοὺς τρεῖς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης εἶναι:
1. Στιχάριο: Λευκός, συνήθως, ποδήρης χιτῶνας, μὲ φαρδιὲς χειρῖδες. Τῶν διακόνων ἔχει βραχύτερες χειρῖδες, μπορεῖ, δέ, νὰ εἶναι καὶ ἀλλου χρώματος. Στὸ ἀρχιερατικό, μόνο, στιχάριο ὑπάρχουν δυὸ κατακόρυφες μαῦρες λωρῖδες ποὺ ἐκτείνονται ὡς τὰ πόδια, οἱ λεγόμενοι «ποταμοί», καὶ συμβολίζουν τοὺς “ποταμοὺς τῆς σοφίας”, τὴ διδασκαλία τοῦ Θείου Λόγου. Τὸ λευκό του χρῶμα συμβολίζει τὴν ἁγνότητα καὶ τὸ πνευματικὸ φῶς, ἐνῷ ἂν εἶναι ἐρυθρό, τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ αἷμα Του.
2. Ἐπιμανίκια: Περιτυλίγουν τὰ χέρια άπ΄ τὸν καρπὸ ὡς σχεδὸν τοὺς ἀγκῶνες καὶ συμβολίζουν τὰ δεσμὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

ΑΜΦΙΑ ΔΙΑΚΟΝΟΥ 
 
Ὀράριο: Εἶναι μιὰ πλατειὰ ταινία ποὺ φέρει ὁ διάκονος γύρω ἀπὸ τὸν ἀριστερό του ὦμο, ἐνῷ τὰ ἄκρα της πέφτουν τὸ ἕνα ἐμπρὸς καὶ τὸ ἄλλο πίσω. Συμβολίζει τὰ πτερὰ τῶν Ἀγγέλων, ἤ, κατ΄ ἄλλη ἑρμηνεία, τὸ πίσω ἄκρο τὴν Παλαια Διαθήκη καὶ τὸ μπροστινὸ τὴν Καινή.





ΑΜΦΙΑ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ

Ἐπιτραχήλιο (πετραχήλι): Πλατειὰ ταινία ποὺ περιβάλλει τὸν τράχηλο καὶ ἐκτείνεται μπροστὰ ὡς τὰ πόδια. Συμβολίζει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ περιβάλλει τοὺς ἱερεῖς, χωρὶς αὐτὸ δὲν δύνανται νὰ τελέσουν καμιὰ ἀκολουθία. Οἱ κροσσοὶ στὸ κάτω ἄκρο του συμβολίζουν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ποιμνίου του γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἱερέας φέρει εὐθύνη καὶ θὰ δώσῃ λόγο κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία.

Ζώνη: περιβάλλει τὴ μέση τοῦ ἱερέως καὶ συμβολίζει τὴν ἐγκράτεια, τὴ δύναμη καὶ τὴν ἑτοιμότητα στὸν ἀγῶνα κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστης.

Φαιλόνιο: χιτῶνας κωνόσχημος, τὸ ἐξώτερο καὶ τελευταῖο ἄμφιο ποὺ φορᾷ ὁ ἱερέας. Εἶναι κοντύτερο στὸ μπροστινὸ μέρος, δὲν ἔχει χειρίδες καὶ διακρίνονται δύο τύποι του, ὁ ἑλληνικός, κατὰ τὸν ὁποῖο ἐφαρμόζει στοὺς ὤμους, καὶ ὁ ῥωσικός, στὸν ὁποῖο τὸ πίσω μέρος τοῦ ἀνοίγματος γιὰ τὸν λαιμὸ σηκώνεται καὶ καλύπτει τὸν τράχηλο καὶ μέρος τῆς κεφαλῆς. Συμβολίζει τὸν ἄῤῥαφο χιτῶνα του Ἰησοῦ καὶ τὴν ἑνότητα τῆς ἐπίγειας ἐκκλησίας. Κατὰ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια τὸ φοροῦσε καὶ ὁ ἐπίσκοπος, τότε τὸ φαιλόνιο ἔφερε παντοῦ πάνω του Σταυροὺς καὶ λεγόταν πολυσταύριο φαιλόνιο. Ἄν ἔχει λευκὸ χρῶμα, συμβολίζεται ἔτσι ἡ θεία χάρις, ἄν ἐρυθρό, ἡ χλαμύδα τοῦ ἐμπαιγμοῦ τοῦ Χριστοῦ.





Ἐπιγονάτιο: ὕφασμα σὲ σχῆμα ῥόμβου, ποὺ κρέμεται ἀπὸ τὴ ζώνη, πάνω ἀπὸ τὸ δεξὶ πόδι. Ἀποτελεῖ ἔνδειξη ἐκλησιαστικοῦ ἀξιώματος, τὸ φέρουν π.χ. ἀρχιμανδρῖτες, πρωτοπρεσβύτεροι, οἰκονόμοι κ. λπ., καὶ ὅσοι ἔχουν τὴν ἄδεια να ἐξομολογοῦν. Συμβολίζει τὸ «λέντιο», τὴ λινὴ πετσέτα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἰησοῦς σκούπισε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του, ἀφοῦ τὰ ἔπλυνε, στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο. Ἐπίσης, λόγῳ τῆς θέσης καὶ τοῦ σχήματός του, ποὺ μοιάζει μὲ ξίφος, συμβολίζει καὶ τὴν πνευματικὴ μάχαιρα, τὸ ὄπλο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἱερέας ὑπερασπίζεται τὴν ἐκκλησία.

ΑΜΦΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ

Ὁ Ἐπίσκοπος φέρει ἐκτὸς ἀπὸ τὸ στιχάριο, τὰ ἐπιμανίκια, τὴ ζώνη καὶ τὸ ἐπιγονάτιο, καὶ τὰ ἑξῆς:
1. Σάκκο ἤ Δαλματική : κοντὸς χιτῶνας μὲ βραχεῖες χειρῖδες καὶ στὶς ῥαφές πλάι, φέρει κουδουνάκια ἢ ταινίες. Συμβολίζει τὴ χλαῖνα μὲ τὴν ὁποία ἐνέδυσαν τὸν Ἰησοῦ γιὰ νὰ Τὸν ἐμπαίξουν.

2. Ὠμοφόριο : Φέρεται πάνω ἀπὸ τὸ σάκκο, στούς ὤμους καὶ συμβολίζει τὸ χαμένο πρόβατο, ποὺ ἀναζήτησε καὶ ἐπανέφερε ὁ Ἰησοῦς στοὺς ὤμους Του, ὡς καλὸς ποιμένας.




3.Μανδύα : Μακρὺ ἔνδυμα βαθυκύανο ἢ ἰῶδες, δένεται ἀπὸ τὸ λαιμὸ καὶ τὴν ἄκρη κρατάει συνήθως ὁ διάκονος. Τὸ φορᾷ ὁ ἀρχιερέας ὅταν δὲν ἔχει ἐνδυθῆ τὴν ἀρχιερατικὴ στολή, κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία, σὲ μεγάλους ἑσπερινούς καὶ ἄλλες ἀκολουθίες.

4.Μίτρα : Ἐπίσημο κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, τὸ φέρει ὅταν ἱερουργῇ ὁ ἀρχιερέας. Μοιάζει μὲ αὐτοκρατορικὸ στέμμα καὶ στὴν κορυφὴ φέρει Σταυρό.

5.Ἐγκόλπιο : Κόσμημα μὲ τὴν είκόνα τοῦ Χριστοῦ ἥ τῆς Θεοτόκου, σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια τῶν Χριστιανῶν νὰ φέρουν στὸ στῆθος τους Σταυρό. Φέρεται καὶ ἐκτὸς ἀκολουθιῶν, συμβολίζει τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καὶ ἀποτελεῖ ὁμολογία πίστεως.

6.Ποιμαντορικὴ ῥάβδο : Δεῖγμα τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας ἀλλά καὶ ὑποχρέωσης τοῦ ἀρχιερέως νὰ ποιμάνῃ καὶ νὰ ἐλέγχῃ τὸ λαὸ τοῦ Κυρίου. Στὴν κορυφὴ φέρει μικρὸ Σταυρὸ ἀνάμεσα σὲ δύο φίδια, τὰ ὁποῖα συμβολίζουν τοὺς ὀρατοὺς καὶ ἀοράτους ἐχθροὺς τῆς ἐκκλησίας ποὺ ὁ Σαυρὸς νικᾷ, ἤ, κατ΄ ἄλλες ἑρμηνεῖες, ὑπενθυμίζουν τὸν χάλκινο ὄφη ποὺ ὁ Μωυσῆς ὕψωσε στὴν ἔρημο, ἢ δηλώνουν τὴ φρόνηση ἡ ὁποία πρέπει νὰ διακρίνῃ τοὺς ἀρχιερεῖς.




7. Σταυρό : Κρέμεται ἀπὸ τὸ λαιμὸ καὶ συμβολίζει τὴν αὐταπάρνηση καὶ αὐτοθυσία. Ἐπίσης φέρεται ἀπὸ ἀξιωματούχους ἱερεῖς.

8.Ἐπανωκαλύμαυκο ἤ Ἐπιῤῥιπτάριο : Μαῦρο ὕφασμα ποὺ φοριέται πάνω ἀπὸ τὸ καλυμμαύκι. Τὸ φοροῦν ἐπίσης οἱ Ἱερομόναχοι καὶ οἱ μοναχοὶ καὶ συμβολίζει τὴν ἀπάρνηση τῶν ἐγκοσμίων. Δὲν τὸ φοροῦν οἱ ἔγγαμοι ἱερεῖς, ἐκτὸς ἄν ὁ Πατριάρχης τοὺς τὸ ἀπονείμει γιὰ προσφορὰ ἐξαιρετικῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπηρεσιῶν.

Στέμμα, σάκκο καὶ σκῆπτρο ἔφερε ὁ Αὐτοκράτορας . Ὁ σάκκος, ἡ μίτρα καὶ ἡ ποιμαντορικὴ ῥάβδος (πατερίτσα) ἐμφανίζονται ὡς διακριτικὰ τοῦ ἀρχιερέως μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης, γιὰ νὰ καταδειχθῇ ὅτι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, καὶ κατ΄ ἐπέκτασιν ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς, τρόπον τινὰ ἀντικαθιστοῦν τὴν ἐξουσία τοῦ Αὐτοκράτορα, παίρνουν συμβολικὰ τὴ θέση του γιὰ τοὺς ὑπόδουλους στοὺς Τούρκους λαούς. Στοὺς πρὸ ἁλώσεως χρόνους οἱ ἀρχιερεῖς δὲν ἔφεραν σάκκο, μίτρα καὶ πατερίτσα, ἑπομένως εἶναι λανθασμένη ἡ ἀπεικόνιση Ἁγίων ἱεραρχῶν ποὺ ἔζησαν πρὸ τοῦ 15ου αἰ. μὲ αὐτὰ τὰ σύμβολα. Κάποτε ἴσως βροῦμε τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, σπανιώτερα καὶ τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, μὲ σάκκο, ἀκόμα καὶ μὲ πατερίτσες καὶ μίτρες, ὄχι ὅμως δεκτὲς αὐτὲς οἱ ἀπεικονίσεις, διότι τὴν ἐποχὴ τῶν τριῶν αὐτῶν Ἱεραρχῶν δὲν τοὺς εἶχαν παραχωρηθῆ. Γι᾿ αὐτὸ ἀναφέρω πολλές φορές, δίνομε μεγάλη προσοχὴ στὴν είκόνα ποὺ θέλομε νὰ ἁγιογραφήσωμε ἢ νὰ ἀγοράσωμε.