Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ


Β΄μέρος

Ἀποχωρεῖ καὶ φτάνει στὴ Ρώμη. Γιὰ λίγο, ἐνθουσιάζεται, βρίσκει θαυμαστές, δυνατὴ προστασία δίπλα στὸν μαικῆνα καὶ προστάτη τῶν τεχνῶν, καρδινάλιο Φαρνέζε. Μὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι καλλιτέχνες εἶναι φιλικοὶ πρὸς τὸν Θεοτοκόπουλο ποὺ ἔχει εἰσέλθη ἔτσι στοὺς διαπρεπέστερους πνευματικοὺς καὶ καλλιτεχνικοὺς κύκλους τῆς Ρώμης. Ἡ ἐξέλιξη τῆς τέχνης του εἶναι διαρκὴς καὶ ἀνοδική, κατὰ τὸ τέλος τῆς παραμονῆς του εἶναι καὶ ἀνεξάρτητη ἀπὸ κάθε τεχνικὴ δασκάλου του. Ἔχει πλέον βρεῖ τὴν καλλιτεχνική του ταυτότητα. Ὅμως ἀντιλαμβάνεται ὅτι οὔτε οἱ νέοι του δάσκαλοι τὸν ἐμπνέουν ὅπως αὐτὸς χρειάζεται, καὶ πάντως ἡ ζωή του ἐκεῖ εἶναι ἐπεισοδιακή. Ἰσχυρίζεται, ὅτι ἄν καταστρέφονταν ὅλες οἱ τοιχογραφίες τοῦ Μιχαὴλ Ἅγγελου, στὴν Καπέλλα Σιξτίνα τοῦ Ἁγίου Πέτρου, ὁ ἴδιος ἦταν σὲ θέση νὰ τὶς ἀντικαταστήσῃ μὲ ἔργο τεχνικὰ ἀνώτερο καὶ εὐλαβέστερο . Τοῦτο ἔκανε τοὺς συγχρόνους του ἔξαλλους κρίνοντας τὰ λόγια του ὡς ἱεροσυλία. Ὅταν έπίσης ρωτήθηκε, στὸ Τολέδο, πλέον, ποία ἡ γνώμη του γιὰ τὸν Μιχαὴλ Ἄγγελο, ἀπάντησε πὼς «ἦταν ἕνας καλὸς ἄνθρωπος ἀλλὰ δὲν γνώριζε νὰ ζωγραφίζῃ» . Ἀσυμβίβαστος, ξεροκέφαλος, ἀκούραστος καὶ τόσο σίγουρος γιὰ τὴν καλλιτεχνική του δύναμη. Ἄν δὲν εἶχε τὸν ἀδάμαστο χαρακτῆρα, τήν ἀπεριόριστη πίστη στὴν ἀξία του, ἀσφαλῶς δὲν θὰ τολμοῦσε νά ἐγείρη ἐναντίον του τοὺς συγχρόνους του.


Μὰ καὶ πάλι δὲν ἔχει βρεῖ τὸ χῶρο του, τὸν τόπο του, τὸν καλλιτεχνικό του παράδεισο. Ὁ ἀνήσυχος Ἕλληνας τὸν ἀναζητᾷ, καὶ τελικὰ τὸν βρίσκει στὸ σκοτεινὸ Τολέδο τῆς Ἱσπανίας. Πότε ἀκριβῶς ἔφτασε σ’αὐτὴ τὴν πόλη δὲν γνωρίζομε, ἀλλὰ ἐκεῖ ριζώνει, κάνει κλαδιά, καρπούς, βρίσκει δεύτερη πατρίδα, μάχεται, ἐπιβιώνει, ἐπιβάλλεται. Ἡ παρέμβαση τοῦ μεγάλου φίλου του στὴ Ρώμη, Ὀρσίνι, τὸν βοηθᾷ νὰ μὴν φτάσῃ ἄγνωστος καὶ ἄσημος στὴν Ἱσπανία. Βρίσκει ὑποστηρικτὲς τῆς τέχνης του καὶ ἔχει ἐξασφαλίσει ἐργασία. Περνώντας ἀπὸ τὴν Καταλωνία, πρὶν φθάσει στὸ Τολέδο, ὁ διαπρεπὴς Ἑλληνιστὴς ἐπίσκοπος τῆς Ταρραγῶνος καὶ φίλος τοῦ προστάτη του Ὀρσίνι, Ἀντώνιος Ἀγκουστίν, τοῦ φαίνεται πολὺ χρήσιμος, τὸν συστήνει στοὺς ἰσχυρούς του φίλους καὶ στὸ ἀνάκτορο τῶν Ἱσπανῶν βασιλέων, ἔτσι εἰσάγεται σὲ κύκλους μὲ τοὺς ὁποίους γιὰ χρόνια θὰ συνεργαστῇ.

Ὁ Σωτῆρας, ἔργο του



Στὸ Τολέδο, λοιπόν, λυτρώνεται, ἐλευθερώνεται, ἀποτινάσσει δισταγμούς, ἀμφιβολίες, καὶ ἀναπτύσσει τὴν καλλιτεχνική του προσωπικότητα. Οὔτε ἐδῶ ἡ ζωή του εἶναι εὔκολη καὶ ἤρεμη. Βλέποντας αὐτὴ τὴν ἰδιοφυία, τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὸ ἀσυνθηκολόγητο τοῦ χαρακτῆρα του, τοῦ δημιουργοῦν δυσχέρειες καὶ τὸν φέρνουν σὲ δύσκολη θέση. Ἀλλὰ τίποτα δὲν εἶναι ἰκανὸ νὰ τοῦ ἀνακόψη τὴν ὁρμὴ τῆς δημιουργίας του. Ὅλοι ἀναγκάζονται νὰ ὑποκύψουν μπρὸς στὸ μεγαλεῖο τῆς τέχνης του. Διακοσμεῖ πλῆθος Ναῶν στὸ Τολέδο, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Σάντο Ντομίγκο ἐλ Ἀντίγκουο, ἀκολουθεῖ τὸ «Ἐσπόλιο», ὁ Φίλιππος ὁ Β’ τοῦ ἀναθέτει νὰ ζωγραφίσῃ τὸ «Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Μαυρικίου» . Ὕστερα τοῦ ἀναθέτουν τὴν «Ταφὴ τοῦ κόμητα Ὀργκάθ», κεντρικὲς Ἐκκλησιὲς καὶ παρεκκλήσια, ἀκόμη καὶ ἡ Δημαρχία τοῦ Τολέδο τοῦ παραγγέλλει ἔργα.

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου