ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ
ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ
Βέβαια δὲν εἶναι μόνο τὰ ἔργα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴ θρησκεία, ποὺ ἔφτιασε ὁ Θεοτοκόπουλος. Μιὰ τρυφερὴ καὶ ἐκφραστικὴ προσωπογραφία τῆς γυναίκας ποὺ ἔκανε σύντροφο τῆς ζωῆς του, τῆς Χερώνυμας ντὲ λὰς Κουέβας, εἶναι ἡ «Κυρία μὲ τὴν ἑρμίνα» (βλ. εἰκόνα πιὸ κάτω), ὅπως ἐπίσης βρίσκομε ὅλη τὴν τρυφερότητα καὶ ἀγάπη του στὸ ἔργο «ὁ ζωγράφος» , ποὺ ἀπεικονίζει τὸν γυιό του, Γεώργιο Ἐμμανουήλ.
Οἱ Ἕλληνες, ἄν δὲν ἦταν πάντα ξενομανεῖς, θὰ εἶχαν τιμήσει πρώτοι ὅλων τὸ παιδὶ τῆς Κρήτης γιὰ τὴν καλλιτεχνική του ἀξία. Μένει ὅμως στήν ἀφάνεια στὸν τόπο του ἀλλὰ καὶ στὴ χώρα ποὺ δημιουργοῦσε, κάποιο διάστημα. Καὶ πρέπει πάλι ξένοι πρὸς τοὺς Ἕλληνες ν’ ἀνακαλύψουν, νὰ παραδεχτοῦν , νὰ δοξάσουν τὸ μεγαλειῶδες ταλέντο του καὶ τότε νὰ τὸν «ἀνακαλύψῃ» καὶ ἡ πατρίδα του. Ἀπὸ τότε ὅμως δὲν ξαναέφυγε ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ Ἕλληνα. Μεγάλη εὐγνωμοσύνη χρωστᾶμε στοὺς ἱκανοὺς, ἄξιους καὶ φιλότεχνους τῆς Ἐθνικῆς Πινακοθήκης τῆς Ἀθήνας ποὺ πολλάκις μᾶς πότισε μὲ τὰ ἔργα του. Καὶ ἐμεῖς ξανὰ καὶ ξανὰ νὰ μὴν τὰ χορταίνωμε.
Ἐὰν τοποθετῶ ἐδῶ δυὸ λόγια γιὰ τὸν μεγαλοφυή, χειμαρρώδη, πνευματικό, πεισματάρη Θεοτοκόπουλο, ποὺ ὅπως ἀναφέρει ὁ Γάλλος Καμὶγ Μωκλαὶρ: «ὅποιος ὑποστεῖ μία φορὰ τὴν γοητεία τοῦ μεγάλου Κρητὸς τοῦ Τολέδου, δὲν μπορεῖ πλέον νὰ χειραφετηθῇ, θὰ τὸν σύρη πάντοτε πίσω της», ὁ δὲ Ἄγγλος ἐπίσης κριτικός, Ρόμπερτ Μπάυρον: «ὅλη ἡ ὑπερηφάνεια τῶν αἰώνων, ὅλη ἡ δόξα ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ἔχει ἀπομείνει πλέον παρὰ μόνον ἡ ἀνάμνησις, φαίνεται νὰ ἀνέζησε γιὰ ἕναν τελευταῖο θρίαμβο στὶς λέξεις αὐτές: “Δομήνικος Θεοτοκόπουλος Κρὴς ἐποίει’’ » , τὸ κάνω γιὰ ἕναν παραπάνω λόγο, ἀπὸ τὸ νὰ μάθῃ κάποιος κάτι γιὰ τὸ ἔργο του. Τὸ κάνω γιὰ νὰ δοῦν οἱ ἐπίδοξοι καὶ ἐλπιδοφόροι αὐριανοὶ ἁγιογράφοι, πὼς αὐτὴ ἡ τεχνικὴ εἶναι ἀνεξάντλητη, ἀτελείωτη, ἀσύνορη, ὅμως θέλει ἀγάπη, μελέτη, ἄσκηση, ἄσκηση, ἄσκηση. Τὸ τέλμα καὶ ἡ στατικότητα , τὸ μουσειακὸ εἶδος, ἡ στεγνὴ ἀντιγραφή, ἀς σταματήσουν καὶ ἀς ξαναγίνει ὅ,τι εἶναι : Τέχνη, Φῶς, Δύναμη.
τέλος