Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ


Δ΄μέρος



Βέβαια δὲν εἶναι μόνο τὰ ἔργα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴ θρησκεία, ποὺ ἔφτιασε ὁ Θεοτοκόπουλος. Μιὰ τρυφερὴ καὶ ἐκφραστικὴ προσωπογραφία τῆς γυναίκας ποὺ ἔκανε σύντροφο τῆς ζωῆς του, τῆς Χερώνυμας ντὲ λὰς Κουέβας, εἶναι ἡ «Κυρία μὲ τὴν ἑρμίνα» (βλ. εἰκόνα πιὸ κάτω), ὅπως ἐπίσης βρίσκομε ὅλη τὴν τρυφερότητα καὶ ἀγάπη του στὸ ἔργο «ὁ ζωγράφος» , ποὺ ἀπεικονίζει τὸν γυιό του, Γεώργιο Ἐμμανουήλ.





Οἱ Ἕλληνες, ἄν δὲν ἦταν πάντα ξενομανεῖς, θὰ εἶχαν τιμήσει πρώτοι ὅλων τὸ παιδὶ τῆς Κρήτης γιὰ τὴν καλλιτεχνική του ἀξία. Μένει ὅμως στήν ἀφάνεια στὸν τόπο του ἀλλὰ καὶ στὴ χώρα ποὺ δημιουργοῦσε, κάποιο διάστημα. Καὶ πρέπει πάλι ξένοι πρὸς τοὺς Ἕλληνες ν’ ἀνακαλύψουν, νὰ παραδεχτοῦν , νὰ δοξάσουν τὸ μεγαλειῶδες ταλέντο του καὶ τότε νὰ τὸν «ἀνακαλύψῃ» καὶ ἡ πατρίδα του. Ἀπὸ τότε ὅμως δὲν ξαναέφυγε ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ Ἕλληνα. Μεγάλη εὐγνωμοσύνη χρωστᾶμε στοὺς ἱκανοὺς, ἄξιους καὶ φιλότεχνους τῆς Ἐθνικῆς Πινακοθήκης τῆς Ἀθήνας ποὺ πολλάκις μᾶς πότισε μὲ τὰ ἔργα του.  Καὶ ἐμεῖς ξανὰ καὶ ξανὰ νὰ μὴν τὰ χορταίνωμε.



Ἐὰν τοποθετῶ ἐδῶ δυὸ λόγια γιὰ τὸν μεγαλοφυή, χειμαρρώδη, πνευματικό, πεισματάρη Θεοτοκόπουλο, ποὺ ὅπως ἀναφέρει ὁ Γάλλος Καμὶγ Μωκλαὶρ: «ὅποιος ὑποστεῖ μία φορὰ τὴν γοητεία τοῦ μεγάλου Κρητὸς τοῦ Τολέδου, δὲν μπορεῖ πλέον νὰ χειραφετηθῇ, θὰ τὸν σύρη πάντοτε πίσω της», ὁ δὲ Ἄγγλος ἐπίσης κριτικός, Ρόμπερτ Μπάυρον: «ὅλη ἡ ὑπερηφάνεια τῶν αἰώνων, ὅλη ἡ δόξα ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ἔχει ἀπομείνει πλέον παρὰ μόνον ἡ ἀνάμνησις, φαίνεται νὰ ἀνέζησε γιὰ ἕναν τελευταῖο θρίαμβο στὶς λέξεις αὐτές: “Δομήνικος Θεοτοκόπουλος Κρὴς ἐποίει’’ » , τὸ κάνω γιὰ ἕναν παραπάνω λόγο, ἀπὸ τὸ νὰ μάθῃ κάποιος κάτι γιὰ τὸ ἔργο του. Τὸ κάνω γιὰ νὰ δοῦν οἱ ἐπίδοξοι καὶ ἐλπιδοφόροι αὐριανοὶ ἁγιογράφοι, πὼς αὐτὴ ἡ τεχνικὴ εἶναι ἀνεξάντλητη, ἀτελείωτη, ἀσύνορη, ὅμως θέλει ἀγάπη, μελέτη, ἄσκηση, ἄσκηση, ἄσκηση. Τὸ τέλμα καὶ ἡ στατικότητα , τὸ μουσειακὸ εἶδος, ἡ στεγνὴ ἀντιγραφή, ἀς σταματήσουν καὶ ἀς ξαναγίνει ὅ,τι εἶναι : Τέχνη, Φῶς, Δύναμη.
τέλος
ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ

Γ΄μέρος

Ὅπου καὶ ἄν ζωγραφίζει, ἡ πρώτη καλλιτεχνική του νεότητα τὸν ὁδηγεῖ: ἡ βυζαντινὴ τεχνοτροπία. Αὐτὴ εἶναι ὁδηγὸς καὶ ἀναδεικνύει τὴν ἀληθινὰ ἀνώτερη μεγαλοφυΐα του. Ἀφοῦ σπούδασε, μελέτησε, ἐργάστηκε σὲ διάφορες τεχνικές, τὸν δρόμο του τὸν ὁδήγησε ἡ βυζαντινὴ τεχνική, ἀπαλλαγμένη ὅμως ἀπὸ ζυγοὺς καὶ λαϊκὲς δoξασίες. Οἱ ἐπιῤῥοές καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα φανερώνονται σὲ κάθε ἔργο, σὲ κάθε σύνθεση, μ’ ἐκεῖνες τὶς ἀσκητικὲς μορφές, τὶς πνευματικές, ποὺ μόνο ἡ βυζαντινὴ γιογραφία ξέρει νὰ ἀποδώσῃ.










Θὰ προσθέσω ἐδῶ περιστατικὸ ποὺ πολλοὶ γνωρίζετε καὶ ἄλλοι ὄχι, μὰ αξίζει ν΄ἀναφερθῇ γιὰ νὰ καταδείξῃ τὸ πόσο μεγάλα ἐμπόδια ἀντιμετώπισε ὁ «Ἕλληνας». Ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση κάλεσε τὸν Γκρέκο σὲ δίκη μὲ τὴν κατηγορία πὼς οἱ πίνακές του ἦταν αἱρετικοί. Γιατὶ τὰ φτερὰ τῶν Ἀγγέλων ποὺ ζωγράφιζε ἦταν πιὸ μεγάλα ἀπὸ τὰ «φυσικά». Καὶ τότε, ὁ Γκρέκο ἀποστομώνει τοὺς ὑποκριτὲς καὶ ἀθωώνεται πανηγυρικά.
-Ἀσφαλῶς, κύριοι δικαστές, ἐσεῖς θὰ ἔχετε δεῖ Ἀγγέλους, καὶ μὲ κατηγορεῖτε, τοὺς λέει.
-Ὄχι, δὲν ἔχομε δεῖ, τοῦ ἀπαντοῦν.
-Τότε θὰ εἶδαν οἱ θεολόγοι.
-Οὔτε αὐτοὶ εἶδαν, μὰ γιατὶ μᾶς ρωτᾷς;
- Ἄν εἴχατε δεῖ θὰ σᾶς παρακαλοῦσα νὰ μὲ πᾶτε ὅπου τοὺς είδατε, γιὰ νὰ ἀντιγράψω ἀκριβῶς τὰ φτερὰ τους. Ἀφοῦ ὅμως κανεῖς μας δὲν ἔχει δεῖ Ἀγγέλους , γιατὶ λέτε τοὺς πίνακές μου αἱρετικούς;
-Γιατὶ σὲ κανένα θρησκευτικὸ πίνακα οἱ Ἄγγελοι δὲν ἔχουν τόσο μεγάλα φτερὰ.
- Μά, κύριοι δικαστὲς, ἐσεῖς ὁμολογεῖτε ὅτι δὲν ἔχετε δεῖ Ἀγγέλους. Πῶς μπορεῖτε νὰ μοῦ ἀποδείξετε ὅτι καὶ στοὺς ἄλλους πίνακες τὸ  μῆκος τῶν φτερῶν τῶν Ἀγγέλων δὲν εἶναι τὸ ἴδιο αὐθαίρετο ὅπως καὶ στοὺς δικοὺς μου; ( ἐδῶ δεν χρειάζονται σχόλια, λέω ἐγώ…)



Στὰ θρησκευτικὰ ἔργα του, ἡ καλλιτεχνικὴ κληρονομιὰ τῆς πατρίδας του εἶναι ἐμφανής. Ἐνδεικτικά, ὑπενθυμίζω λίγα. Στὴ Μητρόπολη τοῦ Τολέδο ζωγραφίζει τὸ περίφημο «Ἐσπόλιό» του, δηλ. τὸν διαμερισμὸ τῶν ἱματίων τοῦ Ἰησοῦ. Ἐκεῖ δείχνει, σὲ ἕναν μεγαλειώδη Ἰησοῦ, τὴν ἀναμφισβήτητη βυζαντινὴ καταγωγή του. Μιὰ ἄλλη κορυφαία δημιουργία, εἶναι καὶ ἡ Σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ ἀνήκει στὸ ἐθνικὸ  μουσεῖο τοῦ Πράντο, στὴ Μαδρίτη. Μιὰ ἀναπαράσταση, ὅπου στὴ  δύναμη τῆς ἔκφρασης τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ καθὼς καὶ στὴν ἔνταση τοῦ σώματός του, δείχνει ὁ ζωγράφος πὼς ἔχει δαμάσει αὐτὴ τὴν τεχνικὴ πλήρως, σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ στατικὰ βυζαντινὰ ἔργα, στὰ ὁποῖα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα λείπουν. Στὸ δὲ ἔργο του “ὁ Σωτῆρας” βρίσκομε τὸν ὁλοκληρωτικὰ βυζαντινὸ χαρακτῆρα τοῦ Γκρέκο. Μάτια, γλυκύτητα προσώπου, χρωματισμοὶ ἐνδυμάτων ἀλλὰ κυρίως ἡ εὐλογία μὲ τὸ δεξὶ χέρι, ὅπως ἀκριβῶς εἰκονίζεται στὴν Ἁγιογραφία.



συνεχίζεται
ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ


Β΄μέρος

Ἀποχωρεῖ καὶ φτάνει στὴ Ρώμη. Γιὰ λίγο, ἐνθουσιάζεται, βρίσκει θαυμαστές, δυνατὴ προστασία δίπλα στὸν μαικῆνα καὶ προστάτη τῶν τεχνῶν, καρδινάλιο Φαρνέζε. Μὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι καλλιτέχνες εἶναι φιλικοὶ πρὸς τὸν Θεοτοκόπουλο ποὺ ἔχει εἰσέλθη ἔτσι στοὺς διαπρεπέστερους πνευματικοὺς καὶ καλλιτεχνικοὺς κύκλους τῆς Ρώμης. Ἡ ἐξέλιξη τῆς τέχνης του εἶναι διαρκὴς καὶ ἀνοδική, κατὰ τὸ τέλος τῆς παραμονῆς του εἶναι καὶ ἀνεξάρτητη ἀπὸ κάθε τεχνικὴ δασκάλου του. Ἔχει πλέον βρεῖ τὴν καλλιτεχνική του ταυτότητα. Ὅμως ἀντιλαμβάνεται ὅτι οὔτε οἱ νέοι του δάσκαλοι τὸν ἐμπνέουν ὅπως αὐτὸς χρειάζεται, καὶ πάντως ἡ ζωή του ἐκεῖ εἶναι ἐπεισοδιακή. Ἰσχυρίζεται, ὅτι ἄν καταστρέφονταν ὅλες οἱ τοιχογραφίες τοῦ Μιχαὴλ Ἅγγελου, στὴν Καπέλλα Σιξτίνα τοῦ Ἁγίου Πέτρου, ὁ ἴδιος ἦταν σὲ θέση νὰ τὶς ἀντικαταστήσῃ μὲ ἔργο τεχνικὰ ἀνώτερο καὶ εὐλαβέστερο . Τοῦτο ἔκανε τοὺς συγχρόνους του ἔξαλλους κρίνοντας τὰ λόγια του ὡς ἱεροσυλία. Ὅταν έπίσης ρωτήθηκε, στὸ Τολέδο, πλέον, ποία ἡ γνώμη του γιὰ τὸν Μιχαὴλ Ἄγγελο, ἀπάντησε πὼς «ἦταν ἕνας καλὸς ἄνθρωπος ἀλλὰ δὲν γνώριζε νὰ ζωγραφίζῃ» . Ἀσυμβίβαστος, ξεροκέφαλος, ἀκούραστος καὶ τόσο σίγουρος γιὰ τὴν καλλιτεχνική του δύναμη. Ἄν δὲν εἶχε τὸν ἀδάμαστο χαρακτῆρα, τήν ἀπεριόριστη πίστη στὴν ἀξία του, ἀσφαλῶς δὲν θὰ τολμοῦσε νά ἐγείρη ἐναντίον του τοὺς συγχρόνους του.


Μὰ καὶ πάλι δὲν ἔχει βρεῖ τὸ χῶρο του, τὸν τόπο του, τὸν καλλιτεχνικό του παράδεισο. Ὁ ἀνήσυχος Ἕλληνας τὸν ἀναζητᾷ, καὶ τελικὰ τὸν βρίσκει στὸ σκοτεινὸ Τολέδο τῆς Ἱσπανίας. Πότε ἀκριβῶς ἔφτασε σ’αὐτὴ τὴν πόλη δὲν γνωρίζομε, ἀλλὰ ἐκεῖ ριζώνει, κάνει κλαδιά, καρπούς, βρίσκει δεύτερη πατρίδα, μάχεται, ἐπιβιώνει, ἐπιβάλλεται. Ἡ παρέμβαση τοῦ μεγάλου φίλου του στὴ Ρώμη, Ὀρσίνι, τὸν βοηθᾷ νὰ μὴν φτάσῃ ἄγνωστος καὶ ἄσημος στὴν Ἱσπανία. Βρίσκει ὑποστηρικτὲς τῆς τέχνης του καὶ ἔχει ἐξασφαλίσει ἐργασία. Περνώντας ἀπὸ τὴν Καταλωνία, πρὶν φθάσει στὸ Τολέδο, ὁ διαπρεπὴς Ἑλληνιστὴς ἐπίσκοπος τῆς Ταρραγῶνος καὶ φίλος τοῦ προστάτη του Ὀρσίνι, Ἀντώνιος Ἀγκουστίν, τοῦ φαίνεται πολὺ χρήσιμος, τὸν συστήνει στοὺς ἰσχυρούς του φίλους καὶ στὸ ἀνάκτορο τῶν Ἱσπανῶν βασιλέων, ἔτσι εἰσάγεται σὲ κύκλους μὲ τοὺς ὁποίους γιὰ χρόνια θὰ συνεργαστῇ.

Ὁ Σωτῆρας, ἔργο του



Στὸ Τολέδο, λοιπόν, λυτρώνεται, ἐλευθερώνεται, ἀποτινάσσει δισταγμούς, ἀμφιβολίες, καὶ ἀναπτύσσει τὴν καλλιτεχνική του προσωπικότητα. Οὔτε ἐδῶ ἡ ζωή του εἶναι εὔκολη καὶ ἤρεμη. Βλέποντας αὐτὴ τὴν ἰδιοφυία, τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὸ ἀσυνθηκολόγητο τοῦ χαρακτῆρα του, τοῦ δημιουργοῦν δυσχέρειες καὶ τὸν φέρνουν σὲ δύσκολη θέση. Ἀλλὰ τίποτα δὲν εἶναι ἰκανὸ νὰ τοῦ ἀνακόψη τὴν ὁρμὴ τῆς δημιουργίας του. Ὅλοι ἀναγκάζονται νὰ ὑποκύψουν μπρὸς στὸ μεγαλεῖο τῆς τέχνης του. Διακοσμεῖ πλῆθος Ναῶν στὸ Τολέδο, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Σάντο Ντομίγκο ἐλ Ἀντίγκουο, ἀκολουθεῖ τὸ «Ἐσπόλιο», ὁ Φίλιππος ὁ Β’ τοῦ ἀναθέτει νὰ ζωγραφίσῃ τὸ «Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Μαυρικίου» . Ὕστερα τοῦ ἀναθέτουν τὴν «Ταφὴ τοῦ κόμητα Ὀργκάθ», κεντρικὲς Ἐκκλησιὲς καὶ παρεκκλήσια, ἀκόμη καὶ ἡ Δημαρχία τοῦ Τολέδο τοῦ παραγγέλλει ἔργα.

συνεχίζεται
ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ

Α΄ μέρος

Ἀναφέρω σὲ προηγούμενο κείμενο ὅτι σήμερα ἡ ἁγιογραφία πάλι ἔχει χάσει τὴ λάμψη της, πὼς οἱ τεχνῖτες εἶναι λίγοι. Δὲν θὰ κάνω ὀνοματικὴ ἀναφορὰ στοὺς σημερινούς, λοιπόν, παρὰ εὐχὴ νὰ εἶναι πάντα καλοφωτισμένοι καὶ τὰ ἐργαστήριά τους γεμάτα. Θὰ ἀναφερθῶ, ὅμως, σ’ ἕναν χθεσινὸ καλλιτέχνη, στολίδι τῶν καλλιτεχνῶν καὶ τῆς Ἑλλάδας: τὸν Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Ὄχι ἀσφαλῶς γιὰ ν’ ἀσκήσω κριτική -μὲ τί πέννα;- ἀλλὰ γιὰ νὰ τονίσω ὅσο μπορῶ, τὴ δύναμη τῆς  ἑλληνικῆς τέχνης.




Γέννημα θρέμμα τῆς Κρήτης, ὅπου ἡ πνευματικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ  μόρφωση ἐκεῖνο τὸν καιρὸ (μέσα 16ου αἰ. ) ἔφτανε σὲ ὕψη ὑπὸ τὴ βυζαντινὴ ἐπιῤῥοή, ἐκεῖ πῆρε τὰ πρώτα καλλιτεχνικὰ μαθήματα βυζαντινῆς ἁγιογραφίας (στὰ ἐργαστήρια τοῦ, σὲ μεγάλη πνευματικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ ἀκμὴ εὐρισκόμενου, Σιναϊτικοῦ Μετοχίου τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης στὸ Ἠράκλειο, ὅπου ἐγνώρισε καὶ τὸ πνεῦμα τῆς αὐστηρῆς θρησκευτικῆς πίστης καὶ τοῦ ἀσκητικοῦ βίου, πνεῦμα ποὺ δείχνει μὲ τὰ ἔργα του ὅτι εἶχε κατανοήσει πλήρως), καὶ τὰ κράτησε σὰν βάση γιὰ ὅλη τὴν μετέπειτα ζωή του. Ζωὴ λαμπρή, κοπιαστική, πολυτάραχη, ἀλλὰ πάντα μέσα στὸν μανδύα τῆς χώρας του. Ἐργάστηκε, ἀναδείχτηκε, τιμήθηκε, μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα, ποὺ ὅμως  εἶχε κρατήσει στὴν καρδιά του. Γεμᾶτος χαρὰ καὶ ὑπερηφάνεια ὑπογράφει τὰ ἔργα του ἑλληνικά : «Δομήνικος Θεοτοκόπουλος Κρὴς ὁ δείξας», « Δομήνικος Θεοτοκόπουλος ἐποίει». Ἔτσι ὑπογράφομε τὰ ἔργα μας οἱ ἁγιογράφοι. Ξεκάθαρα, δὲν ἀποποιεῖται τὴν ἑλληνικότητα οὔτε τὴν καλλιτεχνικὴ βυζαντινὴ του βάση.



Παιδὶ γύρω στὰ εἴκοσι ἔφτασε πρῶτα στὴ Βενετία, ἄξιο κέντρο πολιτισμοῦ καὶ μὲ μεγάλη ἑλληνικὴ παροικία, νὰ γνωρίσ μιὰ ἄλλου εἴδους τεχνικὴ ποὺ ἀνθοῦσε ἐκεῖ. Φιλόδοξος μὰ καὶ ταλαντοῦχος, δὲν ἀρκεῖται στὰ πρῶτα ἐργαστήρια ποὺ συναντᾷ, ἀλλὰ μὲ μεγάλη προσπάθεια καὶ ἀγῶνα γράφεται στὴ σχολὴ τοῦ σπουδαίου Ἰταλοῦ δημιουργοῦ τῆς ἐποχῆς, Τισιανοῦ. Ἐκεῖ ξεκινάει μεγάλα ἔργα, ἀφοῦ μαθαίνει τόσα μυστικὰ τῆς ἀναγεννησιακῆς τέχνης, πάλι ὅμως τὸ ἀνήσυχο πνεῦμα του δὲν ἰκανοποιεῖται. Μαθητεύει κοντὰ στὸν μεγάλο ζωγράφο Τιντορέττο, ποὺ ἐπηρεάζει πολὺ τὸν νεαρὸ καλλιτέχνη. Παρ’ ὅλα αυτά, καμιὰ νέα τεχνοτροπία δὲν τὸν γεμίζει ὅπως ἡ ψυχή του καὶ ἡ καλλιτεχνική του ἰδιοφυΐα ζητάει. 
συνεχίζεται