Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

                                                               ΣΤΑΥΡΩΣΙΣ

Τὸ κέντρο τῆς εἰκόνας καταλαμβάνει τὸ σταυρωμένο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ μὲ ἐλαφρὰ κάμψη καὶ ὄχι τέλεια ἐγκατάλειψη, τὸ κεφάλι γερμένο στὸν ὤμο, τὰ χέρια τεντωμένα μ’ ἀνοιχτὲς παλάμες μὲ τοὺς ἥλους στὸ κέντρο τους, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ρέει αἷμα. Οἱ παλάμες σχεδιάζονται ἀνοιχτές, τεντωμένες, κατὰ παράβαση ἐσκεμμένη τῆς φυσικότητας, ὅπως ἀναφέρει ὁ ὑμνωδός: «ἥπλωσας τὰς παλάμας καὶ ἤνωσας τὰ τὸ πρὶν διεστῶτα  (αὐτὰ ποὺ πρὶν διίσταντο, ἀπεῖχαν, δηλ. οὐρανὸ καὶ γῆ.).  Ἀπὸ τὴν πλευρά Του, τὴν ὁποία ἐκέντησαν, ῥέει αἷμα καὶ νερό, ποὺ  Ἄγγελοι μὲ ποτήριο συλλέγουν. Σὲ ἄλλες παραστάσεις οἱ Ἄγγελοι ἵπτανται τριγύρω ἢ ἄνωθεν τοῦ Ἰησοῦ.  Τὰ πόδια Του, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ρέει αἷμα, εἰκονίζονται μὲ ἐμφανεῖς τοὺς ἥλους (καρφιά), δίπλα τὸ ἕνα στὸ ἄλλο. Ἡ διαφορὰ μὲ τὶς δυτικότροπες ἀπεικονίσεις βρίσκεται στὴ  θέση χεριῶν καὶ ποδιῶν, οἱ ὁποῖες ἔχουν κλειστὲς τὶς παλάμες  τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὰ πέλματα τῶν ποδιῶν τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο. Οἱ κλειστὲς παλάμες κάποτε μοιάζουν καὶ μὲ γροθιά,  ἡ ὁποία  παραπέμπει σὲ ὀργή, κατὰ τὴν περιγραφή, ὅμως, τῆς σταυρώσεως δὲν βρίσκομε πουθενὰ ὀργή, παρὰ συγχώρεση: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσιν».

                             Ἡ Σταύρωση, ψηφιδωτὸ Μονῆς Δαφνίου

Ἄνω τῆς κεφαλῆς τοῦ Ἰησοῦ, ἐτέθη ἐπιγραφὴ μὲ τὴν αἰτία τῆς καταδίκης Του, ὅπως ἀναφέρεται στὰ Εὐαγγέλια, στὴν ἑβραϊκή, ἑλληνικὴ καὶ λατινικὴ γλῶσσα, «ὁ Βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων», ἀλλὰ  ἐγράφη  «ἵνα χλευάσωσι Αὐτόν»,  γιὰ τοῦτο καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι γράφομε: « Ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης» (σὲ βραχυγραφία «Ο ΒCΛCΤCΔΞC» ).

Στὸν βράχο στὴ βάση τοῦ Σταυροῦ ὑπάρχει κοίλωμα κ’ ἐντός του κρανίο, πάνω στὸ ὁποῖο  ῥέει τὸ αἷμα ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ,  εἶναι τὸ κρανίο τοῦ Ἀδάμ. Μὲ τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ ξεπλένεται πλέον ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα αὐτὸς καὶ κατ’ἐπέκτασιν  ὁλη ἡ  ἀνθρωπότητα.

Kάτω καὶ δεξιὰ τοῦ Ἰησοῦ ἡ  θλιμμένη ραδινὴ μορφὴ τῆς Παναγίας, ὄχι σὲ ἐγκατάλειψη ἢ ὁλοφυρομένη, οὔτε ἡμιλυπόθυμη ἢ βασταζομένη ὑπό ἄλλων γυναικῶν, ἀλλὰ μ’ἐγκαρτέρηση. Στὸ ἄλλο πλάϊ ὁ Ἰωάννης, μὲ θλιμμένο πρόσωπο καὶ χέρια μαζεμένα στὸ σῶμα του, συνήθως, ἄλλοτε σὲ στάση δεήσεως ἢ ἀμηχανίας.

Ἀυτὰ περιλαμβάνει ὁ κεντρικὸς σχεδιασμὸς τῆς εἰκόνας, ὅμως κατὰ τὴν προαίρεση τοῦ δημιουργοῦ  μποροῦν ν’ἀποδοθοῦν  ἐκτὸς  αὐτῶν καὶ ὁ ἐκατόνταρχος Λογγίνος (ὁ ὁποῖος ὡμολόγησε τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, βλέποντας τὰ παράδοξα γεγονότα ποὺ πλαισίωσαν τὴ Σταύρωση, ἔτσι, ἄν εἰκονίζονται κι ἄλλοι Ῥωμαῖοι στρατιῶτες, αὐτὸς ξεχωρίζει ἐπειδὴ φέρει φωτοστέφανο), οἱ συσταυρωθέντες ληστὲς, ὁ ὄχλος,  οἱ στρατιῶτες ποὺ παίζουν στὰ ζάρια τὸν  μανδύα τοῦ Ἱησοῦ,  γυναῖκες θλιμμένες ὄπισθεν  τῆς Παναγίας, ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη, ὡς πρόσωπα κίτρινο καὶ κυανό, ἀντίστοιχα, πάνω ἀπὸ τὸν Σταυρό.
Μὲ ἀργὸ τὸ βῆμα ἡ Παναγιὰ κι ἀμέτρητον τὸν πόνο, 
τὴ νύχτα ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ κατέβαινεν καὶ  μόνο
τὸν Ἰωάννη πλάϊ  της μές’στὸ σκοτάδι ἐκεῖνο, 
οἱ πέτρες ἀνατρίχιασαν στὸ μυστικό της θρῆνο.

Ὅλα τριγύρω σιωπηλά, βουβὸς εἶναι κι ὁ δρόμος, 
θαρρεῖς τὸν κόσμο ἐνέκρωσε ἕνας μεγάλος πόνος.
Κι ὅσο βαδίζουνε σὰν σκιὲς στ’ ἄχαρα κεῖνα μέρη,
 καὶ μοιρολόγια ἡ Παναγιὰ τὰ πιὸ ὄμορφα ποὺ ξέρει,

τὸ λένε τὰ ὄρη κ’ οἱ πλαγιὲς ἀπ’ ὅπου κι ἄν διαβαίνει, 
κάθε λουλούδι τρυφερὸ ποὺ βρίσκει τὸ μαραίνει.
Κλαίει ἡ Παρθένος ποὺ ἔγινε σκοτάδι κείνη ἡ  μέρα, 
εἶναι ὁ Χριστὸς Θεάνθρωπος, μὰ ἡ Παναγιὰ  μητέρα.

Μὰ ἀκούει πιὸ κάτω μιὰ φωνὴ ποὺ τὴν ἐρημιὰ ταράζει, 
εἶν’ ἡ φωνὴ λυπητερή, ποιά εἶναι, γιατί σπαράζει;
Ποιά ἄλλη σὰν καὶ μὲ πονᾷ καὶ μοιρολόγια λέει; 
Μὲ τοῦ παιδιοῦ μου τὸ χαμὸ καὶ ἄλλη μάνα κλαίει;

Ναι,  μιὰ μάνα κάθεται ἐκεῖ  μονάχη σὲ μιὰν ἄκρη, 
ἀπαρηγόρητη θρηνεῖ καὶ χύνει μαῦρο δάκρυ.
Κ’ ἐκείνη, σὰν τὴν Παναγιά, τὸν γυιό της ἔχει χάσει; 
Μὰ δὲν μπορεῖ ἡ ἄμοιρη στιγμὴ νὰ τὸν ξεχάσῃ.

Ἡ Παναγία τὸν Χριστὸ τὸν εἶδε ἐσταυρωμένον, 
μὰ ἐκείνη εἶδε τὸ γιόκα της σὲ δένδρο κρεμασμένον.
Ὤ πόσο κλαίει,  τὸ κλάμα της δὲν συγκινεῖ κανένα,
μὰ αἰσθάνεται  τὸν πόνο της ἡ  Παναγιὰ ἡ Παρθένα,

ποὺ ἀκούει τὸ μοιρολόϊ της καὶ πάει νὰ τὴν γνωρίσῃ, 
λόγια ἀγάπης νὰ τῆς πῇ, νὰ τὴν παρηγορήσῃ.
Μ’ ἕνα χαμόγελο γλυκό, ναι, τοῦ Χριστοῦ ἡ μητέρα, 
μάνα, τῆς λέει, εἶσαι δυστυχής, τί σέρνεσαι ‘δῶ πέρα;

Δὲν εἶσαι ἡ μόνη ποὺ ἔχασες τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν σου, 
εἶμαι κ’ ἐγώ,  μὴ δέρνεσαι, πές μου ποιὸς ἦτο ὁ γιὸς σου;
Κ’ ἡ μάνα ποὺ εἶναι ἔνοχη τὰ μάτια χαμηλώνει,
καὶ ἡ ἐρώτηση αὐτὴ στὰ σπλάγχνα τὴν πληγώνει.

Σκύβει δειλά καὶ ἀπαντᾷ, τῆς λέγει,  ἀδερφή μου,  
Ἰούδας ὀνομάζεται τὸ ἄμοιρο παιδί μου.
Μόνο μιὰ μάνα, μόνο αὐτὴ σ’ὄλον τὸν κόσμο ξέρει
 τί κοφτερό νοιώθω βαθιὰ στὰ στήθια τὸ μαχαίρι.
 
Στοὺς πέντε δρόμους ρίχτηκα παιδί μου σὰ ζητιάνα, 
ὅπου νὰ μὴν ἔσωνα, Θεέ μου, νὰ γίνω μάνα.
Ἡ Παναγιὰ κατάλαβε, τὸν γιό της τὸν γνωρίζει,
 μὰ ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ δὲν φεύγει, δὲν γογγύζει.

Τὸν ἰδικό της τὸν καϋμὸ ξεχνᾷ τὴν ὤρα ἐκείνη, 
καὶ γιὰ τὴ μάνα τοῦ κακοῦ τὰ δάκρυά της χύνει.
Σκύβει καὶ τὴν ἀσπάζεται, χαϊδεύει τὰ μαλλιά της 
καὶ τὴν κρατάει μὲ στοργή μέσα στὴν ἀγκαλιά της,

Τῆς λέγει λόγια τρυφερὰ καὶ τὴν γλυκοημερώνει,
τῆς δίνει θάρρος, δύναμη, κι ἀπάνω τὴ σηκώνει.
Ἔλα, τῆς λέγει, ἄμοιρη, πρέπει νὰ ξαποστάσῃς, 
πᾶμε μαζὶ στὸ σπίτι μου τὴ νύχτα νὰ περάσῃς.

Ἐκεῖ οἱ δυὸ τὸν πόνο μας τὸν μητρικὸ νὰ ποῦμε, 
νὰ σμίξωμε τὰ δάκρυα καὶ νὰ προσευχηθοῦμε.
Αὐτὰ εἶπε ἡ Δέσποινα στὴ  δύστυχη τὴ μάνα. 
Τι εὔσπλαγχνη ἡ Παναγιά, καὶ ξεκινᾶνε ἀντάμα,

ἡ μιὰ στῆς ἄλλης τὸ πλευρό, σκυφτές, συλλογισμένες, 
οἱ δυὸ μητέρες περπατοῦν ἀδελφοαγκαλιασμένες.
Ναι, γιατὶ ὁ Χριστός, ποὺ σήμερον στὸν Γολγοθᾶ κρεμᾶται, 
ἔδωσε τέτοια ἐντολή: «Ἀλλήλους νὰ ἀγαπᾶτε».



Τὸ βρῆκα χειρόγραφο κάποτε, ἀνυπόγραφο, μὰ ἐπειδὴ δείχνει ὅλο τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης, ὅποτε μοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία τὸ ἀναφέρω. Θεωρῶ κατάλληλη τὴν ἡμέρα.

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ


Δ΄ μέρος
κείμενο τῆς Μαριάννας Ἐλευθερίου



Ἀπὸ τὸν 5ο ὡς τὸν 7ο αἰ. ἀνθεῖ καὶ νέος τύπος ὕμνων, τὸ κοντάκιον. Ἐπινοήθηκε ἀπὸ τὸν Ἁγιο Ῥωμανὸ τὸν Μελωδό, χαρισματικὸ κ’ ἐξαιρετικὸ ὑμνογράφο. Τὸ κοντάκιο ἀπαρτίζεται ἀπὸ σύνολο τροπαρίων, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ πρῶτο, προοίμιο κουκούλιο λεγόμενο, φέρει περιληπτικῶς τὴν ὑπόθεση τοῦ ὕμνου, τὰ δὲ ἑπόμενα, 20 ὡς 30 συνήθως, καλοῦνται οἶκοι καὶ σ’αὐτὰ ἀναπτύσσεται τὸ θέμα. Οἱ οἶκοι φέρουν στὸ τέλος τους στίχο, ἐκ τοῦ προοιμίου, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται, τὸ ἐφύμνιο ἀνακλώμενο, ἐνῷ τὰ πρῶτα γράμματα ἑκάστου οἴκου συνθέτουν τὴν ἀκροστιχίδα, ἕνα χαριτωμένο λογοτεχνικὸ εὕρημα, λέξη ἢ φράση, ἄλλοτε σχετικὴ μὲ τὸν ὕμνο, ἄλλοτε δηλωτικὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ ὑμνογράφου ἢ ἀλφαβητική. Ἡ ὀνομασία κοντάκιο προῆλθε λόγῳ τῆς «ἐν κοντῷ» (= μὲ συντομία) ἀναφορᾶς τῆς ὑποθέσεώς του στὸ προοίμιο ἢ, κατ’ἄλλη ρμηνεία, ἐκ τοῦ κοντοῦ (= κονταριοῦ) περὶ τοῦ ὁποίου εἰλίσσετο ἡ μεμβράνη ποὺ ἔφερε γραπτὸ τὸν ὕμνο. Ἀργότερα ἡ λέξη κοντάκιο ἔφθασε νὰ προσδιορίζῃ μόνο τὸ πρῶτο τροπάριο τοῦ ὕμνου.



Τὸ μόνο ὁλόκληρο σωζόμενο κοντάκιο ἐν χρήσει στὴ λατρεία, εἶναι ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, λαμπρὸ ποιητικὸ κείμενο, μὲ τολμηρὰ σχήματα λόγου, πυκνότητα καὶ ὡριμότητα θεολογικῶν ἐννοιῶν.
Ὁ χαρακτηρισμὸς «Ἀκάθιστος» τοῦ ἀπεδόθη διότι τὸ 626, μετὰ τὴν αἰφνίδια κι ἀνἐλπιστη λύση τῆς πολιορκίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ Ἀβάρους καὶ Πέρσες, οἱ πιστοί, ὡς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης πρὸς τὴν Θεοτόκο, ἔψαλαν σὲ ὁλονύκτιο εὐχαριστία τὸν Ὕμνο (ὁ ὁποῖος προϋπῆρχε τῶν γεγονότων αὐτῶν) ἱστάμενοι ὄρθιοι.
Ὁ ποιητῆς του δὲν ἔχει ἐξακριβωθεῖ, παρ’ ὅ,τι ἀναφέρονται διάφοροι ὡς πιθανοὶ συγγραφεῖς, ἀνάμεσά τους ὁ ἴδιος ὁ Ῥωμανὸς ὁ Μελῳδός, ὁ Πατριάρχης Κων/πόλεως Γερμανὸς ὁ Α’ κ. ἄ.


Προοίμιό του ἦταν τὸ τροπάριο «Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβῶν ἐν γνώσει»…», τὸ ὁποῖο ψάλλεται σήμερα πρὸ τοῦ κανόνος «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου…» , ποὺ προηγεῖται του Ἀκαθίστου. Τὸ «Τῇ Ὑπερμάχῳ…» συνετέθη κ’ ἔλαβε τὴ θέση τοῦ προοιμίου μετὰ τὴ διάσωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὴν ἀνωτέρω σημειουμένη πολιορκία.
Οἱ οἶκοι εἶναι 24, καὶ σχηματίζουν ἀλφαβητικὴ ἀκροστιχίδα.
Ἐφύμνια ὑπάρχουν δύο, τὸ «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε» (τῶν οἴκων μὲ περιττὸ τακτικὸ ἀριθμό) καὶ τὸ «Ἀλληλούϊα» (στοὺς οἴκους μὲ ἄρτιο τακτικὸ ἀριθμό).



Τὸ περιεχόμενο ἀναφέρεται στὰ γεγονότα ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμὸ ὡς τὴν Ὑπαπαντή, κ’ ἔπειτα στὴ θεολογικὴ σημασία τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Χριστοῦ.

τέλος δ' μέρους

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Γ' μέρος
κείμενο τῆς Μαριάννας Ἐλευθερίου



Πεδίο ἀναπτύξεως τῆς β. μ. ὡς πρὸς τὴ θεωρία, τὴν πράξη, τὴ μορφὴ καὶ τὰ εἴδη τῶν μελῶν, στάθηκε κυρίως ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος. Ἄνθρωποι ποὺ ὑπηρετοῦσαν τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ θέσεις ἱερατικές ἢ μοναστικές, ἢ μὲ μεγάλη θεολογικὴ καὶ μουσικὴ κατάρτιση, εὐθύνονται γιὰ τὴ διαμόρφωση, συστηματοποίηση καὶ ἔκφρασή της καὶ ὁ χριστιανικὸς ναὸς συνιστᾷ τὸ κατεξοχὴν «σπίτι» της. Ἡ χρήση της μουσικῆς στὴ λατρεία εἶναι παλαιὰ ὅσο ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία. Ἡ σύνδεση τῆς β. μ. μὲ τὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξο Χριστιανικὴ Ἐκκλησία ἔγινε ἐξαιτίας τῆς, σὲ μεγάλο βαθμό, χρονικῆς και τοπικῆς τους συμπτώσεως.



Ἐπειδὴ ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ ὑφίσταται σὲ ἄῤῥηκτη ἑνότητα μὲ τὸν λόγο, καὶ τουλάχιστον μέχρι τὸν 8ο αἰ. ὁ ὑμνογράφος κι ὁ μελῳδὸς ταυτίζονται, ἡ ἀναφορὰ στὴ μορφὴ συνθέσεων β. μ. περιέχει καὶ στοιχεῖα ὑμνολογίας. Πρῶτος τύπος ὕμνων, τὰ τροπάρια, λειτουργικὰ ἀσμάτια ψαλλόμενα κατὰ ὁρισμένο τρόπο, δηλ. πάνω σὲ γνωστὸ μελωδικὸ πρότυπο. Πρωτοεμφανίζονται τὸν 4ο -5ο αἰ., καὶ άρχαιότεροι ποιητὲς ἀναφέρονται οἱ Ἄνθιμος καὶ Τιμοκλῆς, τῶν ὁποίων δὲ διεσώθησαν ἔργα. Εἶναι πεζά, μὲ ρυθμικὸ σύστημα ἄλλοτε τονικό, ἤ, σπανιώτερα, προσδῳδιακό, ἀρχαῖο ποὺ βαθμηδὸν εἶχε ἐκτοπιστεῖ ἀπ’τὸ τονικό.


 Διακρίνονται:
  • κατὰ τὴ μελῳδία σὲ ἰδιόμελα (ἔχοντα ἴδιον μέλος, δηλ. δικὴ τους, μοναδικὴ μελωδία), αὐτόμελα, ἔχοντα μέλος πρότυπο τὸ ὁποῖο ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλα, τὰ λεγόμενα προσόμοια, καθότι μελωδικῶς προσομοιάζουν στὰ αὐτόμελα,
  • κατὰ τὸ περιεχόμενο σὲ Τριαδικά, Θεοτοκία, Σταυροθεοτοκία, Μαρτυρικά, ἀναστάσιμα, νεκρώσιμα, εὐλογητάρια, ἐξαποστειλάρια, φωταγωγικὰ κ. ἄ., ἀπὸ τὸ πρόσωπο ἢ τὸ γεγονὸς στὸ ὁποῖο ἀναφέρονται,
  • κατὰ τὴ θέση τους στὴν ἀκολουθία ἢ τὴν ὥρα τῆς ἡμέρας κατὰ τὴν ὁποια ψάλλονται σὲ ἐωθινά, ἀπολυτίκια (πρὸ τῆς ἀπολύσεως, δηλ. τῆς λήξεως τῆς ἀκολουθίας) κ. ἄ.,
  • κατὰ τὸ ἄν καὶ ποῖος στίχος προτάσσεται αὐτῶν σὲ στηχηρά, ἀπόστιχα, δοξαστικά.
τέλος γ΄ μέρους

Κυριακή 10 Απριλίου 2016

ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ



ΖΩΑ
Ἀμνός = Ἰησοῦς Χριστός (ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ)
Ἀετός = Ὕψος τῆς θεολογικῆς γνώσεως
Περιστέρι = Εἰρήνη, Ἁγνότητα
Ταώς (παγώνι) = Ἀθανασία ψυχῆς
Ἐλάφι = Οἱ πιστοί, ἢ πόθος γιὰ σωτηρία ψυχῆς
Ἰχθύς = Ἰησοῦς Χριστός ( ἸησοῦςΧριστὸς Θεοῦ Ὑιὸς Σωτήρ)
Λέων = Δύναμις
Φίδι = Δύναμις τοῦ πονηροῦ
                                     


ΦΥΤΑ
Ἐλιά = Εἰρήνη
Φοίνιξ = Ἀθανασία
Δάφνη = Δόξα
Στέφανοι = Νίκη, Βραβεῖο, Εἰρήνη
Ἄμπελος = Ἰησοῦς (Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή…)



ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
Τοῦ Ὠκεανοῦ = Ἀνδρικὴ γενειοφόρος κεφαλή
Τῶν Ποταμῶν = Ἀνδρικὴ μορφὴ ξαπλωμένη
Τῶν τεσσάρων ἐποχῶν = Κεφαλὲς γυναικῶν ἤ Φυτά - ἄνθη
Τῆς Ἡμέρας καὶ τῆς Νυκτός = Γυναῖκες μὲ ἀρχαιοπρεπεῖς ἐνδυμασίες



ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΩΝ
Ματθαῖος = Ἄγγελος
Μάρκος = Λέων
Λουκᾶς = Μόσχος
Ἰωάννης = Ἀετός (Ἰεζεκιὴλ α΄, 10)



ΔΙΑΦΟΡΑ
Ἄγκυρα = Ἐλπίδα
Πλοῖο = Ἡ Ἐκκλησία, σωτηρία, ταξείδι
Λύχνο = Φῶς
Θυμιατήριο = Πρσευχή, πνευματικὴ προσφορά
Πηγὴ ὕδατος = Τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν, ἡ ἀλήθεια



Ὁ Δικέφαλος ἀετὸς ὡς σύμβολο τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας:

Ὁ θρῦλος λέει ὅτι στὴν Παφλαγονία, πατρίδα τοῦ αὐτοκράτορος Ἰσαακίου Κομνηνοῦ (11ος αἰ.), ζοῦσε ἕνα ἀκατανίκητο πλάσμα, ἕνας ἀετὸς μὲ δύο κεφάλια. Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἰδιότητα, τὸ «ἀκατανίκητο» ἔθελξε, ὥστε νὰ γίνῃ σύμβολο τῆς ἀχανοῦς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Σ’αὐτὸν προστέθηκε τὸ στέμμα μὲ Σταυρό, στὸ ἕνα πόδι ρομφαία καὶ στὸ ἄλλο στρογγυλὴ σφαίρα (ὁ κόσμος), μὲ Σταυρὸ στὴν κορυφή του. Αὐτὸ τὸ σύμβολο μὲ μικρὲς παραλλαγές, κρατοῦν χῶρες οἱ ὁποῖες προέκυψαν μετὰ τὴν κατάλυση τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας ἢ αὐτοπροσδιορίστηκαν ὡς γνήσιοι ἐπίγονοι τῆς Ῥωμαϊκῆς. Διαδόσεις ὑπάρχουν διάφορες γιὰ τὸν δικέφαλο κατὰ περιοχές.