ΣΤΑΥΡΩΣΙΣ
Τὸ κέντρο τῆς εἰκόνας καταλαμβάνει τὸ σταυρωμένο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ μὲ ἐλαφρὰ
κάμψη καὶ ὄχι τέλεια ἐγκατάλειψη, τὸ κεφάλι γερμένο στὸν ὤμο, τὰ χέρια
τεντωμένα μ’ ἀνοιχτὲς παλάμες μὲ τοὺς ἥλους στὸ κέντρο τους, ἀπὸ τὶς ὁποῖες
ρέει αἷμα. Οἱ παλάμες σχεδιάζονται ἀνοιχτές, τεντωμένες, κατὰ παράβαση ἐσκεμμένη
τῆς φυσικότητας, ὅπως ἀναφέρει ὁ ὑμνωδός: «ἥπλωσας τὰς παλάμας καὶ ἤνωσας τὰ τὸ
πρὶν διεστῶτα (αὐτὰ ποὺ πρὶν διίσταντο, ἀπεῖχαν,
δηλ. οὐρανὸ καὶ γῆ.). Ἀπὸ τὴν πλευρά
Του, τὴν ὁποία ἐκέντησαν, ῥέει αἷμα καὶ νερό, ποὺ Ἄγγελοι μὲ ποτήριο συλλέγουν. Σὲ ἄλλες
παραστάσεις οἱ Ἄγγελοι ἵπτανται τριγύρω ἢ ἄνωθεν τοῦ Ἰησοῦ. Τὰ πόδια Του, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ρέει αἷμα, εἰκονίζονται
μὲ ἐμφανεῖς τοὺς ἥλους (καρφιά), δίπλα τὸ ἕνα στὸ ἄλλο. Ἡ διαφορὰ μὲ τὶς δυτικότροπες ἀπεικονίσεις βρίσκεται στὴ θέση χεριῶν καὶ ποδιῶν, οἱ ὁποῖες ἔχουν κλειστὲς
τὶς παλάμες τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὰ πέλματα τῶν
ποδιῶν τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο. Οἱ κλειστὲς παλάμες κάποτε μοιάζουν καὶ μὲ γροθιά,
ἡ ὁποία παραπέμπει σὲ ὀργή, κατὰ τὴν περιγραφή, ὅμως,
τῆς σταυρώσεως δὲν βρίσκομε πουθενὰ ὀργή, παρὰ συγχώρεση: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς,
οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσιν».
Ἡ Σταύρωση, ψηφιδωτὸ Μονῆς Δαφνίου
Ἄνω τῆς κεφαλῆς τοῦ Ἰησοῦ, ἐτέθη ἐπιγραφὴ μὲ τὴν αἰτία τῆς καταδίκης
Του, ὅπως ἀναφέρεται στὰ Εὐαγγέλια, στὴν ἑβραϊκή, ἑλληνικὴ καὶ λατινικὴ γλῶσσα,
«ὁ Βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων», ἀλλὰ ἐγράφη «ἵνα χλευάσωσι Αὐτόν», γιὰ τοῦτο καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι γράφομε: « Ὁ
Βασιλεὺς τῆς Δόξης» (σὲ βραχυγραφία «Ο ΒCΛCΤCΔΞC» ).
Στὸν βράχο στὴ βάση τοῦ Σταυροῦ ὑπάρχει κοίλωμα κ’ ἐντός του κρανίο,
πάνω στὸ ὁποῖο ῥέει τὸ αἷμα ἀπὸ τὰ πόδια
τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τὸ κρανίο τοῦ Ἀδάμ. Μὲ
τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ ξεπλένεται πλέον ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα αὐτὸς καὶ κατ’ἐπέκτασιν
ὁλη ἡ ἀνθρωπότητα.
Kάτω
καὶ δεξιὰ τοῦ Ἰησοῦ ἡ θλιμμένη ραδινὴ
μορφὴ τῆς Παναγίας, ὄχι σὲ ἐγκατάλειψη ἢ ὁλοφυρομένη, οὔτε ἡμιλυπόθυμη ἢ
βασταζομένη ὑπό ἄλλων γυναικῶν, ἀλλὰ μ’ἐγκαρτέρηση. Στὸ ἄλλο πλάϊ ὁ Ἰωάννης, μὲ
θλιμμένο πρόσωπο καὶ χέρια μαζεμένα στὸ σῶμα του, συνήθως, ἄλλοτε σὲ στάση
δεήσεως ἢ ἀμηχανίας.