Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

                           Ἅγιος Δημήτριος ὁ Μεγαλομάρτυς



Ἁγιογραφικὰ εἰκονίζεται ὡς στρατιωτικός, τροπαιοφόρος, ὕπατος, σὲ σκηνὲς τοῦ μαρτυρίου του, ἐνθαῤῥύνοντας τὸν Νέστορα, καὶ ἔχοντα στὴν ἀγκαλιά του τὴν Θεσσαλονίκη.



Στρατιωτικὸς τροπαιοφόρος: μὲ τὴν ῥωμαϊκὴ στολή, συνήθως ἐν προτομῇ, φέρων ἀσπίδα καὶ δόρυ.






Ἔφιππο : ὁ Ἅγιος ἱππεύει ἐρυθρὸ ἄλογο, μὲ χλαμύδα πρασίνου χρώματος ἀνεμίζουσα, στὰ πόδια τοῦ ἀλόγου ἄνθρωπος πεσμένος καταγῆς, τὸν ὁποῖον ὁ Ἅγιος ἐγγίζει μὲ τὴν αἰχμὴ τοῦ δόρατός του. Πρόκειται γιὰ τὸν Τσάρο τῶν Βουλγάρων Ἰωαννίτζη, ὁ ὁποῖος πέθανε ἀπὸ πλευρίτιδα λίγο πρὶν ἐπιτεθεῖ στὴ Θεσσαλονίκη, στὶς ἀρχὲς τοῦ 13ου αἰ.. Τὸ θάνατό του καὶ τὴ σωτηρία τῆς πόλεώς τους οἱ Θεσσαλονικεῖς τὴν ἀπέδωσαν στὴ θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τοῦ Ἁγίου. Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ συμβολικὴ ἀπεικόνιση καὶ ὄχι για πραγματικὸ γεγονός.






Ὕπατος : τὸν βρίσκομε σὲ τοιχογραφία τοῦ Ναοῦ του στὴ Θεσσαλονίκη, ὄρθιο μὲ τὰ χέρια σὲ θέση δεήσεως, ἐνδεδυμένο τὴν ὑπατική του στολή, ἐσωτερικῶς χιτῶνα καὶ ἀπ’ ἔξω χλαμύδα λευκή, ποὺ φέρει ἐπιῤῥαμμένο ταβλίον ( κομμάτι ὑφάσματος κομμένο ὀρθογώνιο ἢ λοξά, ραμμένο πάνω στὴ στολὴ στὸ στῆθος, ἂν εἶναι κόκκινο ὀνομάζεται πλουμᾶτο).



Σκηνὲς τοῦ μαρτυρίου του : λόγχες τρυποῦν τὸ σῶμα του, ἀπ’ αὐτὸ ξεχύνονται ποταμοὶ αἵματος.



Δίπλα στὸν Νέστορα: δυναμώνει καὶ τονώνει τὴν πίστη του, πρὸ τῆς πάλης τοῦ μὲ τὸν Λυαῖο, μὲ τὴ στήριξη καὶ τὴν προσευχή του.



Πολλοὶ καὶ διάφοροι ὀρθόδοξοι λαοὶ τίμησαν καὶ ἁγιογράφησαν τὸν Ἅγιο προσθέτοντας μερικὰ σημεῖα, στολίδια, τῆς χώρας τους, χωρὶς νὰ ἀφαιροῦν κάτι ἀπὸ τὴν μορφή του. Γιὰ νὰ δώσωμε πλήρη καὶ σαφὴ ἑρμηνεία τῆς περιβολῆς, θὰ πρέπει νὰ γνωρίζωμε τὴν ἐποχὴ καὶ τὴν περιοχὴ ὅπου ἱστορήθηκε ἡ εἰκόνα.

Νὰ ἐπαναλάβω πὼς ὁ Ἅγιος δὲ σκοτώνει, εἶναι συμβολικὲς κινήσεις ποὺ ἔχουν τὴν σημασία τους.

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

               Ἅγιος Νικόλαος, ὁ προστάτης τῶν ναυτικῶν



Ἁγιογραφικὰ τὸν βρίσκομε μὲ τὴν ἀρχιερατικὴ στολή του, μερικὲς φορὲς ἔνθρονο, ὁλόσωμο ἢ εἰκονιζόμενο ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω, κρατῶντας κλειστὸ Εὐαγγέλιο στὸ ἀριστερό του χέρι, πού, ἀπὸ σεβασμὸ στὴν ἱερότητα του βιβλίου, εἶναι καλυμμένο μὲ τὸ φαιλόνιό του, ἐνῷ τὸ δεξὶ χέρι εὐλογεῖ.

 
Στὸ ἄνω μέρος τῆς εἰκόνας, ἑκατέθωθεν τοῦ Ἁγίου, στὸ ὕψος τῆς κεφαλῆς του, βλέπομε σὲ μικρότερο μέγεθος τὶς μορφὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας, ποὺ τοῦ προσφέρουν Εὐαγέλιο καὶ ὠμοφόριο, ἀντίστοιχα. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν φυλακή (τὸν καθαίρεσε ὁ Μέγας Κωνσταντίνος στὴ διάρκεια τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), εἶδε στὸν ὕπνο του τὴν ἀποκατάστασή του, τὴν Παναγία καὶ τὸν Ἰησοῦ νὰ τοῦ προσφέρουν τὰ ἀρχιερατικά του διακριτικά.



Ἰστορεῖται χωρίς ποιμαντορικὴ ῥάβδο καὶ μίτρα, αὐτὰ παραχωρήθηκαν στοὺς ἀρχιερεῖς σὰν σύμβολα (πνευματικῆς) ἐξουσίας ἐπὶ τοῦ Ὀρθοδόξου πληθυσμοῦ πολὺ ἀργότερα, ἀπὸ τὸν Μωάμεθ τὸν Πορθητή.

Πραότητα καὶ ἔντονη πνευματικότητα βγάζει ἡ μορφή του. Εἶναι ἀπὸ τοὺς λίγους Ἁγίους τῶν ὁποίων οἱ εἰκόνες ἀποδίδουν μὲ ἀρκετὴ πιστότητα τὴ φυσιογνωμία τους. Σύμφωνα μὲ ἀνθρωπολογικὲς μελέτες κατὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν του λειψάνων, τὸ 1957, πράγματι εἶχε μεγάλο, κατὰ ὕψος καὶ πλάτος, μέτωπο, μεγάλους ὀφθαλμούς, ἔντονα  ζυγωματικά, φαλάκρα, ὄψη ασκητικὴ καὶ εὐγενική.



Επίσης, εἰκονίζεται πολλὲς φορὲς νὰ ἡρεμῇ τρυκιμισμένη θάλασσα, νὰ σώζῃ ναυτικούς, καὶ σὲ σκηνὲς τοῦ βίου του καὶ θαύματά του.

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Εἰκοστὴ πρώτη (21) Νοεμβρίου τιμοῦμε τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου


Τὸ γεγονὸς μαρτυρεῖται στὰ ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια καὶ πρόκειται γιὰ τὴν εἴσοδο στὸν Ναὸ τῶν Ἰεροσολύμων τῆς Παναγίας σὲ ἡλικία τριῶν ἐτῶν καὶ ἀφιέρωσή Της στὸν Θεό, ὅπως εἶχαν ὑποσχεθεῖ οἱ γονεῖς Της ἐὰν παρὰ τὸ προχωρημένο τῆς ἡλικίας τους τεκνοποιούσαν.




Στὴ σύνθεση τῆς Ἁγιογραφίας, βλέπομε τὴν τριετῆ Μαρία νὰ στέκεται μπροστὰ στὸν ἀρχιερέα Ζαχαρία μὲ ἀξιοθαύμαστη γιὰ τὴν ἡλικία Της ἠρεμία, ἐμπιστοσύνη, καμμιά ἀνησυχία γιὰ κάτι ἄγνωστο δὲν δείχνει. Γιὰ νὰ τονιστῇ ἡ ὡριμότητα καὶ ἡ μοναδικὴ θέση Της, ἀπεικονίζεται μὲ ενδύματα ὄχι παιδικά, ἀλλὰ ὅπως Τὴ συναντοῦμε σὲ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες ἁγιογραφίες Της. Πίσω Της ἀκριβῶς οἱ γονεῖς Της Ἄννα καἰ Ἱωακεὶμ μὲ μιὰ προστατευτικὴ ἢ προτρεπτικὴ κίνηση, ἀκολουθούμενοι ἀπὸ νέες παρθένες ποὺ κρατοῦν ἀναμένες λαμπάδες, σύμβολο τῆς μέλλουσας αἴγλης ποὺ θὰ ἀναλάμψῃ ἀπ’ Αὐτήν, ὅπως καὶ ὕμνος τῆς ἑορτῆς ἀναφέρει.




Ὁ Ζαχαρίας, ἐνδεδυμένος τὴν ἐπίσημη ἱερατική του στολή, ὑποδέχεται τὴ μκρὴ Μαρία μὲ πολὺ σεβασμό, γνωρίζοντας ἀπὸ θεία ἀποκάλυψη τὴ μελλοντικὴ ἀποστολή Της, στὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν Τὴν εἰσάγει στὰ Ἁγια τῶν Ἁγίων, παρόλο ποὺ γιὰ ὅλον τὸν ὑπόλοιπο κόσμο ἦταν αὐστηρὰ ἄβατο, καὶ μόνο ὁ ἴδιος ὁ ἀρχιερέας εἰσερχόταν “ἅπαξ τοῦ ενιαυτοῦ”.
 
Πίσω καὶ ψηλότερα ἀπὸ τὸν Ζαχαρία, σὲ θρόνο μαρμάρινο εἰκονίζεται καθιστὴ ἡ Παναγία μὲ τὸ χέρι ἁπλωμένο, ἕτοιμη νὰ ὑποδεχθῇ τὴν τροφὴ ποὺ τῆς φέρει ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ. Ἡ ἐπιμέρους σύνθεση αὐτὴ δηλώνει τὴν παραμονὴ τῆς Παναγίας ἐπὶ δώδεκα ἔτη στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ Ναοῦ.

Πρῶτες εἰκόνες τῶν Εἰσοδίων βρίσκομε πολὺ ἀργά, ἀπὸ τὸν ἕκτο αἰώνα καὶ μετά. Ἡ ἑορτή ὡρίστηκε 21 Νοεμβρίου, ἀπὸ ἐκείνη δὲ τὴν ἡμέρα ἀρχίζουν στὴν Ὀρθοδοξία τὰ προεόρτια τῶν Χριστουγέννων.

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

   18 Ὀκτωβρίου τιμοῦμε τὴ μνήμη τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ




Ὁ Λουκᾶς ἔγραψε τὸ τρίτο κατὰ σειρὰ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ἦταν ἰατρὸς καὶ ζωγράφος. Σὰν ζωγράφος εἶχε τὴν τιμὴ καὶ εὐλογία νὰ ἀπεικονίσῃ τὴν Παναγία ἐκ τοῦ σύνεγγυς (ὁ μοναδικὸς) καὶ νὰ μᾶς ἀφήσῃ ἐλάχιστα ἔργα του, τὸ πιὸ πιθανὸν τρία τὸν ἀριθμό. Ὁ κόσμος, ὅμως, ἀπὸ πολὺ σεβασμὸ καὶ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ ἄγνοια, ἰσχυρίζεται ὅτι καθένας ἔχει κ’ ἕνα ἔργο του μὲ τὴν Παναγία. Ἀσφαλῶς καὶ δὲν εἶναι ἔτσι. Οἱ μεταγενέστεροι καλλιτέχνες ἀντέγραψαν τὶς εἰκόνες του, ἢ ἐμπνεύστηκαν ἀπ’ αὐτὲς μὲ κάποιον τρόπο.

 


Τὸν ἴδιον, εἰκονογραφικά τὸν συνατᾶμε, μὲ ἀρχαιοελληνικὰ ἐνδύματα (ἐσωτερικῶς χιτῶνα μὲ “σημεῖον” καὶ ἱμάτιο ἐξωτερικῶς) καὶ ἐνίοτε μὲ στεφάνη ( ἀλλιῶς “παπαλήθρα”, διακριτικὸ στοιχεῖο τῆς κόμμωσης τῶν ἱερέων κατὰ τοὺς πρωτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, ὅπου ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς ἀποκείρεται), σὲ τρεῖς διαφορετικὲς ἀποδόσεις.
Ἡ ἁπλούστερη εἶναι αὐτὴ ὅπου εἰκονίζεται ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω, κρατῶντας στὸ ἀριστερὸ χέρι του, τὸ ὁποῖο ἔχει καλυμμένο μὲ τὸ ἔνδυμά του, ἀπὸ σεβασμό, κλειστὸ βιβλίο, ὡς σύμβολο τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ συνέγραψε, ἐνῶ μὲ τὸ δεξὶ χέρι εὐλογεῖ.

Στὴ δεύτερη, ἐμφανίζεται καθήμενος σὲ σκίμποδα ἢ κάθισμα μὲ χαμηλό ἐρεισίνωτο, νὰ συγγράφει σὲ ἀνοικτὸ βιβλίο, ὅπου διακρίνεται ἡ πρώτη φράση τοῦ Εὐαγγελίου του “ Ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν”, τὸ ὁποῖο στηρίζει στὰ γόνατά του. Πατᾶ σὲ ὑποπόδιο ξύλινο καὶ μπροστά του εὑρίσκεται ἔπιπλο μὲ ἀναλόγιο καὶ ἐργαλεῖα γραφῆς. Συχνὰ πλάι στὰ πόδια του εἰκονίζεται καὶ τὸ σύμβολό του, ὁ βοῦς.

Τρίτον, άποδίδεται πάλι καθήμενος, νὰ ἁγιογραφῇ τὴν εἰκόνα τὴς Θεοτόκου, κατὰ τὸν τύπο τῆς Ὁδηγητρίας. Ἡ εἰκόνα ποὺ φιλοτεχνεῖ στηρίζεται σὲ ὀκρίβαντα μπροστὰ ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστή, διακρίνονται ἐπίσης ἐργαλεῖα ζωγραφικῆς.






Στὸν Ναό, τοποθετεῖται στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα τύμπανα τοῦ θόλου, ὥστε ἕκαστος Εὐαγγελιστὴς εἰκονίζεται σὲ καθένα ἀπὸ αὐτά. Συμβολικά, ὡς πτερωτὸς βοῦς, ἐμφανίζεται σὲ παραστάσεις μεταβυζαντινές, τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ τοῦ Θρόνου τοῦ Θεοῦ ἢ τῆς Θεοτόκου.



Οἱ ἁγιογράφοι σέβονται ἰδιαίτερα τὸν Εὐαγγελιστή, θεωρῶντας τον ὡς ἕνα τῶν προστατῶν τους.

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

       Εἴκοσι τέσσερις (24) Σεπτεμβρίου, ἑορτάζεται ἡ εὕρεση τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Μυρτιδιωτίσσης.


Ἡ προσωνυμία ἐδόθη ἐπειδή βρέθηκε ἡ είκόνα μέσα σὲ μυρτιές, καθ’ ὑπόδειξη τῆς ἴδιας τῆς Παναγίας. Σὲ περιοχὴ τῶν Κυθήρων βοσκὸς ἄκουσε φωνὴ γυναικεία νὰ τὸν ἐνημερώνῃ καὶ νὰ τὸν ὁδηγῇ ν’ ἀνακαλύψῃ τὴν ἱερὴ εἰκόνα. Στὸν τόπο ποὺ τὴν ἀνακάλυψε κτίζει μικρὸ ἐκκλησάκι καὶ τοποθετεῖ τὴν Μυρτιδιώτισσα. Ἡ εὕρεση, ἄλλοι ἐρευνητὲς ὑποστηρίζουν πὼς ἔγινε τὸν 12ο αἰ., ἄλλοι τὸν 13ο ἢ τὸν 15ο. Ἀργότερα, στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰ. ὁ ἱερομόναχος Ἀγαθάγγελος Καλλιγέρης ἀνακαινεῖ τόν Ναό.

Γιὰ τὰ χρώματα τῶν προσώπων τῆς εἰκόνας λέγονται διάφορα, ἀνεξιχνίαστα ὅμως καὶ ἀτεκμηρίωτα, γι’ αὐτὸ δὲν κάνω καμμιὰ ἀναφορά. Μαρτυρίες ἀναφέρουν ὅτι τὸν πρῶτο καιρὸ διακρίνονταν σαφῶς, ἀλλὰ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου θάμπωσαν καὶ σκούρυναν.




Τὸ 1837 ὁ Θεόφιλος Σπαθάκης ἢ Σπιθάκης, κρητικὸς καλλιτέχνης, κατεσκεύασε τὴν χρυσῆ ἐπένδυση τῆς εἰκόνας, ἡ ὁποία ἀφήνει ἀκάλυπτα μόνο τὰ πρόσωπα τοὺ νηπίου Ἰησοῦ καὶ τῆς μητέρας Του. Σ’αὐτὴν τὴν ἐπένδυση διακρίνονται, ἐκτὸς τῶν δύο κεντρικῶν μορφῶν, τὰ ἑξῆς: στὸ ἄνω μέρος, ἑκατέρωθεν τῆς κεφαλῆς τῆς Παναγίας, δυὸ Ἄγγελοι ἐπὶ νεφελῶν, μὲ τὸ ἕνα χέρι τους κρατοῦν τὸ στέμμα ποὺ φορᾷ, πλάι τῶν Ἀγγέλων οἱ φράσεις ἐκ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου “Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα” καὶ “Χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα”, πιὸ κάτω, ἀριστερὰ ὁ Δαυὶδ μὲ εἰλητάριο ὅπου ἀναγράφεται “Παρέστη ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου” (44ος ψαλμός), καὶ δεξιὰ ὁ Σολωμὼν μὲ εἰλητάριο ποὺ γράφει “Πολλαὶ θυγατέρες ἐποίησαν” (Παροιμίαι), τέλος στὸ κάτω μέρος τρία θαύματα τῆς εἰκόνας, ἡ εὕρεση, ἡ ἴαση ἑνὸς παραλύτου καὶ ἡ διάσῳση τῶν Κυθήρων απὸ κεραυνό.

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

                         ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΕΣ,    Ά   ΜΕΡΟΣ


Στὸ κατὰ Μάρκον Εὐαγγέλιο διαβάζομε: “Εὐκοπώτερόν ἐστι κάμιλον (κάμηλον) διὰ τῆς τρυμαλιᾶς τῆς ῥαφίδος εἰσελθεῖν, ἤ πλούσιον εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.” (κεφάλαιο Ι΄ στ. 25), δηλαδή: εἶναι εὐκολώτερο νὰ εἰσέλθῃ (νὰ περάσῃ) παλαμάρι ἀπὸ τὴν τρύπα τῆς βελόνας παρὰ πλούσιος νὰ εἰσέλθῃ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Κάμηλος = καμήλα ( τὸ ζῶον) μὲ ἕναν ἤ δύο ὕβους
καμηλωτή = ὕφασμα ἤ σκέπασμα ἀπὸ τρίχες καμήλου
Κάμιλλος καὶ Καμίλλη = ὄνομα κύριο Ρωμαίων
κάμιλος = σκοινὶ μακρὺ καὶ παχύ, κοινῶς παλαμάρι

Ἀπὸ κάποια γραφικὴ ἰδιοτροπία, ἀντὶ νὰ γραφῇ ἡ λέξη “κάμιλος”, ἐγράφη ἡ ὁμόηχη “κάμηλος” καὶ ἐδόθη ἡ ἑρμηνεία στρεβλά, δηλ. “εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ περάσῃ καμήλα (μάλιστα σὲ ὑποτίθεται προσεγμένη θεολογικὴ ἑρμηνεία ἀναφέρεται ἐπὶ λέξη “γκαμήλα” τὸ ζῶον) ἀπὸ τὴν τρύπα τῆς βελόνας...”. Κάτι ποὺ δυστυχῶς ἐπαναλαμβάνεται ἀκόμα ἀπὸ ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους. Καὶ καθόλου νὰ μὴ γνωρίζει κάποιος γραφὴ καὶ ἀνάγνωση, μὲ τὴν κοινὴ λογικὴ δὲ θὰ ἐπιμάνανε νὰ περάσουνε μιὰ καμήλα μέσα στὴν τρύπα τῆς βελόνας. Τὸ ἀναφέρω καί θερμὰ παρακαλῶ νὰ γίνῃ ἡ ἀπαραίτητη διόρθωση καὶ ὄχι διαιώνιση τῆς παρερμηνείας.

Μιὰ ἄλλη παρανόηση ἀναφέρεται στὴν τροφὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ. Ἐτρέφετο, μᾶς ἀναφέρουν, μὲ μέλι καὶ ἀκρίδες, δηλαδὴ μὲ τὶς τρυφερὲς ἄκρες τῶν φυτῶν τὴς περιοχῆς. Δυστυχῶς καὶ ἐδῶ κάποιοι θεώρησαν τὰ ἔντομα ἀκρίδες, κάτι ποὺ ἐπιμένουν νὰ διαιωνίζουν, καὶ οἱ νεώτεροι ἀκούγοντας ἀκρίδες, ἀναφωνοῦν “μπλιάξ”.

Ἐπίσης σχετικὰ μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, γίνεται ἕνα γλωσσικὸ σφάλμα, ποὺ ἀλλοιώνει τὸ νόημα τῆς προσηγορίας τοῦ Ἁγίου. Λόγῳ τοῦ τέλους τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, ἀναφέρεται ὡς “ἀποκεφαλισθεῖς”, (μὲ “θ” στὴν κατάληξη, μετοχὴ τοῦ ρήματος “ἀποκεφαλίζομαι”, δηλ. ἐκεῖνος ποὺ ἀποκεφαλίστηκε). Κάποιοι, ἐπειδὴ καὶ στὴ δημοτικὴ συχνὰ τὸ γράμμα Τ παίρνει τὴ θέση τοῦ Θ, ἐσφαλμένως τὸν ἀποκαλοῦν “ὁ ἀποκεφαλιστῆς”, τὸ ὁποῖο ὅμως σημαίνει ἐκεῖνον ποὺ ἀποκεφαλίζει, τὸν δήμιο. Λίγη προσοχή, λοιπόν, γιατὶ μὲ τὴν αλλαγὴ ἑνὸς γράμματος ἡ λέξη ἀποκτᾶ τὴν ἀντίθετη σημασία.

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

             20 Ἰουλίου τιμᾶται ἡ μνήμη τοῦ προφήτη ‘Ηλία.

Τὸν προφήτη κατὰ τὴν βυζαντινὴ ἁγιογραφία τὸν βρίσκομε συνήθως εἰκονιζόμενο:

α) ὁλόσωμο ἢ ὡς τὴ μέση. Ἔχει λευκὴ κώμη ὡς τοὺς ὤμους καὶ γενειάδα, φορεῖ κόκκινη ἢ πράσινη μηλωτὴ (μῆλον =πρόβατο, μηλωτὴ ἡ γούνα) καὶ κιτρινωπὸ ἤ ἀνοιχτὸ πράσινο χιτῶνα. Εὐλογεῖ, ἢ/καὶ κρατᾷ πάπυρο μὲ κάποια ἀπὸ τὶς ἑξῆς φράσεις : “ζηλῶν ἐζήλωσα Κυρίῳ Παντοκράτορι”, “ζῇ Κύριος ὁ Θεός μου, ζῇ καὶ ἡ ψυχή μου”, “ζῇ Κύριος ὁ Θεὸς τῶν Δυνάμεων, ὁ Θεὸς Ισραήλ”.

β) σὲ ἔρημο, μέσα σὲ βραχῶδες σπήλαιο, πλάι σὲ χείμαῤῥο. Στρέφει τὸ κεφάλι του πρὸς τὸ ἄνω μέρος τοῦ βράχου, ὅπου βλέπει κόρακα νὰ κρατᾶ στὸ ῥάμφος του ἄρτο. Ὁ χείμαῤῥος εἶναι ὁ Χοῤῥάθ, στὸν ὁποῖον κρύφθηκε, ὁπως τοῦ εἶπε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ξεφύγῃ ἀπ’ τὸν ἀσεβὴ βασιλέα Ἀχαάβ. Εκεῖ, μὲ θεϊκὴ ἐντολή, τοῦ ἔφερναν κρέας καὶ ἄρτο ὡς τροφὴ οἱ κόρακες.





γ) στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Ἰησοῦ. Είκονίζεται ἤδη ἀπὸ τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς χρόνους, σύμφωνα μὲ τὴν περιγραφὴ τῆς σκηνῆς ἀπ’ τὴν Καινὴ Διαθήκη, στὸ πλάι τοῦ Σωτῆρος, καὶ συμβολικῶς ἐκπροσωπεῖ τοὺς ζῶντας. Ἐνίοτε στὴν σύνθεση ἀποδίδεται ἀλληγορικῶς μὲ τὸν ἤλιο ἢ τὴ λέξη “σολ” (ἥλιος, στὰ λατινικά), ὁ δὲ Μωυσῆς μὲ μιὰ φάση τῆς σελήνης ἢ μὲ τὴν λατινικὴ λέξη “λούνα”.

δ) στὴν σύνθεση τῆς πυρφόρου ἀναβάσεώς του. Ἅρμα πύρινο, κάποτε μὲ ἡνίοχο Ἄγγελο Κυρίου, τὸν ἀνεβάζει στὸν οὐρανό, μπροστὰ στὰ ἔκπληκτα μάτια τοῦ μαθητοῦ του, προφήτου Ἐλισσαίου, στὸν ὁποῖον καταλείπει καὶ τὴ μηλωτή του, ὁρίζοντάς τον συνεχιστὴ τοῦ ἔργου του. Στὸ βάθος ὁ Ἰορδάνης, στὶς ὄχθες τοῦ ὁποίου ἐκτυλίχθηκε ἡ σκηνή. Ἡ εικόνα αὐτὴ ἐμφανίζεται τὴ μεταβυζαντινὴ περίοδο.





Σπάνια, ὡς αὐτοτελεῖς συνθέσεις ἢ πλαισιώνοντας, μὲ μικρότερο σχῆμα, περιμετρικά, μιὰ τῶν ἀνωτέρῳ εἰκόνων (πλὴν τῆς Μεταμορφώσεως), ἁγιογραφοῦνται καὶ ἄλλες σκηνὲς τῆς ζωῆς του, ὅπως: ἡ ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας, ἡ κατάβαση πυρὸς ἀπ’ τὸν οὐρανὸ πάνω στὸν βωμὸ ποὺ εἶχε στήσει, ἡ ἐνίσχυσή του απὸ Ἄγγελο κατὰ τὴν πορεία του στὴν ἔρημο, ὅπου ἔφθασε γιὰ ν’ ἀποφύγῃ τὴν ὀργὴ τῆς εἰδωλολάτριδος Ἰεζάβελ.

Γιὰ τὴν ὕπαρξη ἐκκλησιῶν τοῦ προφήτη σὲ ὀροσειρὲς (κορυφογραμὲς) δὲν θ’ ἀναπτύξω ἐδῶ, διότι ὑπάρχουν οἱ γνωστὲς σὲ ὅλους παραδόσεις, ἀλλὰ καὶ ἰδιαίτερες κατὰ τόπους καὶ περιοχές. Ἄς γνωρίζει καὶ ἄς δέχεται καθένας τὴν ἐκδοχὴ τοῦ τόπου του, ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ ὀρθὴ πίστη.
Ὁ προφήτης τιμᾶται σὲ πολλὲς καὶ διάφορες μεταξύ τους θρησκεῖες καὶ χῶρες. Εἶναι δέ, μετὰ τὸν Μωϋσῆ κατὰ τὴν Ἅγία Γραφή, ἐκεῖνος ποὺ εἶχε τὴν εὐτυχία νὰ συνομιλήσῃ ἀπ’εὐθείας μὲ τὸν Θεό, “ἐν φωνῆ αὔρας λεπτῆς”.

Σάββατο 3 Ιουνίου 2017

                                                              ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ

Ἑορτὴ εἰς ἀνάμνησιν τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς συναχθέντες μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ, πενήντα ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς πύρινες γλῶσσες ἐφάνη καὶ κάθισε μία στὸν κάθε ἕναν. Τότε, φωτισμένοι οἱ Ἀπόστολοι, ἄρχισαν νὰ μιλᾶνε τὸ θεῖο λόγο σὲ ὅλες τὶς τότε γνωστὲς γλῶσσες. Ὁ παρευρισκόμενος κόσμος ἔμεινε ἔκθαμβος καὶ ἐκστατικὸς ἀπορῶντας γιὰ τὸ γεγονός.

Ἡ ἀρχαιότερη ἐκκλησία ὀνόμαζε Πεντηκοστὴ ὅλο τὸ χρονικὸ διάστημα τῶν πενήντα ἡμερῶν ἀπό τὴν Κυριακὴ τὴς Ἀναστάσεως, θεωροῦσε δὲ ἑορταστικὴ καὶ χαρμόσυνη ὅλη την διάρκεια, ἐνῶ γίνονταν βαπτίσεις κατηχουμένων.

Εἰκονογραφικὰ ἡ παράσταση ἔχει στὸ ἄνω μέρος τμῆμα κύκλου, κυανωποῦ χρώματος, ποὺ συμβολίζει τὸν οὐρανό. Ἀπό ἐκεῖ ἐκπορεύονται ἀκτῖνες, μὲ πύρινες γλῶσσες (ὅπως ἐμφανίστηκε τότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα) στὸ κάτω ἄκρο τους, πάνω στίς κεφαλές τῶν Ἀποστόλων.

Οἱ Ἀπόστολοι κάθονται σὲ πεταλοειδὲς ἕδρανο μὲ ὑποπόδιο καὶ χαμηλὸ ἐρεισίνωτο, κρατοῦν δὲ στὰ χέρια τους οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστὲς καὶ ὁ Παῦλος κλειστοὺς κώδικες (κώδικας= χειρόγραφο μὲ τὴ μορφὴ σημερινοῦ βιβλίου), οἱ ὑπόλοιποι κλειστὰ εἰλητάρια. Οἱ κώδικες καὶ τὰ εἰλητάρια συμβολίζουν τὴ διδασκαλία τοῦ θείου λόγου. Ὅπως στὴν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως, καὶ ἐδῶ οἱ Μαθητὲς ποὺ φαίνονται δὲν εἶναι οἱ Δώδεκα τοῦ ἀμέσου κύκλου τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Παῦλος καὶ οἱ Εὐαγγελιστὲς Μάρκος καὶ Λουκᾶς τοποθετήθηκαν τιμητικά, ὡς ξεχωριστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, παρ’ όλο ποὺ φυσικὰ ὁ Παῦλος ἀπουσίαζε, στὴν πραγματικότητα.


 
Κάτω αὐτῶν, σὲ σκοτεινόχρωμο βάθος, βλέπομε γέροντα μὲ βασιλικὴ στολή, ποὺ κρατᾷ ἀνοικτόχρωμο ὕφασμα καὶ μέσα τοποθετημένα δώδεκα τυλιγμένα εἰλητάρια. Ἔτσι συμβολίζεται ὁ κόσμος, ποὺ βρίσκεται στὸ σκοταδι τῆς ἄγνοιας, ἀλλὰ θὰ δεχθῇ τὸ φωτεινὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων.

Πίσω καὶ στὸ βάθος κτήριο, ποὺ ὑποδηλώνει ἐσωτερικὸ χῶρο, τὸ ὑπερῶο, ὅπου ἔλαβε χώρα τὸ γεγονὸς.

Ἀπὸ τὴν εἰκόνα ἀπουσιάζουν ὅλοι οἱ παριστάμενοι πιστοί, οἱ ὁποῖοι κι αὐτοὶ φωτίστηκαν ἀπὸ τὸν Παράκλητο, βέβαια, μεταξύ τους καὶ ἡ Παναγία. Ἡ παρουσίαση μόνο τῶν Μαθητῶν γίνεται γιὰ νὰ τονιστῇ τὸ ὅτι ἐκεῖνοι θὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο στὴν οἰκουμένη, δηλαδὴ εἰκονίζονται ὡς ἀντιπρόσωποι καὶ διδάσκαλοι ὅλων τῶν Χριστιανῶν.

Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

                         ΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ, 25 Μαΐου 2017

Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος μνημονεύεται πρῶτα ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο, μὰ φαίνεται πὼς ἑωρταζόταν πολὺ πρὶν μὲ τὴν ὀνομασία “Ἐπισῳζομένη”.
 
Ὡς εἰκόνα, κατὰ τὸν 4ον αἰ. συναντᾶται σὲ μικρογραφίες. Ἀπὸ τὸν 5ον αἰ. ἐμφανίζονται πίνακες τοῦ θέματος μεγάλων διαστάσεων καὶ κυρίως τοιχογραφίες. 

Πρόκειται γιὰ πολυπρόσωπη σύνθεση καὶ τεχνικὰ ἀπαιτητική, ἀφοῦ ὁ Ἁγιογράφος πρέπει ν’ ἀποδώσῃ μεγάλη ποικιλία μορφῶν, σχημάτων καὶ ὑφῶν. Στὸ κέντρο κάτω, δεσπόζει ἡ ἥρεμη καὶ μεγαλοπρεπῆς μορφὴ τῆς Παναγίας, ἀπὸ τὶς λίγες φορὲς ποὺ εἰκονογραφεῖται μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ σὲ σκηνὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του. Ἡ παρουσία Της κατὰ τὴν Ἀνάληψη ἀποδίδεται στὴν ἱερᾶ παράδοση, καθῶς στὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης ποὺ περιγράφουν τὸ γεγονὸς δὲν ἀναφέρεται μεταξὺ τῶν παρευρισκομένων. 



Δεξιά, ἀριστερά Της, σὲ δυὸ ἰσάριθμους χοροὺς οἱ Ἀπόστολοι. Ἐδὼ ὑπερτερεῖ ἡ θεολογικὴ θεώρηση τῆς ῥεαλιστικῆς. Οἱ Μαθητές, ὕστερα ἀπὸ τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα, ἔμειναν ἕνδεκα. Μετὰ τὴν Ἀνάληψη, γιὰ ν’ ἀποκατασταθῇ ἡ δῳδεκάδα, ἐξελέγη μὲ κλῆρο ὁ Ματθίας. Στὴν εἰκόνα, ὅμως, δεξιὰ τῆς Παναγίας βρίσκεται ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος στὴν πραγματικότητα ἔγινε Ἀπόστολος ἀρκετὰ ἀργότερα. Μὲ αὐτὸν τὸν τιμητικὸ γιὰ τὸν Παῦλο ἀναχρονισμό, ἀποκαθίσταται ἡ ἀριθμητικὴ ἰσοῤῥοπία μὲ ἕνα σημαίνον μέλος τῆς Ἐκκλησίας. 

Ἑκατέρωθεν πίσω ἀπὸ τὴν Θεοτόκο δυὸ Ἄγγελοι, λευκοντυμένοι ποὺ κρατοῦν σκῆπτρα, σύμβολα τῆς οὐράνιας ἐξουσίας τους, δείχνουν τὸν Ίησοῦ, ἐξηγῶντας στοὺς Μαθητάς ὅτι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἀνελήφθη, θὰ ἐπιστρέψῃ κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία. 



Οἱ Ἀπόστολοι παρατηροῦν τὸν ἀναλαμβανόμενο Ἰησοῦ μὲ θαυμασμό, ποὺ φανερώνεται μὲ τὶς ζωηρὲς χειρονομίες καὶ ἐκφράσεις τους. Στὸ βάθος βράχια καὶ ἐλιές, δηλώνουν τὸν τόπο ποὺ ἔγινε ἡ Ἀνάληψη, τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν.

Πάνω καὶ στὸ κέντρο εἰκονίζεται ὁ Ἰησοὺς μὲ ἐνδύματα φωτεινόχρωμα, σὲ δόξα (ὠοειδὴ ἢ κυκλικὸ σχηματισμὸ ποὺ περιβάλλει τὸν Χριστό, μὲ ἑπτὰ διαδοχικὲς ἀποχρώσεις τοῦ μπλέ, ξεκινώντας ἐσωτερικὰ ἡ σκουρότερη καὶ σταδιακὰ ἀνοίγοντας ὡς τὴν πιὸ φωτεινή), ποὺ τὴν κρατοῦν Ἄγγελοι, δὺο ἢ τέσσερεις. Ἄλλοτε οἱ Ἄγγελοι ἁπλῶς ἀτενίζουν ἢ σαλπίζουν, κατὰ τὸν στίχο “Ἀνέβη “Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ, Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος”.



Ἀπὸ τὴν εἰκονογραφικὴ ἀπόδοση τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἀνάληψη προῆλθε κατόπιν καὶ ὁ τύπος τοῦ Παντοκράτορος, ἐνῶ ἡ παράσταση τῆς Παναγίας στὴν ἴδια εἰκόνα θὰ ἐμπνεύσῃ τὸν τύπο τῆς Πλατυτέρας τῶν Οὐρανῶν.

Ἐξαιρετικῆς τέχνης εἰκόνες τῆς Ἀναλήψεως συναντοῦμε στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης (ψηφιδωτό), καὶ τοῦ 14ου αἰ. στὶς τοιχογραφίες τοῦ Βροντοχίου, τῆς Περιβλέπτου καὶ τῆς Παντανάσσης Μυστρᾶ.

Παρασκευή 14 Απριλίου 2017

               Ὕμνοι καὶ ἦχοι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος
γ΄ μέρος

 
Ἐπίσης ἡ ἁπλότητα ἢ μή, καὶ ἡ ταχύτητα ἑνὸς μέλους, αἰτιολογοῦνται ἐπ΄ αὐτῆς τῆς βάσεως. Στοὺς Μεγαλοβδομαδιάτικους Ὄρθρους κυριαρχοῦν τροπάρια ποὺ δὲν καλύπτουν κάποια ἱερουργία ἢ μιὰ μεγάλη εὐχὴ τοῦ ἱερέως, γι’ αὐτὸ ἔχουν μελῳδίες εὔκολα ἀντιληπτὲς καὶ σχετικὰ ἁπλὲς καὶ γοργές, ὥστε νὰ μὴν κουράζουν καὶ ἀποσποῦν τὸν νοῦ ἀπὸ τὴν προσευχή. Ἐξαιρέσεις ἀποτελοῦν κάποια στιχηρὰ τῶν Αἴνων καὶ μερικὰ ἀπόστιχα, ὅπως τὸ Τροπάριο τῆς Κασσιανῆς ἢ τὸ “Ἐξέδυσάν με...”, τῶν ὁποίων τὸ νόημα καὶ οἱ ψυχολογικὲς ἀποχρώσεις προσφέρονται γιὰ πιὸ περίτεχνες μουσικὲς φράσεις.

Ἀντίθετα, μικροὶ σὲ ἔκταση ὕμνοι, προκειμένου νὰ καλυφθῇ ὁ ἀπαιτούμενος γιὰ κάποια ἱεροπραξία χρόνος, ἐκτείνονται μὲ ψαλμῴδηση ἀργὴ καὶ πολυπλοκώτερη. Παραδείγματος χάριν, τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων, ὅταν ὁ ἱερέας τοποθετῇ, μετὰ ἀπὸ λιτάνευση ἐντὸς τοῦ Ναοῦ, στὸν Σωλέα τὴν εἰκόνα τοῦ Νυμφίου, ψάλλεται πολὺ ἀργὰ τό, ἀλλιῶς σύντομο, “Ἰδού, ὁ Νυμφίος...”. Τὸ ἴδιο συμβαίνει κατὰ τὴν τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου, μετὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα, ὅταν ψάλλεται ἀργὰ τὸ ἤδη ἐμμελῶς ἀπαγγελθὲν “Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου...”, καὶ κατὰ τὴν ἔξοδο τοῦ Ἐπιταφίου, ποὺ ψάλλεται ᾀσματικό, δηλαδὴ ἀργὸ καὶ μὲ πιὸ περίπλοκη μελῳδία, τὸ “Ἅγιος ὁ Θεός...”.

Ἡ μουσικὴ στὴ θρησκεία εἶναι μέσον προσευχῆς, καλλιεργείας, πνευματικῆς συγκεντρώσεως καὶ ἀνατάσεως, ὄχι σκοπὸς ματαιόδοξης ἐπιδείξεως μουσικοσυνθετικῶν ἢ φωνητικῶν ἰκανοτήτων. Συνειδητοποιῶντας τὸν ῥόλο της, μὲ τὴν ἀξία ποὺ προσδίδει τὸ μέτρο καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀνοησία τῶν ὑπερβολῶν, κυρίως κατὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, μποροῦμε, ὡς ἑρμηνευτὲς ἢ ἀκροατές της, νὰ ὠφεληθοῦμε καὶ νὰ ὠφελήσωμε. Εἶναι μειωτικὸ νὰ ὑποβιβάζωμε τὸν ἐμμελῆ προσευχητικὸ λόγο σὲ μιὰ “ἄτακτη βοή”, ἀντιθέτως ἀξίζει ν' ἀνυψώσουμε τὴν αἰσθητικὴ ἰκανοποίηση ποὺ δίνει ἡ μουσικὴ στὸ ἐπίπεδο τῆς προσευχῆς.
Καλὴ Ἀνάσταση!
                  Ὕμνοι καὶ ἦχοι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος

Β΄ μέρος

Τὸ ἄκουσμα τοῦ κάθε ἤχου ἔχει παρατηρηθῆ πῶς συνδέεται μὲ συγκεκριμένες ψυχικὲς καταστάσεις, “ταιριάζει” μὲ κάποιες ἢ τὶς προκαλεῖ. Ἔστι, ὅπως καὶ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ μουσική, διακρίνονται καὶ στὴ βυζαντινὴ τρία ἤθη (χαρακτῆρες ψυχοακουστικῆς φύσεως), τὸ διασταλτικό, τὸ συσταλτικὸ καὶ τὸ ἡσυχαστικό. Τὸ διασταλτικὸν ἦθος ἐμπνέει μεγαλοπρέπεια, γενναιότητα, πράξεις ἡρωικές. Τέτοιον χαρακτῆρα ἔχουν οἱ ἦχοι Πρῶτος, Τρίτος. Τὸ συσταλτικόν, μὲ τὸ ὁποῖο “ἡ ψυχὴ συνάγεται εἰς ταπεινότητα”, ταιριάζει σὲ οἴκτους, θρήνους, ἐρωτικὰ πάθη. Ὁ Δεύτερος καὶ οἱ πλάγιοι, πλὴν τοῦ Βαρέος, ἀντιστοιχοῦν σ’ αὑτό. Τὸ ἡσυχαστικὸ προκαλεῖ ἠρεμότητα ψυχῆς καὶ συναισθήματα ἐλευθέρια καὶ εἰρηνικά, τοῦ ἁρμόζουν ὕμνοι, παιᾶνες, ἐγκώμια, συμβουλές, αὐτὸ τὸ ἦθος ἔχουν οἱ Πρῶτος καὶ Βαρύς.

 
Πολὺ χαριτωμένα εἶναι τὰ ἑξάστιχα ἰαμβεῖα ποὺ ἀναγράφονται στὴν Παρακλητική, στὸ τέλος κάθε ἤχου. Ἔκεῖ, ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐγκωμιάζει, καλοπιάνει, τρόπον τινά, τὸν ἤχο ποὺ μόλις ἔχει ὁλοκληρωθῆ, ἀναφερόμενος στὸ ἄκουσμά του. Ἔτσι, ὁ Πρῶτος ἔχει “πρωτεῖα νίκης πανταχοῦ πάντων”, ὁ Δεύτερος ἀποκαλεῖται “μελίῤῥυτος”, καὶ τὸ μέλος τοῦ, “μελιχρόν, γλυκύτατον, μελισταγές”, “ὀστᾶ πιαίνει, καρδίας τ’ ἐνηδύνει”. Ὁ Τρίτος “σύνεγγυς πρὸς ἀνδρικοὺς πόνους”, “ἄκομψος (μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἀνεπιτήδευτου), ἁπλοῦς, ἀνδρικὸς πάνυ”. Ὁ Τέταρτος “πανηγυριστὴς καὶ χορευτής”, “πλήρης εὐφωνίας”, εὐλογεῖται άπὸ τῶν “χορευτῶν τὰ στίφη”. Ὁ Πλάγιος τοῦ Πρώτου ἀναγνωρίζεται μὲ διπλὸ χαρακτῆρα, ἀφοῦ εἶναι “θρηνῳδὸς καὶ φιλοικτίρμων ἄγαν” μὰ καὶ “εἰς τὰ πολλὰ ... χορεύει εὐρύθμως“. Ὁ Πλάγιος τοῦ Δευτέρου, “μελιχρός, γλυκύς, τέττιγξ”, “φέρει τὰς ἡδονὰς διπλοσυνθέτους”. Ὁ Βαρὺς “φέρει ὁπλιτικῆς φάλαγγος οἰκεῖον μέλος”, “βρέμει ἀνδρῶν ᾄσμα” καὶ εἶναι “ποικίλος” (ὑπαινιγμὸς τῶν τριῶν διαφορετικῶν ἀκουσμάτων του), καὶ “ἁπλοῦς”. Ὁ Πλάγιος τοῦ Τετάρτου, τέλος, “ἀνευρύνει τοὺς κρότους τῶν ᾳσμάτων”, “φέρων ἐν ἑαυτῷ πᾶν καλὸν μέλος”.
 

Ἡ μελῳδία, λοιπόν, ὑπηρετεῖ τὸν λόγο καὶ τὸ νόημά του, μὲ χρήση τοῦ καταλλήλου ἤχου. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι στὴ διάρκεια τῆς Μ. Ἑβδομάδος κυριαρχοῦν οἱ Δεύτερος καὶ Πλάγιος τοῦ Δευτέρου. Τὸ ἄκουσμά τους ἀποδίδει τὸ πάθος, τὴν ὀδύνη, προκαλεῖ οἶκτο καὶ κατάνυξη. Ἀκόμα καὶ σὲ τροπάρια ποὺ ψάλλονται σὲ ἄλλο ἦχο, συχνὰ λέξεις μὲ θλιβερὸ περιεχόμενο, ὅπως “ἁμαρτία”, “φθορά”, “οἴμοι”, ἐκφράζονται μὲ τὴν πρόσκαιρη εἰσαγωγὴ ἑνὸς τῶν δύο αὐτῶν ἤχων. Ἡ μονοτονία ἀποφεύγεται μὲ τὴ χρήση βεβαίως καὶ ἄλλων ἤχων. Μάλιστα, γιὰ νὰ τονιστῇ κάποτε ἡ ἐλπίδα, ἡ αἰσιοδοξία ἢ ἡ μεγαλοπρέπεια, καὶ γιὰ άκουστικὴ καὶ ψυχολογικὴ ἀνακούφιση, είσάγονται ὁ Τρίτος, ὁ Βαρὺς καὶ ὁ Πλάγιος τοῦ Τετάρτου, ποὺ ἔχουν αὐτὰ τὰ χαρμόσυνα χαρακτηριστικά.

συνεχίζεται 
               Ὕμνοι καὶ ἦχοι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος

α' μέρος

 Κείμενο τῆς Μαριάννας Ἐλευθερίου

Τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα κάθε ἀπόγευμα τελεῖται στοὺς Ναοὺς ὁ Ὄρθρος τῆς ἑπομένης ἡμέρας. Ὅπως φανερώνει τὸ ὄνομά του, ὁ Ὄρθρος κανονικὰ γίνεται τὰ χαράματα. Μεταφέρεται, ὅμως, κατὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, στὸ ἀπόγευμα τῆς προηγουμένης (τότε ἀρχίζει ἡ ἡμέρα σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη), γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τὸν παρακολουθήσουν περισσότεροι πιστοί. Τὸ ἰδιαίτερο αὐτῶν τῶν ἀκολουθιῶν δὲν εἶναι οἱ διαφορὲς στὸ τυπικό τους, ἀφοῦ στὸν Ὄρθρο τῆς Μ. Παρασκευῆς (Μ. Πέμπτη ἑσπέρας) προστίθενται οἱ δώδεκα Εὐαγγελικὲς περικοπές, ἀντίφωνα μεταξὺ τῶν ἕξι πρώτων καὶ οἱ Μακαρισμοί, ἐνῷ σ’ ἐκεῖνον τοῦ Μ. Σαββάτου (Μ. Παρασκευὴ ἑσπέρας) τὰ Ἐγκώμια καὶ ἡ περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου. Τὰ στοιχεῖα ποὺ τοὺς κάνουν τόσο ξεχωριστοὺς εἶναι τὸ ἐξαιρετικὰ πυκνὸ θεολογικό τους περιεχόμενο, ἡ μοναδικότητα τελέσεώς τους, καθῶς δὲν ἐπαναλαμβάνονται ποτὲ ξανὰ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους, καὶ οἱ μελῳδίες τῶν ὕμνων.


Ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐξωλατρευτική, ἔχει κάποια χαρακτηριστικὰ ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως δείχνουν σὰν περιορισμοί, ἀλλὰ εἶναι ἀπόλυτα δικαιολογημένα καὶ λογικὰ στηριγμένα. Ι) ἡ μελῳδία ὑποτάσσεται στὸ λόγο, καὶ, ἀκόμη περισσότερο, στὸ νόημά του. ΙΙ) ἡ μελῳδία ἀναπτύσσεται ἢ περιορίζεται ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τῆς ἑκάστοτε τελετῆς ἢ τελουμένης πράξεως.

Προτοῦ ἀναλυθοῦν τὰ παραπάνῳ χαρακτηριστικὰ σὲ σχέση μὲ τοὺς ὕμνους τῆς Μ. Ἑβδομάδος, θὰ γίνῃ σύντομη ἀναφορὰ στὸ τὶ νοεῖται ἦχος, ἐπειδὴ αὐτοὶ οἱ ὀκτὼ τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς προσφέρουν στὸν μελῳδὸ τὸ εὖρος τῶν ἀπαιτουμένων “ἐργαλείων” γιὰ ν’ ἀποδώσῃ τὸ νόημα τοῦ ποιητικοῦ κειμένου τοῦ ὕμνου. Ἦχος, στὴν ὁρολογία τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς, εἶναι σύνολο ἰδιοτήτων τῆς μελῳδίας (ἀνεπίσημος ὁρισμός). Τὰ συστατικά του, ἐκεῖνα τὰ γνωρίσματα ποὺ τὸν ξεχωρίζουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἤχους, εἶναι τὸ ἀπήχημα (λέγεται καὶ προήχημα ἢ ἐνήχημα), ἡ κλίμακα, οἱ καταλήξεις καὶ οἱ δεσπόζοντες φθόγγοι. Συνοπτικὰ ἐξηγῶντας, ἀπήχημα εἶναι μικρὴ μουσικὴ φράση ποὺ ψάλλεται στὴν ἀρχὴ τοῦ μέλους καὶ εἰσάγει στὸ ἄκουσμα τοῦ ἤχου. Κλίμακα λέμε μιὰ ἀκολουθία ὀκτὼ διαδοχικῶν φθόγγων. Ἡ ἀπόσταση μεταξὺ τῶν φθόγγων «ὁρίζει» τὴν ἑκάστοτε κλίμακα. Οἱ δεσπόζοντες φθόγγοι ἀκούονται πιὸ συχνὰ στὴ μελῳδία καὶ ἀποτελοῦν τὸ στήριγμά της. Οἱ καταλήξεις τῶν μουσικῶν φράσεων ἀντιστοιχοῦν στὰ σημεία στίξεως τοῦ κειμένου, καὶ διακρίνονται σέ: ἀτελεῖς, ὅταν στὸ κείμενο ὑπάρχει κόμμα ἢ ἄνω τελεία, ἐντελεῖς, στὴ θέση τελείας στιγμῆς του κειμένου, ἀλλὰ ὄχι στὸ τέλος του, καὶ τελικές, ὅταν ὁλοκληρώνεται τὸ μέλος.

συνεχίζεται

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

ΝΑΟΣ  ΚΑΙ  ΚΑΛΕΣ  ΤΕΧΝΕΣ

Β΄ μέρος

Ἡ ἁφὴ καὶ ἡ ὅραση λαμβάνουν τὸ μερίδιό τους ἀπὸ τὴν αἰσθητικὴ ικανοποίηση, χάρη στὶς τέχνες ποὺ ἤδη ἀναφέραμε, μὰ δὲν τὸ στερεῖται ἡ ἀκοή, μὲ τὴ βοήθεια τῆς μουσικῆς καὶ τῆς ποίησης.

Ἡ Μουσική, ἡ βυζαντινὴ ποὺ ἀκούγεται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον στοὺς Ναούς μας, εἶναι θυγατέρα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, ἂν καὶ δέχθηκε ἐπιδράσεις ἀπὸ πολλὰ μέρη τῆς άχανοῦς Αὐτοκρατορίας. Στὴ λατρεία παρέμεινε φωνητική, χωρὶς τὴ χρήση μουσικῶν ὀργάνων, γιὰ λόγους ὄχι δογματικούς. Ἡ ῥυθμικὴ ποικιλία της δείχνει τὴν ἀρχαία καταγωγή της. Ὁ μελωδικὸς πλοῦτος, μὲ ἤχους, κλίμακες καὶ διαστήματα ποὺ δὲν βρίσκονται στὴ μουσικὴ τῆς ὑπόλοιπης Εὐρῶπης, ἀποκαλύπτει τὸ στερεὸ ἐπιστημονικὸ ὑπόβαθρο καὶ τὴν ἐκφραστικὴ δύναμή της.

Ἡ Ποίηση, λιγότερο φανερὴ μὰ πιὸ οἰκεία άπ` ὅλες, προσφέρει τὸ σεμνὸ καὶ μεγαλόπρεπο ἔνδυμα στὰ θεολογικὰ νοήματα ποὺ ἀκούονται. Μέτρα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς ποίησης, παρηχήσεις, ὁμοιοκαταληξίες, μεταφορές, συνεκδοχὲς καὶ ἄλλα στολίδια τῆς μορφῆς καὶ τῆς σύνταξης τοῦ λόγου, κάνουν τοὺς ὕμνους λογοτεχνικοὺς θησαυρούς. Τὰ κοντάκια, οἱ κανόνες, τὰ τροπάρια, εἶναι ποιητικὰ κείμενα. Ἀπὸ τὰ πιὸ ἀγαπημένα, οἱ ἐξαίσιοι ιαμβικοὶ κανόνες τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανείων, καὶ ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος.

Αὐτὸ εἶναι τὸ μὲ τὶς αἰσθήσεις μας ἀντιληπτὸ τμῆμα τῆς ὑπόστασης ἐνὸς Ναοῦ. Ἡ προσευχὴ καὶ ἡ λατρεία τοῦ δίνουν λόγο ὕπαρξης, τὸν στολίζουν νοερά, οἱ τέχνες προσφέρουν τὶς ὑπηρεσίες τους σ᾿ αὐτὸν τὸν ἱερὸ σκοπό. Γι᾿ αὐτό, ἡ σωστὴ καὶ πλήρης κατάρτιση ἐκείνων ποὺ ἐργάζονται στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες ὀφείλει νὰ εἶναι πρώτο καθῆκον ὅσων τὶς διδάσκουν καὶ τὶς διδάσκονται.

 Κροκεάτης λίθος, ἐσωτερικὸ Ἁγιᾶς Σοφιᾶς

Ἄν κάποιος βλέπει ὅτι στὸν Ναό του δὲν εἶναι ἔτσι, ὅπως τὰ ἀναφέρω, συμβαίνει γιατὶ ἡ καλλιέργεια, ἡ καλαισθησία, ἡ ἀγάπη γιὰ τὶς τέχνες ἀτόνισαν. Ἀδαεῖς, ἡμιμαθεῖς, ἀδιάφοροι, προκλητικὰ ἄτεχνοι «καλλιτέχνες» ποὺ κακῶς καὶ ἀδιακρίτως εἰσῆλθαν στὸν χῶρο, γίνονται αἴτιοι συκοφαντίας τῆς αἰσθητικῆς ἀξίας αὐτῶν τῶν τεχνῶν. Βρῆκαν, ὅμως, ἔδαφος καὶ εὐδοκίμησαν: τὴν ἀδιαφορία τῶν ὑπευθύνων τῶν Ναῶν, ποὺ θὰ ἔπρεπε κάθε παρατρεχάμενο εἶδος νὰ τὸ ἐξοστρακίσουν. Ὁ ἄγρυπνος προστάτης αὐτῆς τῆς ὀμορφιᾶς εἶναι κάθε ἁρμόδιος ἐπίσημος φορέας, ἐκκλησιαστικὸς καὶ κρατικός, μά, κυρίως, ἡ προσωπικὴ παιδεία, ἡ ἀντίληψη καὶ ἡ εὐσυνειδησία μας. Ὅπως κ᾿ ἕνας ἰερέας ἔλεγε, «ἄν αὐτὸ ποὺ ἔφτιαξες δὲν ἀρέσει σὲ σένα, γιατὶ τὸ προσφέρεις στὸν Θεό;»

Τὰ ἀριστουργήματα ποὺ διασῴζονται σὲ τόσους Ναούς, μᾶς διδάσκουν «δωρεάν» καὶ μὲ τὴ λεπτότερη μέθοδο, τὴν ἐξοικείωση. Μᾶς δείχνουν τὸ ὕψος στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ στοχεύουν οἱ σημερινοὶ καλλιτέχνες (μπορεῖ νὰ μὴ τὸ φθάσουν ποτέ, ἀλλὰ μπορεῖ, καὶ εἴθε, νὰ τὸ ξεπεράσουν). Ἀρκεῖ νὰ θυμώμαστε νὰ μὴν ὑποτιμοῦμε τὴν ἀξία τῆς τριβῆς, τῆς ἄσκησης καὶ τοῦ χρόνου στὴν ἐκπαιδευτικὴ πορεία. «Εἰκονίτσα», «σκαλισματάκι» ἢ «ἕνας ψαλμὸς» ποὺ βγῆκαν μ᾿ ἕναν μῆνα (ἐπιπόλαιας) μαθητείας, εἶναι ὑποβιβασμὸς καὶ τῆς τέχνης καὶ τῆς θρησκείας. «Δὲν ὑπάρχει βασιλικὴ ὁδὸς γιὰ τὴ Γεωμετρία».

ΝΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ 
 
Α΄ μέρος

Ὅλοι ἀγαπᾶμε τὶς καλὲς τέχνες, συχνὰ προσερχόμαστε ὅπου στεγάζονται γιὰ νὰ τὶς θαυμάσωμε, νὰ εἰσπνεύσωμε τὸ ἄρωμά τους. Βέβαια, θὰ καταβάλωμε ἕνα γενναῖο ἀντίτιμο κατὰ τὴν εἴσοδό μας. Συνήθως, ὅμως, παρουσιάζεται μία τέχνη σὲ κάθε χῶρο, θὰ εἶναι μουσική; θὰ εἶναι διακόσμηση; ἀλλὰ μία.

Ἕνας χῶρος συνάντησης καὶ συνεργασίας πολλῶν τεχνῶν εἶναι ὁ ὀρθόδοξος Ναός, ἡ Ἐκκλησία μας. Ἡ πηγὴ τῆς ψυχικῆς μας ἀνάτασης, ἀκτινοβολεῖ ἐπιπλέον τὴν αἴγλη ἑνὸς μεγάλου καλλιτεχνικοῦ ἱδρύματος, προσιτὴ καὶ δίπλα μας πάντα, μοιράζοντας τελείως ἐλεύθερα τοὺς θησαυρούς της καὶ στὴν τέχνη.

Ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό της, ἀκόμη, ξεχωρίζει κ᾿ ἐπιβάλλεται ἀνάμεσα στ᾿ ἄλλα κτήρια (ποὺ κακότεχνα, δίχως ἁρμονία καὶ ταυτότητα ἐμφανίζονται ὅλο συχνότερα, κυρίως στὶς μεγάλες πόλεις). Ἡ Ἀρχιτεκτονική, στὸν τομέα τῆς ναοδομίας, ἀξιοποίησε καὶ ἀνέδειξε στοιχεῖα ἀρχαιοελληνικὰ καὶ ῥωμαϊκά (μὲ τὴ διαίρεση τοῦ ἐσωτερικοῦ ἐμπνευσμένη σὲ πολλὰ ἀπ᾿ τὸ ἀρχαῖο θέατρο, χρησιμοποιῶντας τρούλλους, κίονες, ἁψιδες, σαμαρωτὲς στέγες κ. ἄ.).Ἔτσι, μᾶς ἔδωσε, μὲ τοὺς ῥυθμοὺς τῆς βασιλικῆς, τὸν βυζαντινό, σπανιώτερα τὴ ῥοτόντα, ἢ μὲ συνδυασμούς τους, οἰκοδομήματα μὲ ὀμορφιά, κῦρος καὶ πληθώρα συμβολισμῶν.

                                   Μονὴ Παντανάσσης, Μυστρᾶς 



Καὶ τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Ναοῦ εἶναι περίτεχνο, λειτουργικό, ξεχωριστό. Ἡ Ζωγραφική, ἄλλοτε μὲ τὴν ὑψηλῆς λεπτότητας καὶ πευματικότητας τεχνικὴ τῆς βυζαντινῆς Ἁγιογραφίας, ἄλλοτε μὲ τὸ λαμπερὸ και ἐκφραστικὸ ψηφιδωτό, ἀνέλαβε νὰ διατηρήσῃ τη μνήμη ἱερῶν προσώπων, γεγονότων καὶ διδαγμάτων τῆς πίστεως. Οἱ εἰκόνες, φορητὲς στὰ προσκυνητάρια καὶ στὸ Τέμπλο, τοιχογραφίες ἀλλοῦ, ἀποδίδονται μὲ τεχνοτροπίες ὑψηλῆς θεολογικῆς καὶ καλλιτεχνικῆς ἀξίας.

Ἡ Διακοσμητικὴ ὑπεισέρχεται σχεδὸν παντοῦ καὶ μὲ ἁρμονία συμπληρώνει τὸ εἰκαστικὸ ἀποτέλεσμα. Ἐμπνευσμένοι συνδυασμοὶ ὑλικῶν (ὅπως οἱ φανταστικὲς ὀρθομαρμαρώσεις τῆς Ἁγιὰς Σοφιάς), χρωμάτων καὶ ὑφῶν, χρήση μορφῶν γεωμετρικῶν, φυτικῶν, ζωϊκῶν, ἐπενδύουν πλεῖστα μέρη τοῦ Ναοῦ, ἀνακουφίζοντας ἀπὸ τὴ μονοτονία καὶ δίνοντας στὸν καλλιτέχνη τὴν εὐκαιρία νὰ ξεδιπλώσῃ τὴν τεχνικὴ καὶ τὴ φαντασία του.

Ἡ Γλυπτική, παρὰ τὸ ὅτι άγάλματα δὲν υἱοθετήθηκαν στὴ βυζαντινὴ λατρευτικὴ τέχνη, φανερώνει τὸ μεγαλεῖο της σὲ διάφορα ὑλικὰ καὶ μεγέθη. Ἱερὰ σκεύη, ἔπιπλα, ἀντικείμενα (Ἁγία Τράπεζα, Τέμπλο, λοιπὰ προσκυνητάρια, Ἄμβωνας, Δεσποτικό), ἀρχιτεκτονικὰ μέρη (κίονες, ἐπιστύλια, τύμπανα κ. ἄ.) δείχνουν κεντημένα καὶ λεπτεπίλεπτα, παρὰ τὴ σκληρότητα τῶν πρώτων ὑλῶν ποὺ χρησιμοποιοῦνται.




                   
                               κιονόκρανο ἐσωτερικοῦ Ἁγιᾶς Σοφιᾶς



συνεχίζεται

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016


                                ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ - ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΤΑ

Καθὼς ἔρχεται καὶ ἡ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, θέλω νὰ τονίσω καὶ νὰ παρακαλέσω θερμὰ ὅλους, ἀλλὰ κυρίως τοὺς Ὀρθόδοξους, νὰ ξεχωρίσωμε τὸν Ἅγιο Βασίλειο τὸν ἱεράρχη, ἀπὸ τὸν παχουλὸ καλοκάγαθο ἄνδρα ποὺ μεταφέρει στὴ σακκούλα του δῶρα γιὰ παιδιὰ καὶ ἴσως καὶ γιὰ μεγάλους τὴν πρωτοχρονιά. Καμιὰ ἀπολύτως σχέση μεταξύ τους.

Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἱεράρχης καὶ μετέπειτα Ἅγιος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐγεννήθη στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Γονεῖς του οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ Βασίλειος καὶ Ἐμμέλεια. Αδέλφια εἶχε ἑπτά, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἡ Ὁσία Μακρίνα, ὁ κατὰ πέντε χρόνια μικρότερός του Γρηγόριος ὁ μετέπειτα ἐπίσκοπος Νύσσης καὶ ὁ Πέτρος, ἀργότερα ἐπίσκοπος Σεβαστείας. Ὁ Βασίλειος σπούδασε στὴν Ἀθήνα καὶ ἔλαβε τὴν ἑλληνικὴ παιδεία. Μεγάλη προσφορά του θεωρεῖται ἡ ἕνωση τῶν ὑγιεστέρων στοιχείων τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος μὲ τὸν Χριστιανισμό.

Τὸ νόμισμα ποὺ βάζομε στὴν πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιττα εἶναι εἰς ἀνάμνησιν γεγονότος τοῦ 368 μ.Χ. Τότε, ἐπὶ ἱερατείας τοῦ Βασιλείου, ἔπεσε στὴν ἐπαρχία τῆς Καισαρείας λιμός. Ὁ Ἅγιος συγκέντρωσε τρόφιμα, τιμαλφῆ, καὶ βοήθησε ὅπου ὑπῆρχε ἀνάγκη. Ὅταν ξεπεράστηκε ὁ λιμός, χάρις καὶ στὶς προσευχές του, περίσσεψαν κάποια χρυσαφικά. Τότε ζήτησε νὰ ζυμώσουν μικροὺς ἄρτους καὶ νὰ βάλουν μέσα στὸν καθένα ἀπὸ ἕνα χρυσαφικό, κατόπιν μοίρασε τοὺς ἄρτους στὸν κόσμο (παρόμιες διηγήσεις γιὰ τὸ γεγονὸς ὑπάρχουν, ποὺ καθόλου δὲν ἀλλοιώνουν τὸ νόημα τῆς κίνησης τοῦ Ἁγίου μας).



Ὁ καλοκάγαθος παχουλὸς ἀσπρομάλλης, κατοικοῦσε σὲ βόρεια χώρα, ἴσως στὴ Λαπωνία, σὲ περιοχὲς ποὺ τὶς σκεπάζει συχνὰ τὸ χιόνι. Οἱ κάτοικοι τῶν περιχώρων πήγαιναν στὴν πόλη νὰ προμηθευτοῦν ἀγαθὰ πρὶν ἀποκλειστοῦν. Μιὰ χρονιὰ ἦρθαν τὰ χιόνια πιὸ νωρίς καὶ κάποια χωριά ἀποκλείστηκαν . Ἕνας τολμηρὸς καὶ φιλάνθρωπος ἄνδρας φόρτωσε τὸ ἔλκηθρό του, ποὺ τὸ ἔσερναν τάρανδοι, μὲ διάφορα ἀγαθὰ καί, ἀψηφῶντας τὸ τσουχτερὸ κρύο καὶ τὶς ἀνεμοθύελλες ποὺ πιθανὸν νὰ συναντοῦσε καθ΄ ὁδόν, ξεκίνησε, μὲ τὶς εὐχὲς τῶν συμπατριωτῶν του, γιὰ τὰ ἀποκλεισμένα χωριά, οἱ κάτοικοι τῶν ὁποίων εἶχαν περιέλθει σὲ ἀπόγνωση ἀπὸ τὴν ἀπρόσμενη ἀπομόνωση. Ὅταν ἐκεῖνοι εἶδαν τὸν ἄνθρωπο νὰ φτάνῃ μὲ τὸ φορτίο τῶν ἀγαθῶν, ἔχοντας θέσει σὲ κίνδυνο τὴ ζωή του, τὸν ὑποδέχτηκαν κατασυγκινημένοι. Ἐπειδὴ πλησίαζε ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου, εἶπαν ὅτι τοὺς πῆγε ΣΑΝ Ἅγιος Βασίλειος. ΣΑΝ νὰ τοὺς τὸν ἔστελνε, δηλαδή, ὁ Ἅγιος.

ΣΑΝ Ἅγιος, λοιπόν, καὶ ὄχι ὁ Ἅγιος Βασίλειος. Ἐμεῖς μὲ τὸν καιρὸ ἀφαιρέσαμε τὸ «σάν» καὶ θέσαμε ἀντὶ τοῦ Ἁγίου, αὐτὸν τὸν ὄντως φιλάνθρωπο καὶ καλοκάγαθο ἄνθρωπο. Ὅμως μὴν ταυτίζωμε τὸν ἕνα μὲ τὸν ἄλλο. Ἁς ἑορτάσωμε τὸν Ἅγιο γνωρίζοντας τὴν προσφορά του καὶ τὴ ζωή του, χωρὶς νὰ νοθεύωμε τὴν προσωπικότητά του.

Εὐλογημένη καὶ καρποφόρα χρονιά!

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016


                        ΓΕΝΝΗΣΙΣ  ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


Δεκέμβριος, μῆνας προσμονῆς, ἀνάτασης καὶ προσέγγισης τοῦ θαύματος τῆς Γέννησης τοῦ Θεανθρώπου, γιὰ τοὺς Χριστιανούς. Στὸ κείμενο αὐτὸ θὰ γίνῃ ἑρμηνεία συμβόλων καὶ στοιχείων ποὺ συναντᾶμε στὴν εἰκόνα τῆς Γέννησης κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη βυζαντινὴ παράδοση.

Ἡ εἰκονογραφία τῆς Γέννησης, ἀπὸ τὴν πρωτοχριστιανικὴ ἐποχή, ὁπότε ἀρχικὰ ἐμφανίζεται, ἔως καὶ τὴν μεσοβυζαντινὴ περίοδο, κατὰ τὴν ὁποία ὁλοκληρώνεται ὡς σύνθεση, εἶχε πολλὲς ἐκφάνσεις. Ἐπίσης πλαισιώθηκε ἀπὸ ἕναν εἰκονογραφικὸ κύκλο γεγονότων σχετικῶν, ποὺ προηγοῦνται καὶ ἕπονται αυτῆς (ὄνειρο Ἰωσήφ, ὡς φυγὴ στὴν Αἴγυπτο). Ἕνας τέτοιος κύκλος διασώθηκε στὴ Μονὴ τῆς Χώρας στὴν Κωνσταντινούπολη (Καριὲ τζαμί) , τῶν ἀρχῶν 14ου αἰῶνα, καὶ στὴ Μονὴ Δαφνίου. Ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων, ἀπ΄ τὶς ἀρχαιότερες παραστάσεις, ἀπαντᾶται σὲ ψηφιδωτὰ τῆς Ραβέννας τοῦ 6ου αἰ. κ.ἀ..

Ἡ Γέννηση, ἡ «Μητρόπολις πασῶν τῶν ἐορτῶν » κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, σύμφωνα μὲ τὸν μεγάλο Κόντογλου ἱστορεῖται μὲ τὰ παρακάτω στοιχεῖα:

Στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας «βουνὸν βραχῶδες ἀλλ΄εὔχαρι καὶ φωτεινόχρωμο», μ᾿ ἕνα σκοτεινό σπήλαιο καὶ μέσα σ΄ αὐτὸ τὴ φάτνη μὲ τὸν νεογέννητο Χριστὸ σπαργανωμένο. Δίπλα τὴν «Θεοτόκο μισοξαπλωμένη πάνω σὲ στρωσίδι μὲ τὸ κεφάλι της ἀκουμπισμένο στὸ δεξὶ χέρι» ἢ σὲ μεταγενάστερες παραστάσεις νὰ γονατίζῃ. Πίσω απὸ τὴ φάτνη καὶ πάνω ἀπὸ τὸ Βρέφος, προβάλλουν τὰ κεφάλια τους ἕνα βόδι καὶ ἕνα ἄλογο ἤ ὀνάριο.Ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κάτω δεξιὸ μέρος τῆς εἰκόνας, κάθεται συλλογισμένος ὁ Ἰωσήφ ἔχοντας μπροστά του ὄρθιο ἄτομο μὲ ὄχι εὔχαρι ὄψη καὶ ἔνδυση. Λέγεται ὅτι ὁ ἄνδρας εἰρωνεύτηκε τὸν Ἰωσήφ, λέγοντάς του, πῶς ἐνῶ παρθένο παρέλαβε τώρα γεννᾶ. «Ἐγώ, μελετήσας τὰς γραφάς, πέπεισμαι ὅτι Υἱὸν Θεοῦ γεννήσει ἀνερμηνεύτως» , ἀπάντησε ὁ Ἰωσὴφ στὸν εἴρωνα, στερῶντας ἔτσι κάθε ἀμφισβήτηση. Στὸ ἄλλο ἄκρο τῆς εἰκόνας, ἡ σκηνὴ τοῦ λουτροῦ, ἡ ὁποία δὲν καταγράφεται στὴν Καινὴ Διαθήκη. Εἶναι παρμένη ἀπὸ τὸ πρωτοευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου: ὁ Ἰωσὴφ κάλεσε τὴ μαῖα καὶ τὴ βοηθό της Σαλώμη, γιὰ νὰ συνδράμουν τὴν Παναγία στὸν τοκετό της. Τῆς Σαλώμης τὰ χέρια παρέλυσαν, ἐπειδὴ ἀρνιόταν ὅτι ἡ Μαρία παρέμεινε Παρθένος μετὰ τὴ γέννα κ΄ ἔγινε καλὰ ὅταν ἄγγιξε τὰ σπάργανα τοῦ Βρέφους. Στὴν εἰκόνα, ἡ ἡλικιωμένη κρατᾶ στὴν ἀγκαλιά της τὸ Χριστὸ καὶ δοκιμάζει τὸ νερὸ ποὺ χύνει τὸ νέο κορίτσι στὴ λεκάνη. Στὸ ἄνω μέρος, μιὰ άκτῖνα φωτὸς, μὲ τὸν ἀστέρα στὸ μέσον της, ἀπ΄ τὸν οὐρανὸ καταλήγει στὸ Βρέφος καὶ ἐκατέρωθεν αὐτῆς οἱ Ἄγγελοι, ντυμένοι μέ ἱμάτιο καὶ χιτῶνα, εἶναι οἱ οὐράνιοι ἀγγελιαφόροι ποὺ δοξολογοῦν γιὰ τὸ μέγα γεγονός. Στὸ τοπίο γύρῳ ἀπὸ τὸ σπήλαιο, ποιμένες μεμονωμένοι, συχνὰ ἔνας τους παίζει φλογέρα, σὲ μικρὲς ὁμάδες ἢ κοντὰ στὰ ζῳάκια τους, δέχονται ἔκπληκτοι τὸ μήνυμα τῆς Θείας Γέννησης ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Σὲ μικρὸ μέγεθος, στὸ βάθος τῆς εἰκόνας, φαίνονται ἔφιπποι οἱ ἐρχόμενοι Μάγοι, σπάνια θὰ δοῦμε νὰ προπορεύεται, ὁδηγῶντας τους, κ΄ ἕνας ἔφιππος Ἄγγελος.




Τί ἐκπροσωπεῖ τὸ κάθε στοιχεῖο ποὺ περιλαμβάνεται στὴ σύνθεση, ἤ τί σημαίνει:

Οἱ ποιμένες ἐκπροσωποῦν τὴ μεγάλη κοινωνικὴ μερίδα, τὸ λαὸ ποὺ ἀναμένει τὸ Μεσσία του. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἀνταποκρίνονται μὲ χαρὰ στὸ μήνυμα τοῦ ἐρχομοῦ Του καὶ προστρέχουν στὸν τόπο τοῦ μυστηρίου, ὅπου ἀντικρύζουν περιδεεῖς καὶ ἀμήχανοι τὸ θαῦμα.

Οἱ Μάγοι, σοφοὶ ἐρευνητὲς τῆς ἐποχῆς (καμία σχέση μὲ τὴ μαγεία ὅπως τὴν ἐννοοῦμε σήμερα), ἀντιπροσωπεύουν τὴ γνώση καὶ τὴν ἐπιστήμη. Εἶναι οἱ ἀναζητητὲς τῆς ἀλήθειας διὰ μέσου τῆς σοφίας τῶν αἰώνων. Καὶ βρίσκουν τὴν ἀλήθεια αὐτὴ στὴν ἁπλότητα ἑνὸς Νηπίου. (Λίγες πληροφορίες εἰδικώτερες γιὰ τοὺς Μάγους: ὁ τόπος καταγωγῆς, ὁ ἀριθμὸς καὶ τὰ ὀνόματά τους ἔγιναν ἀντικείμενο μελέτης καὶ εἰκασιῶν, μὰ σύμφωνα μὲ τὶς ἀπόψεις ποὺ ἐπεκράτησαν, κατάγονταν ἐκ Περσίας καὶ λέγονταν: (Γ)κασπάρ, Βαλτάσαρ, Μελχιώρ. Τὰ δῶρα τους πρὸς τὸν μικρὸ Χριστὸ ἦταν χρυσός, γιὰ νὰ Τὸν τιμήσουν ὡς Βασιλέα, λίβανος, προσφορὰ λατρείας γιὰ τὴ θεότητά Του, καὶ σμύρνα γιὰ τὸ μελλοντικὸ Πάθος καὶ τὸν ἐνταφιασμό Του. Ἡ προσκύνηση δὲν ἔγινε στὴ φάτνη, ὅταν γεννήθηκε, ἀλλὰ ἀργότερα, στὴν οἰκία ὅπου ἔμενε ἡ Ἁγία οἰκογένεια.)

Ἔτσι, μὲ τοὺς ποιμένες καὶ τοὺς Μάγους, ἀποδεικνύεται πὼς ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀγάπη ἀποκαλύπτονται χωρὶς διακρίσεις, σὲ ὅποιον ἔχει καθαρότητα καὶ καλὴ προαίρεση νὰ τὶς βρῇ. Ἴσως πιὸ ἄμεσα στοὺς ἁπλοὺς καὶ ταπεινούς, ἴσως οἱ ἐρευνητὲς νὰ ἔχουν μεγαλύτερο δρόμο νὰ διανύσουν, πάντως ὅλοι φθάνουν τελικὰ ἐκεῖ ποὺ ποθοῦν.

Τὸ σκοτάδι τοῦ σπηλαίου συμβολίζει τὴ ζοφερὴ πνευματικὴ κατάσταση τῶν ἀνθρώπων, πρὶν τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ.

Τὰ σπάργανα τοῦ Βρέφους μοιάζουν μὲ σάβανο καὶ τὸ μέρος, ὅπου εἶναι τοποθετημένο, μὲ λάρνακα, προτυπώνοντας τὴν τριήμερο ταφή Του.

Ἡ παράσταση τοῦ λουτροῦ κατάγεται ἀπὸ τὴ σκηνὴ τοῦ λουτροῦ τοῦ Διονύσου, ὅπως εἰκονίζεται σὲ ἀρχαῖες ἑλληνικὲς σαρκοφάγους, καὶ προαναγγέλει τὴ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς Χριστιανικῆς τέχνης βρίσκουμε εἰκόνες τῆς Γέννησης μὲ τὴ σκηνὴ τοῦ λουτροῦ, ὅπως στὸ Σταυρὸ μὲ σμάλτο στὴ Σάντα Σανκτόρουμ τοῦ Λατερανοῦ (Ρώμη). Τὴ συναντᾶμε ὅμως καὶ κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο σὲ πλῆθος φορητῶν εἰκόνων, χειρογράφων, τοιχογραφιῶν τῆς Καππαδοκίας, τῆς Καστοριᾶς, τοῦ Σινᾶ κ.α.

Ὁ ἀστέρας ποὺ ὡδήγησε τοὺς Μάγους στὸ νήπιο Ἰησοῦ, ἦταν, ὅπως ἐξηγοῦν Ἅγιοι, Ἄγγελος ποὺ τοὺς ἔδειχνε τὸν δρόμο. Ἡ παράσταση Ἀγγέλου ἐφίππου εἶναι ἐντυπωσιακὴ μὰ καὶ ἀφελῆς, ἀφοῦ οἱ δυνάμεις του ὑπερτεροῦν καὶ δὲ χρειάζεται τὴ βοήθεια ἑνὸς ἀλόγου, ὅπως οἱ ἄνθρωποι.

Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας εἶναι ἡ ἀναπαράσταση μέσα στὴν ἴδια σύνθεση, ἱστορικῶν ἐπεισοδίων ποὺ ἔγιναν σὲ διαφορετικὸ χρόνο μεταξύ τους . Αὐτὸ πρακτικὰ γίνεται γιὰ νὰ δηλωθεῖ ἡ σχέση καὶ συνάφεια τῶν γεγονότων, ἀνεξάρτητα ἀπ΄ τὸ πότε συνέβησαν, καὶ ἡ θεολογικὴ ἑρμηνεία εἶναι ὅτι ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος ὑπερβαίνονται καὶ τὰ πάντα συγκεφαλαιώνονται καὶ γίνονται Σῶμα Χριστοῦ.