ΝΑΟΣ
ΚΑΙ ΚΑΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
Β΄
μέρος
Ἡ
ἁφὴ καὶ ἡ ὅραση λαμβάνουν τὸ μερίδιό
τους ἀπὸ τὴν αἰσθητικὴ ικανοποίηση,
χάρη στὶς τέχνες ποὺ ἤδη ἀναφέραμε,
μὰ δὲν τὸ στερεῖται ἡ ἀκοή, μὲ τὴ
βοήθεια τῆς μουσικῆς καὶ τῆς ποίησης.
Ἡ
Μουσική, ἡ βυζαντινὴ ποὺ ἀκούγεται
ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον στοὺς Ναούς μας,
εἶναι θυγατέρα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς,
ἂν καὶ δέχθηκε ἐπιδράσεις ἀπὸ πολλὰ
μέρη τῆς άχανοῦς Αὐτοκρατορίας. Στὴ
λατρεία παρέμεινε φωνητική, χωρὶς τὴ
χρήση μουσικῶν ὀργάνων, γιὰ λόγους
ὄχι δογματικούς. Ἡ ῥυθμικὴ ποικιλία
της δείχνει τὴν ἀρχαία καταγωγή της.
Ὁ μελωδικὸς πλοῦτος, μὲ ἤχους, κλίμακες
καὶ διαστήματα ποὺ δὲν βρίσκονται στὴ
μουσικὴ τῆς ὑπόλοιπης Εὐρῶπης,
ἀποκαλύπτει τὸ στερεὸ ἐπιστημονικὸ
ὑπόβαθρο καὶ τὴν ἐκφραστικὴ δύναμή
της.
Ἡ
Ποίηση, λιγότερο φανερὴ μὰ πιὸ οἰκεία
άπ` ὅλες, προσφέρει τὸ σεμνὸ καὶ
μεγαλόπρεπο ἔνδυμα στὰ θεολογικὰ
νοήματα ποὺ ἀκούονται. Μέτρα τῆς
ἀρχαιοελληνικῆς ποίησης, παρηχήσεις,
ὁμοιοκαταληξίες, μεταφορές, συνεκδοχὲς
καὶ ἄλλα στολίδια τῆς μορφῆς καὶ τῆς
σύνταξης τοῦ λόγου, κάνουν τοὺς ὕμνους
λογοτεχνικοὺς θησαυρούς. Τὰ κοντάκια,
οἱ κανόνες, τὰ τροπάρια, εἶναι ποιητικὰ
κείμενα. Ἀπὸ τὰ πιὸ ἀγαπημένα, οἱ
ἐξαίσιοι ιαμβικοὶ κανόνες τῶν
Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανείων, καὶ
ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος.
Αὐτὸ
εἶναι τὸ μὲ τὶς αἰσθήσεις μας ἀντιληπτὸ
τμῆμα τῆς ὑπόστασης ἐνὸς Ναοῦ. Ἡ
προσευχὴ καὶ ἡ λατρεία τοῦ δίνουν
λόγο ὕπαρξης, τὸν στολίζουν νοερά, οἱ
τέχνες προσφέρουν τὶς ὑπηρεσίες τους
σ᾿ αὐτὸν τὸν ἱερὸ σκοπό. Γι᾿ αὐτό,
ἡ σωστὴ καὶ πλήρης κατάρτιση ἐκείνων
ποὺ ἐργάζονται στὶς ἐκκλησιαστικὲς
τέχνες ὀφείλει νὰ εἶναι πρώτο καθῆκον
ὅσων τὶς διδάσκουν καὶ τὶς διδάσκονται.
Κροκεάτης λίθος, ἐσωτερικὸ Ἁγιᾶς Σοφιᾶς
Ἄν
κάποιος βλέπει ὅτι στὸν Ναό του δὲν
εἶναι ἔτσι, ὅπως τὰ ἀναφέρω, συμβαίνει
γιατὶ ἡ καλλιέργεια, ἡ καλαισθησία, ἡ
ἀγάπη γιὰ τὶς τέχνες ἀτόνισαν. Ἀδαεῖς,
ἡμιμαθεῖς, ἀδιάφοροι, προκλητικὰ
ἄτεχνοι «καλλιτέχνες» ποὺ κακῶς καὶ
ἀδιακρίτως εἰσῆλθαν στὸν χῶρο,
γίνονται αἴτιοι συκοφαντίας τῆς
αἰσθητικῆς ἀξίας αὐτῶν τῶν τεχνῶν.
Βρῆκαν, ὅμως, ἔδαφος καὶ εὐδοκίμησαν:
τὴν ἀδιαφορία τῶν ὑπευθύνων τῶν Ναῶν,
ποὺ θὰ ἔπρεπε κάθε παρατρεχάμενο εἶδος
νὰ τὸ ἐξοστρακίσουν. Ὁ ἄγρυπνος
προστάτης αὐτῆς τῆς ὀμορφιᾶς εἶναι
κάθε ἁρμόδιος ἐπίσημος φορέας,
ἐκκλησιαστικὸς καὶ κρατικός, μά,
κυρίως, ἡ προσωπικὴ παιδεία, ἡ ἀντίληψη
καὶ ἡ εὐσυνειδησία μας. Ὅπως κ᾿ ἕνας
ἰερέας ἔλεγε, «ἄν αὐτὸ ποὺ ἔφτιαξες
δὲν ἀρέσει σὲ σένα, γιατὶ τὸ προσφέρεις
στὸν Θεό;»
Τὰ
ἀριστουργήματα ποὺ διασῴζονται σὲ
τόσους Ναούς, μᾶς διδάσκουν «δωρεάν»
καὶ μὲ τὴ λεπτότερη μέθοδο, τὴν
ἐξοικείωση. Μᾶς δείχνουν τὸ ὕψος στὸ
ὁποῖο πρέπει νὰ στοχεύουν οἱ σημερινοὶ
καλλιτέχνες (μπορεῖ νὰ μὴ τὸ φθάσουν
ποτέ, ἀλλὰ μπορεῖ, καὶ εἴθε, νὰ τὸ
ξεπεράσουν). Ἀρκεῖ νὰ θυμώμαστε νὰ
μὴν ὑποτιμοῦμε τὴν ἀξία τῆς τριβῆς,
τῆς ἄσκησης καὶ τοῦ χρόνου στὴν
ἐκπαιδευτικὴ πορεία. «Εἰκονίτσα»,
«σκαλισματάκι» ἢ «ἕνας ψαλμὸς» ποὺ
βγῆκαν μ᾿ ἕναν μῆνα (ἐπιπόλαιας)
μαθητείας, εἶναι ὑποβιβασμὸς καὶ τῆς
τέχνης καὶ τῆς θρησκείας. «Δὲν ὑπάρχει
βασιλικὴ ὁδὸς γιὰ τὴ Γεωμετρία».