ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΕΣ
μέρος
γ΄
Σπανιώτερα,
ἀκοῦμε τὴν “ἀρτοκλασία” [< ἄρτος
+ (κλάω – κλῶ= τεμαχίζω, θραύω)] ἐσφαλμένως
ὡς “ἀρτοπλασία” [ἄρτος + πλάθω], καὶ
ἀρκετὰ συχνά, κυρίως ἀπὸ ἡλικιωμένους,
τὸ ἀντίδωρο [< ἀντὶ + δῶρο] ὡς
“ἀντίδερο” (!!!). Ἐρευνῶντας
τὴ σημασία τῶν λέξεων ἐπικοινωνοῦμε
καλύτερα, γιατὶ καταλαβαίνομε τί λέμε
καὶ τί ἀκοῦμε. Ἀδικοῦμε τὴ γλῶσσα
καὶ τὴ νοημοσύνη μας, ὅταν χρησιμοποιοῦμε
τὶς λέξεις ὄχι γιὰ νὰ ἐκφράσωμε ὅ,τι
νιώθουμε καὶ σκεπτόμαστε, ἀλλὰ σὰν
μιὰ πρόχειρη καὶ ῥηχὴ σύμβαση “ἀφοῦ
καταλαβαίνομε πάνω-κάτω τί ἐννοοῦμε”.
Ἀπόδειξη
τῶν παραπάνω εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς: ὅταν,
στὴ Θεία Λειτουργία, μετὰ τὸ Εὐαγγέλιο
καὶ πρὸ τοῦ Χερουβικοῦ Ὕμνου, ὁ ἱερέας
ἐκφωνεῖ τὶς εὐχὲς γιὰ τοὺς κατηχουμένους
καὶ λέει: “οἱ
κατηχούμενοι τὰς καφαλὰς ὑμῶν τῷ
Κυρίῳ κλίνατε”, πολλοὶ
πιστοὶ σκύβουν, “κλίνουν τὰς κεφαλάς”
τους. Μὰ ἀγνοεῖ ὁ πιστός, ὅτι εἶναι
βαπτισμένος καὶ ὄχι κατηχούμενος; Ἢ
ἀγνοεῖ τὴ διαφορὰ μεταξὺ πιστοῦ καὶ
κατηχουμένου; Φυσικά,
κανένα ἀπ’ τὰ
δυὸ δὲν ἰσχύει. Ἁπλῶς, ὑπερισχύει ἡ
ἀπροσεξία καὶ
ἡ ἄκριτη μίμηση.
Ἡπίστη
καὶ ἡ τέχνη ἀπευθύνονται στὴν καρδιά,
ἀλλὰ τροφοδοτοῦν καὶ τὸ μυαλό. Ἡ
μελέτη, ἡ ἔρευνα ἀπὸ ἐνδιαφέρον, χωρὶς
οἴηση, μᾶς ἐπιτρέπει
νὰ ξεκαθαρίζωμε ὅποιο λάθος ἔχει
παρεισδύσει
καὶ ἀνανεώνει
τὴ ζωντανὴ σχέση μας μ’ αὐτές.
Τοῦτος εἶναι ὁ σκοπὸς τῶν κειμένων
μας, μὲ τὸ ἴδιο πνεῦμα ἕπεται καὶ
συνέχεια...
ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΕΣ
μέρος
β΄
Συνεχίζομε,
ἀπὸ προγενέστερο κείμενο τοῦ ἱστολογίου,
τὴν ἀναφορὰ σὲ λάθη καὶ παρανοήσεις
σὲ θρησκευτικὰ καὶ καλλιτεχνικὰ
θέματα.
Στὶς
εἰκόνες τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, βλέπομε
στὸν μανδύα της κεντημένο τὸν δικέφαλο
ἀετό. Ἡ Ἁγία καταγόταν ἀπὸ οἰκογένεια
ἐπιφανῆ, γι’ αὐτὸ τὴν παριστοῦμε μὲ
πολυτελῆ ἐνδύματα , ὅμως ἔζησε ἑπτὰ
αἰῶνες πρὸ τοῦ καθιερωθῇ ὁ Δικέφαλος
ὡς ἔμβλημα (11ος αἰ. ) στὸ Βυζάντιο.
Εἶναι λανθασμένη ἡ χρήση τοῦ Δικεφάλου
ὡς διακοσμητικοῦ, ὅταν παριστοῦμε
πρόσωπα ἢ γεγονότα προγενέστερα τοῦ
11ου αἰ., ἀφοῦ οὔτε θεολογικὰ προσδίδει
κάποια σημασία. Ἀναχρονισμός, ἐπίσης,
γίνεται ὅταν εἰκονίζονται μὲ μίτρα
καὶ ποιμαντορικὴ ῥάβδο ἀρχιερεῖς
Ἅγιοι ποὺ ἔζησαν πρὸ τῆς Ἁλώσεως
(περισσότερες λεπτομέρειες ἀναφέρονται
στὸ κείμενο τοῦ ἱστολογίου γιὰ τὰ
ἱερὰ ἄμφια).
Τὸ
ὄνομα, ἐξάλλου, εἶναι “Αἰκατερίνα”
καὶ ὄχι “Αἰκατερίνη”. Λόγῳ γραμματικῶν
κανόνων (περὶ μὴ καθαροῦ “α” στὴ
λήγουσα), τὸ τελικὸ “α” στὴ γενικὴ
καὶ δοτικὴ πτώση γίνεται “-η”, πάντως
ἡ ὀνομαστικὴ εἶναι “Αἰκατερίνα”.
Ὅταν ἐπιγράφωμε τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας
στὴν εἰκόνα, τὸ ὀρθὸ εἶναι νὰ
σημειώνωμε “Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνα”.
Ἕνα
ἄλλο συνειθισμένο λάθος εἶναι ἡ σήμανση
τοῦ ἀριθμοῦ “6”, κατὰ τὴν ἑλληνικὴ
ἀρίθμηση. Τὸ
σύμβολό του εἶναι τὸ ἕκτο γράμμα στὸ
πρώιμο ἀρχαιοελληνικὸ
ἀλφάβητο, τὸ “δίγαμμα” (=δύο γάμμα,
παρίσταται “F”).
Οἱ μετέπειτα (βυζαντινοί), ἀγνοῶντας
το, τὸ θεώρησαν σύμπλεγμα τοῦ “σ” μὲ
τὸ “τ”, ποὺ τὸ παριστοῦσαν περίπου
“ϛ”. Ἔτσι, φτάσαμε
νὰ πιστεύωμε πὼς “6=στ΄”, κάτι ποὺ
ἐκτὸς ἀπὸ ἀνακριβές, εἶναι καὶ
παράλογο, δηλαδὴ τὸ νὰ γίνεται τέτοιο
ἅλμα στὸ ἀλφάβητο καὶ συμπλοκὴ
χαρακτήρων γιὰ τὴν παράσταση ἑνὸς
ἀριθμοῦ, ὅταν γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους
ἡ ἀλφαβητικὴ ἀκολουθία παραμένει ὡς
ἔχει.