Εἴκοσι
τέσσερις (24) Σεπτεμβρίου, ἑορτάζεται
ἡ εὕρεση τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας
τῆς Μυρτιδιωτίσσης.
Ἡ
προσωνυμία ἐδόθη ἐπειδή βρέθηκε ἡ
είκόνα μέσα σὲ μυρτιές, καθ’ ὑπόδειξη
τῆς ἴδιας τῆς Παναγίας. Σὲ περιοχὴ
τῶν Κυθήρων βοσκὸς ἄκουσε φωνὴ
γυναικεία νὰ τὸν ἐνημερώνῃ καὶ νὰ
τὸν ὁδηγῇ ν’ ἀνακαλύψῃ τὴν ἱερὴ
εἰκόνα. Στὸν τόπο ποὺ τὴν ἀνακάλυψε
κτίζει μικρὸ ἐκκλησάκι καὶ τοποθετεῖ
τὴν Μυρτιδιώτισσα. Ἡ εὕρεση, ἄλλοι
ἐρευνητὲς ὑποστηρίζουν πὼς ἔγινε
τὸν 12ο αἰ., ἄλλοι τὸν 13ο ἢ τὸν 15ο.
Ἀργότερα, στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰ. ὁ
ἱερομόναχος Ἀγαθάγγελος Καλλιγέρης
ἀνακαινεῖ τόν Ναό.
Γιὰ
τὰ χρώματα τῶν προσώπων τῆς εἰκόνας
λέγονται διάφορα, ἀνεξιχνίαστα ὅμως
καὶ ἀτεκμηρίωτα, γι’ αὐτὸ δὲν κάνω
καμμιὰ ἀναφορά. Μαρτυρίες ἀναφέρουν
ὅτι τὸν πρῶτο καιρὸ διακρίνονταν
σαφῶς, ἀλλὰ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου
θάμπωσαν καὶ σκούρυναν.
Τὸ
1837 ὁ Θεόφιλος Σπαθάκης ἢ Σπιθάκης,
κρητικὸς καλλιτέχνης, κατεσκεύασε τὴν
χρυσῆ ἐπένδυση τῆς εἰκόνας, ἡ ὁποία
ἀφήνει ἀκάλυπτα μόνο τὰ πρόσωπα τοὺ
νηπίου Ἰησοῦ καὶ τῆς μητέρας Του.
Σ’αὐτὴν τὴν ἐπένδυση διακρίνονται,
ἐκτὸς τῶν δύο κεντρικῶν μορφῶν, τὰ
ἑξῆς: στὸ ἄνω μέρος, ἑκατέρωθεν τῆς
κεφαλῆς τῆς Παναγίας, δυὸ Ἄγγελοι ἐπὶ
νεφελῶν, μὲ τὸ ἕνα χέρι τους κρατοῦν
τὸ στέμμα ποὺ φορᾷ, πλάι τῶν Ἀγγέλων
οἱ φράσεις ἐκ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου
“Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα”
καὶ “Χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα
πάντα”, πιὸ κάτω, ἀριστερὰ ὁ Δαυὶδ
μὲ εἰλητάριο ὅπου ἀναγράφεται “Παρέστη
ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου” (44ος ψαλμός),
καὶ δεξιὰ ὁ Σολωμὼν μὲ εἰλητάριο ποὺ
γράφει “Πολλαὶ θυγατέρες ἐποίησαν”
(Παροιμίαι), τέλος στὸ κάτω μέρος τρία
θαύματα τῆς εἰκόνας, ἡ εὕρεση, ἡ ἴαση
ἑνὸς παραλύτου καὶ ἡ διάσῳση τῶν
Κυθήρων απὸ κεραυνό.